Νύχτα. Βροχή. Ένας ουρανός θαμπός, που τον σπαθίζει,
όσο είναι φως, με πύργους και με τόξα, η σιλουέτα
πολιτείας γοτθικιάς, μακριά μες στο σταχτί σβησμένης.
Κάμπος. Μια αγχόνη, από κορμιά που σήπονται γεμάτη,
που με τις μύτες τα σκουντούν τ’ αχόρταγα κοράκια,
κι ενώ χορεύουν άμοιαστες πόλκες στον μαύρο αέρα,
τα κρεμασμένα πόδια τους τα ‘χουν οι λύκοι δείπνο.
Αγκάθια σκόρπια, λιγοστά χαμόδεντρα και πρίνοι,
που δώθε κείθε όλο πετούν των φύλλων τους τα σκιάχτρα
μέσα στο σάλο της καπνιάς, καθώς σε σκίτσο φόντο.
Κι ύστερα, γύρω από δυό τρεις νεκρόθωρους δεσμώτες,
που παν γυμνόποδοι, φρουροί διακόσοι κι εικοσπέντε
τους πάνε, και τ’ ατσάλια τους, ορθά σαν λύσγου ατσάλια,
γυαλίζουνε, αντιμέτωπα με της βροχής τις λόγχες.
Μετάφραση: Τέλλος Άγρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου