Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2023

Πάνος Κουτρουμπούσης- [Ποίηση Ιπτάμενη Και Συνεσταλμένη]

το υπερφυσικό μηχάνημα
 
Είναι πουλί;
Είν’αεροπλάνο;
Είναι παράθυρα από βούτυρο;
Τροχοί προσευχής;
Είναι «Το Τέλος»;
Οι πεδιάδες που λιώνουν;
Είναι τόσο αργά;
Είναι σφαίρες πύρινες στά βουνά;
Aλογα που μαλώνουν
στόν πάτο του ωκεανού;
Ιπτάμενη Μηχανή;…Ποτάμι στόν ουρανό;
 
(οι άνθρωποι
μ’ένα ‘πφφτ’ εξαφανίστηκαν
όμοια με αρχαίους Αιγύπτιους
στά βάθη Πυραμίδων)…
Είναι τόσο αργά;
 
 
 
οι άθλοι των ρομπότ
 
Αίσθημα μελαγχολίας , απείρως ,
αυτή τη φορά γεννημένο
κοντά σε βυσινιά ξεθωριασμένα ερείπια
όπου τη νύχτα
ρομπότ αγωνίζονται στό τρέξιμο
και ξεπερνιώνται μεταξύ τους
στήν αιωνιότητα
ενώ οκνηροί θεατές ζητωκραυγάζουν
και αντίλαλοι της Εξαφάνισης
αντηχούν
μέσα από πολύχρονα κενά
εντόσθια πόλεων.
 
 
 
 
 
οι κίνδυνοι του βάθους
 
Οι κίνδυνοι του Ύψους
είναι οι κίνδυνοι του Βάθους
είναι συχνά οι κίνδυνοι του Σκότους.
Σαγηνεμένη σύγχυση κυριαρχεί.
 
 
 
χάνεις το θυμάμαι
 
Ένα γλίστριμα…
Ξαφνικά
χάνεις το Θυμάμαι.
Θυμάσαι;
 
 
 
αγάπη του δειλινού
 
Κι έτσι ζούσαν σε πλατεία με πάρκο
με αργυρόχρωμες αντέννες στη μέση
μικρή πλατεία
διόροφες γυάλινες αποθήκες
μαγαζιά μεταχειρισμένων ρομπότ.
Περίμενε ξαπλωμένος
σε άλλου καιρού μεταλλικές πλάκες
δίπλα στό παράθυρο
κι ο αέρας
έμπαινε απ’την πλατεία
τραγουδιστός μέσα απ’τις αντέννες
και το χρυσάφι
του ήλιου του απογεύματος
έμπαινε στό δωμάτιο και τον τύλιγε.
 
…μόνον ανησυχούσε
– όταν εκείνη αργούσε –
μήπως υπήρχαν
Καθυστερήσεις
στό δρόμο της,
ή και μικρά παιδιά που παίζαν,
και η «Μιά Ώρα Αγάπης» τους
θα χανόταν
μόνο σε σκέψεις.
 
 

 
Ξιφφανίας
 
Πού βρίσκεσαι Ξιφφανία;…
Αυτή την ώρα
καίγεται το παν.
Περισσότερο κι απ’τον ήλιο
καίνε
τα λαμπερά αυτά σπίτια
και μικροχορδές ακούγονται να παίζουν
από αύλακες σε πλατεία,
από στεγνά συντριβάνια σε αίθουσες,
αμυδρά δωμάτια,ξενικές βεράντες ,
θύλακες μοναξιάς .
 
Σε ιλιγγιώδη παράθυρα
φωλιάζουν αγιούπες
φορώντας στέμματα χρυσά
και πάνω από εκθαμβωτικές γέφυρες
φαίνεται
ο ήλιος στόν ωκεανό.
 
Για τη θλίψη της Μεσογείου
για χάρη της μοναξιάς
εξαφανίζεται ο ωκεανός.
Χάνονται οι μηχανές σε γαληνεμένα αμπέλια…
ξεχνιούνται οι δρόμοι μεταξύ τους.
 
Κι εσύ
Ξιφφανία
Τρελλός Επιστήμων ξεχασμένου πολέμου
ξένος σ’ένα δωμάτιο θλίψης
συλλογίζεσαι (πού βρίσκεσαι άραγε;)
με απαλά κλειστά τα μάτια
ξαπλωμένος
στά ντιβάνια υδραργύρου.
 
 
 
την ώρα του σεπαίρνω
 
Την ώρα του Σεπαίρνω
ποτέ δεν αισθάνομαι
τις σιλουέττες των πουλιών
που επιμένεις
πως χαϊδεύουν τους σηκωμένους σου μηρούς.
 
 
  
στη Μαριάννα με δόξα
 
Επιτέλους
άφησα τη Μαριάννα μιά μέρα,
έτρεξα κοντά της
(όχι, έτρεξα μακριά της)
και έμεινα
πολύν καιρό στήν πόλη
ψάχνοντας για άγνωστα πρόσωπα
σε άλλα παράθυρα
 
Δεν ξέρω
αν με παρακολουθούσε
(κρυμμένη πίσω από κουρτίνες;)
να φεύγω
με μικρά πηδήματα
απ’την πίσω πόρτα του κήπου
ή θέλησε να με κρατήσει
(με μαγγανείες;)
 

 
Λεμούριος , αυτές τις μέρες
 
Πες μου
«τίποτε».
Αυτό ακούω μόνο
στίς μέρες μας.


Πηγή: https://www.bibliotheque.gr/article/21458

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου