Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2023

Sylvia Plath -Οι Τελευταίες Λέξεις



Δεν θέλω ένα απλό φέρετρο, θέλω μια σαρκοφάγο
με ρίγες τιγρέ και ένα πρόσωπο απάνω της,
στρογγυλό σαν φεγγάρι, να κοιτάζει προς τα πάνω.
Θέλω να τους βλέπω αυτούς που θα έρθουν
να περιμαζέψουν τα χαζά μέταλλα και τις ρίζες.
Τους βλέπω ήδη- τα χλωμά, απόμακρα-σαν-αστέρια πρόσωπα τους.
Τώρα είναι ένα τίποτα, δεν είναι ούτε μωρά.
Τους φαντάζομαι χωρίς πατέρα ή μητέρα, όπως τους πρώτους θεούς.
Θα αναρωτιούνται εάν ήμουν σημαντική.
Πρέπει να γλυκάνω και να διατηρήσω τις μέρες, όπως τα φρούτα!
Ο καθρέφτης μου συννεφιάζει-
Λίγες ακόμα ανάσες και δεν θα έχει κάποια αντανάκλαση.
Τα λουλούδια και τα πρόσωπα ασπρίζουν σαν σεντόνι.

Δεν εμπιστεύομαι το πνεύμα. Φεύγει σαν ατμός
μέσα απ’ τα όνειρα, το στόμα ή το μάτι. Δεν μπορώ να το εμποδίσω.
Μια μέρα δεν θα επιστρέψει. Όμως τα αντικείμενα δεν είναι έτσι.
Αυτά μένουν, με την συγκεκριμένη τους λάμψη
που προέρχεται απ’ την πολύ φροντίδα. Σχεδόν γουργουρίζουν.
Όταν οι σόλες των ποδιών μου παγώσουν,
το μπλε μάτι του τιρκουάζ μου λίθου θα με καθησυχάζει.
Άσε με να πάρω τις χάλκινες μου κατσαρόλες και τις ρουζ γλάστρες
να ανθίσουν από πάνω μου σαν νυχτολούλουδα που ευωδιάζουν.
Αυτά θα με τυλίξουν με επιδέσμους και θα φυλάξουν την καρδιά μου
κάτω απ’ τα πόδια μου σε ένα άδειο κιβώτιο.
Εγώ μετά βίας θα αναγνωρίσω τον εαυτό μου. Θα είναι σκοτεινά εκεί,
και η λάμψη αυτών των μικρών αντικειμένων θα είναι πιο γλυκιά και απ’ το πρόσωπο της Ιστάρ (Ινάννα)

 

*********************

Last Words

I do not want a plain box, I want a sarcophagus
With tigery stripes, and a face on it
Round as the moon, to stare up.
I want to be looking at them when they come
Picking among the dumb minerals, the roots.
I see them already — the pale, star-distance faces.
Now they are nothing, they are not even babies.
I imagine them without fathers or mothers, like the first gods.
They will wonder if I was important.
I should sugar and preserve my days like fruit!
My mirror is clouding over —
A few more breaths, and it will reflect nothing at all.
The flowers and the faces whiten to a sheet.

I do not trust the spirit. It escapes like steam
In dreams, through mouth-hole or eye-hole. I can’t stop it.
One day it won’t come back. Things aren’t like that.
They stay, their little particular lusters
Warmed by much handling. They almost purr.
When the soles of my feet grow cold,
The blue eye of my tortoise will comfort me.
Let me have my copper cooking pots, let my rouge pots
Bloom about me like night flowers, with a good smell.
They will roll me up in bandages, they will store my heart
Under my feet in a neat parcel.
I shall hardly know myself. It will be dark,
And the shine of these small things sweeter than the face of Ishtar.


μετάφραση: Νικόλας Προδρόμου


Aντλήθηκε απ' το ΠΟΙΕΙΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου