Χειμώνας του 1931. Εξήντα οχτώ χρονώ πια,
θα φτάσει σε λίγο τα εβδομήντα – αν τα φτάσει
έτσι που πάει, μια το ένα, μια το άλλο.
Κι αυτοί οι πόνοι στο λαιμό του μονιμοποιήθηκαν.
Δεν μπορεί να βήξει ή να μιλήσει πολύ, όπως πρώτα,
αρχίζουν κάτι σφάχτες στο λαρύγγι στου,
κάποιος σαν να καρφώνει στο λαιμό του ένα καρφί
σαδιστικά, ανελέητα, εκδικητικά. Μαρτύριο.
Κι είναι ολομόναχος. Κανένας απ’ την παλιά,
την ένδοξη φαμίλια, τη μεγάλη, ένα σπίτι
με τόσα πρόσωπα, ζωές, καριέρες γύρω του,
αγαπημένα αδέρφια (ακόμα κι ο Αριστείδης
του λείπει τώρα – και τον Τζων δεν έπρεπε,
δεν έπρεπε να τον πικράνει τόσο,
πάει κι ο Τζων, πέρασαν δέκα χρόνια…
όχι, λιγότερο… τι σημασία έχει…)
Απρίλη του 1922 παραιτήθηκε, Απρίλη,
Το θυμάται καλά. (Για σκέψου, θυμάται καλύτερα
μήνα και χρόνο της παραίτησής του
παρά το θάνατο του Τζων. Η φιλαυτία,
ο εγωισμός των γηρατειών, το δίχως άλλο,
γιατί σε θέματα ιστορικά η μνήμη του κόβει ξουράφι.)
Λοιπόν, πώς φύγαν όλοι μονομιάς (έτσι τον φαίνεται)
αντί να ‘χει κι αυτός ένα αποκούμπι,
κάποιον να τον θυμίζει the days of our glory
(ωραίος στίχος αυτός του Μπάυρον),
έστω έναν ανιψιό, μιαν ανιψιά κοντά του,
κάποιον απ’ το δικό του σόι, δικό του αίμα.
Είναι βέβαια κι ο Αλέκος με τη Ρίκα.
Καλά παιδιά. Κι ο Αλέκος, γλυκός, γλυκύτατος,
παλιά είχε ξεκινήσει αλλιώς αυτή η φιλία,
φαινόταν πως… Ανοησίες. Δεν είναι γι’ αυτόν ετούτα.
αντί να ‘χει κι αυτός ένα αποκούμπι,
κάποιον να τον θυμίζει the days of our glory
(ωραίος στίχος αυτός του Μπάυρον),
έστω έναν ανιψιό, μιαν ανιψιά κοντά του,
κάποιον απ’ το δικό του σόι, δικό του αίμα.
Είναι βέβαια κι ο Αλέκος με τη Ρίκα.
Καλά παιδιά. Κι ο Αλέκος, γλυκός, γλυκύτατος,
παλιά είχε ξεκινήσει αλλιώς αυτή η φιλία,
φαινόταν πως… Ανοησίες. Δεν είναι γι’ αυτόν ετούτα.
Να, προχτές που είχε πέσει (ζαλίστηκε;
ήταν που είχε πιει λίγο περισσότερο
απ’ όσο έπρεπε; η πίεσίς του;)
η Ρίκα ανησύχησε πραγματικά, φαινόταν,
το καταλάβαινες από το βλέμμα της.
Αποκλείεται να υποκρινόταν ή να υπερέβαλλε,
σε κάτι τέτοια η διαίσθησίς του δεν τον γελά,
είναι γριά αλεπού αυτός. Όχι έκανε καλά
που διόρισε τον Αλέκο εκτελεστή της διαθήκης του,
λατρεύει τα ποιήματά του, τον αγαπά, είναι σίγουρος.
Χειμώνας του 1931. Και πώς φοβάται τους γιατρούς,
τις εγχειρήσεις, τα νοσοκομεία.
Κάτι του λέει πως είναι αργά,
ό,τι και να κάνει…
Αλλά πάλι. Δε βαριέσαι, έτσι ή αλλιώς,
τι σημασία έχει. Ας το αποφασίσει.
Αύριο με το καλό ας συζητήσει πάλι με τη Ρίκα
(αυτή ‘ναι πρακτικότερη)
το πώς και τι. Ναι, ας τον προκαλέσει.
Τον θάνατο, το διάβολο, το θεό, ποιον, τέλος πάντων,
θα τον προκαλέσει. Αύριο κιόλας.
Αντλήθηκε απ' τον Χαρτοκόπτη του Γιώργου Θεοχάρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου