Σάββατο 1 Απριλίου 2023

Μήτσος Παπανικολάου - Ποιήματα


ΑΘΑΝΑΣΙΑ

Αν είχες πεθάνει, θα σ’ είχε ξεχάσει η μητέρα σου.
Αν σ’ είχα αγαπήσει, θα σ’ είχα ξεχάσει κι εγώ.

Η στιγμή γίνηκε ευθεία μέσα στο χρόνο,
βέλος μες στην καρδιά μου,
βελόνα που κεντάει τη μνήμη.

Το χέρι σου λάμπει στη νύχτα, σημαία του κόσμου.



ΧΕΙΜΩΝΑΣ


Μαύροι δρόμοι του χειμώνα

στη γυμνή την εξοχή·

του αμαξιού τα φώτα μόνα

τρέχουν μέσα στη βροχή.



Μέσα στην ανεμοζάλη

πρώτη ερωτική βραδιά!

Τέτοιαν άνοιξη και πάλι

που περίμενε η καρδιά;



Δυό κεφάλια πλάι – πλάι

το ένα φθινοπωρινό,

το άλλο δώρο απο το Μάη,

δεν είν’ είκοσι χρονώ.



- Που σε βρήκα; Που σε βρήκα,

άνθος της αμυγδαλιάς;

Τα μαλλιά σου έχουν τη γλύκα

μιάς χελιδονοφωλιάς.



Και τα μάτια, όπως τα κλείνεις

στο φιλί, μοιάζουν κι αυτά

με τα μάτια της Σελήνης

που κοιτούν πάντα κλειστά.



Είσαι η νύχτα κι είσαι η μέρα,

είσαι ο πόνος κι η χαρά !

Γύρω μας, μές τον αέρα

κυματίζουνε φτερά:



Περιστέρια έχουνε φθάσει

απο τόπους μακρινούς·

φέρνουν ανθισμένα δάση

και γαλάζιους ουρανούς.



... Και τ’ αμάξι, τρέχει, τρέχει

στην ασφαλτωμένη οδό.

Έξω από τα τζάμια βρέχει

κι ο χειμώνας είν’ εδώ...




ΚΥΡΙΑΚΗ




Κυριακή μές στο χειμώνα,

Κυριακή χωρίς φωτιά

και τα κρύα χέρια μόνα

πάνω στ’ άγραφα χαρτιά.



Με τα χέρια στα μαλλιά μου

άσκοπα κοιτάζω μπρός μου:

είναι, τάχα, τα χαρτιά μου

η κατάκτηση του κόσμου;



Κυριακή μές στο χειμώνα

με τις νοσταλγίες του θέρου·

κρύα χέρια, χέρια μόνα

στ’ ωχρό μέτωπο ενός γέρου.



Άχ, οι δρόμοι είν’ όλοι άδειοι

μα τα μάτια μου είν’ εκεί

και τους βλέπουν ένα βράδυ

καλοκαίρι, Κυριακή ...



Νοσταλγίες που ζούν μάταια

στ’ αυγουστιάτικο όνειρό των,

τότε που ήτανε τα μάτια

ταχυδρόμοι των ερώτων.



Κυριακή μές στο χειμώνα:

το βιβλίο και το γραφείο

κι η καρδιά μέσα στο σώμα

τάφος σε νεκροταφείο.



ΑΡΡΩΣΤΙΑ




Το φεγγάρι απόψε λάμπει

σε θερμούς ονειροπόλους,

σε ζευγάρια ερωτευμένα –

λάμπει σ’ όλους, και σε μένα...



Το κοιτώ, καθώς περνάει

ταξιδιάρικο στα χάη·

πέφτει στο κρεβάτι απάνω

που ίσως μέλλω να πεθάνω...



- Το δικό μου θέλεις πόνο;

Όλοι οι πόνοι μου κοιμούνται...

Ένα “χαίρε” δώσε μόνο

Όπου ακόμα με θυμούνται...




ΔΕΝ ΕΙΝ’ ΕΔΩ...



Δεν είν’ εδώ πιά λάθη

μεγάλα και τρελά.

Ένα νεκρό φεγγάρι

σωπαίνει εκεί ψηλά.



Η πόλη και τα φώτα

είν’ τόσο μαρκιά,

όπως όταν τα νιάτα

κοιτάζει μιά γριά.



Κι εγώ βρίσκομαι ξένος

μέσα στον κόσμο αυτό,

σαν ένας πεθαμένος

στον ίδιο του τον εαυτό.


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου