το υπερφυσικό μηχάνημα Είναι πουλί;Είν’αεροπλάνο;Είναι παράθυρα από βούτυρο;Τροχοί προσευχής;Είναι «Το Τέλος»;Οι πεδιάδες που λιώνουν;Είναι τόσο αργά;Είναι σφαίρες πύρινες στά βουνά;Aλογα που μαλώνουνστόν πάτο του ωκεανού;Ιπτάμενη Μηχανή;…Ποτάμι στόν ουρανό; (οι άνθρωποιμ’ένα ‘πφφτ’ εξαφανίστηκανόμοια με αρχαίους Αιγύπτιουςστά βάθη Πυραμίδων)…Είναι τόσο αργά; οι άθλοι των ρομπότ Αίσθημα μελαγχολίας , απείρως ,αυτή τη φορά γεννημένοκοντά σε βυσινιά ξεθωριασμένα ερείπιαόπου τη νύχταρομπότ αγωνίζονται στό τρέξιμοκαι ξεπερνιώνται μεταξύ τουςστήν αιωνιότηταενώ οκνηροί θεατές ζητωκραυγάζουνκαι αντίλαλοι της Εξαφάνισηςαντηχούνμέσα από πολύχρονα κενάεντόσθια πόλεων. οι κίνδυνοι του βάθους Οι κίνδυνοι του Ύψουςείναι οι κίνδυνοι του Βάθουςείναι συχνά οι κίνδυνοι του Σκότους.Σαγηνεμένη σύγχυση κυριαρχεί. χάνεις το θυμάμαι Ένα γλίστριμα…Ξαφνικάχάνεις το Θυμάμαι.Θυμάσαι; αγάπη του δειλινού Κι έτσι ζούσαν σε πλατεία με πάρκομε αργυρόχρωμες αντέννες στη μέσημικρή πλατείαδιόροφες γυάλινες αποθήκεςμαγαζιά μεταχειρισμένων ρομπότ.Περίμενε ξαπλωμένοςσε άλλου καιρού μεταλλικές πλάκεςδίπλα στό παράθυροκι ο αέραςέμπαινε απ’την πλατείατραγουδιστός μέσα απ’τις αντέννεςκαι το χρυσάφιτου ήλιου του απογεύματοςέμπαινε στό δωμάτιο και τον τύλιγε. …μόνον ανησυχούσε– όταν εκείνη αργούσε –μήπως υπήρχανΚαθυστερήσειςστό δρόμο της,ή και μικρά παιδιά που παίζαν,και η «Μιά Ώρα Αγάπης» τουςθα χανότανμόνο σε σκέψεις.
Ξιφφανίας Πού βρίσκεσαι Ξιφφανία;…Αυτή την ώρακαίγεται το παν.Περισσότερο κι απ’τον ήλιοκαίνετα λαμπερά αυτά σπίτιακαι μικροχορδές ακούγονται να παίζουναπό αύλακες σε πλατεία,από στεγνά συντριβάνια σε αίθουσες,αμυδρά δωμάτια,ξενικές βεράντες ,θύλακες μοναξιάς . Σε ιλιγγιώδη παράθυραφωλιάζουν αγιούπεςφορώντας στέμματα χρυσάκαι πάνω από εκθαμβωτικές γέφυρεςφαίνεταιο ήλιος στόν ωκεανό. Για τη θλίψη της Μεσογείουγια χάρη της μοναξιάςεξαφανίζεται ο ωκεανός.Χάνονται οι μηχανές σε γαληνεμένα αμπέλια…ξεχνιούνται οι δρόμοι μεταξύ τους. Κι εσύΞιφφανίαΤρελλός Επιστήμων ξεχασμένου πολέμουξένος σ’ένα δωμάτιο θλίψηςσυλλογίζεσαι (πού βρίσκεσαι άραγε;)με απαλά κλειστά τα μάτιαξαπλωμένοςστά ντιβάνια υδραργύρου. την ώρα του σεπαίρνω Την ώρα του Σεπαίρνωποτέ δεν αισθάνομαιτις σιλουέττες των πουλιώνπου επιμένειςπως χαϊδεύουν τους σηκωμένους σου μηρούς. στη Μαριάννα με δόξα Επιτέλουςάφησα τη Μαριάννα μιά μέρα,έτρεξα κοντά της(όχι, έτρεξα μακριά της)και έμειναπολύν καιρό στήν πόληψάχνοντας για άγνωστα πρόσωπασε άλλα παράθυρα Δεν ξέρωαν με παρακολουθούσε(κρυμμένη πίσω από κουρτίνες;)να φεύγωμε μικρά πηδήματααπ’την πίσω πόρτα του κήπουή θέλησε να με κρατήσει(με μαγγανείες;)
Λεμούριος , αυτές τις μέρες Πες μου«τίποτε».Αυτό ακούω μόνοστίς μέρες μας.
Πηγή: https://www.bibliotheque.gr/article/21458
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου