Tίποτα πια δεν μπορεί σήμερα να αλλάξει τη ζωή μου. Αν… ή αν… Ναι, αλλά ένα «αν» αντιπροσωπεύει πάντα κάτι που δεν έχει συμβεί∙ κι αφού δεν έχει συμβεί, ποιο το όφελος να φανταζόμαστε τι θα γινόταν αν είχε συμβεί;
Η μεγαλύτερη τραγωδία για μία ψυχή ή έναν άνθρωπο είναι να διαθέτει διάνοια και ηθική εξίσου ισχυρές. Για να είναι κάποιος αναμφισβήτητα και «απόλυτα» ηθικός, πρέπει να είναι και λιγάκι ανόητος. Για να είναι απόλυτα διανοούμενος, πρέπει να είναι και λιγάκι ανήθικος. Δεν ξέρω ποιο παιχνίδι της Μοίρας ή ποια ειρωνεία της Τύχης δεν επιτρέπει στον άνθρωπο αυτόν τον δυϊσμό σε υψηλό επίπεδο. Προς μεγάλη μου δυστυχία, κάτι τέτοιο συμβαίνει στην περίπτωσή μου.
Διαθέτοντας λοιπόν δυο αρετές, δεν κατόρθωσα ποτέ μου να γίνω τίποτα. Αυτό που με έφθειρε στη ζωή δεν είναι ότι διέθετα υπερβολικά ανεπτυγμένο ένα προσόν, αλλά δύο.
Το κακό δεν βρίσκεται στον ατομικισμό μας, αλλά στον τύπο του ατομικισμού που μας χαρακτηρίζει, ο οποίος είναι στατικός αντί να είναι δυναμικός. Στα μάτια μας, η αξία μας εξαρτάται απ’ αυτό που σκεφτόμαστε, κι όχι από αυτό που πράττουμε. Ξεχνάμε πως αυτό που δεν κάναμε δεν το βιώσαμε∙ πως η πρωταρχική λειτουργία της ζωής είναι η δράση, όπως το πρωταρχικό χαρακτηριστικό των πραγμάτων είναι η κίνηση.
Προσδίδουμε σημασία στις σκέψεις μας απλώς και μόνο επειδή είναι δικές μας. Θεωρούμε εαυτούς όχι, όπως έλεγε εκείνος ο Έλληνας, «μέτρον πάντων», αλλά κανόνα ή μονάδα μέτρησης των πάντων∙ κι έτσι δημιουργήσαμε ανάμεσά μας όχι απλώς μια ερμηνεία, αλλά μια κριτική του σύμπαντος (ενώ, εφόσον δεν το γνωρίζουμε, δεν είμαστε ικανοί να το κρίνουμε) και βλέπουμε τα πιο αδύναμα και πιο διαταραγμένα πνεύματα ανάμεσά μας να ανάγουν αυτήν την κριτική σε ερμηνεία που επιβάλλεται σαν παραίσθηση, και όχι μέσω συλλογισμού, αλλά διά μιας απλούστατης επαγωγής. Πρόκειται για μια καθαρή περίπτωση παραίσθησης, δηλαδή για μια ψευδαίσθηση που γεννήθηκε από την εσφαλμένη κατανόηση ενός γεγονότος.
Ποτέ δεν κατάφερα να πιστέψω ότι θα μπορούσε κανείς, είτε εγώ ο ίδιος είτε οποιοσδήποτε άλλος, να έχει τη βεβαιότητα ότι θα φέρει κάποια ανακούφιση, πραγματική ή βαθιά, στις δυστυχίες του ανθρώπου, κι ακόμη λιγότερο να τις γιατρέψει. Ούτε κατάφερα, όμως, να πάψω να το σκέφτομαι.
Η παραμικρή ανθρώπινη αγωνία -ή και μόνο το να τη φανταστώ- πάντα μου δημιουργούσε άγχος, κι ακόμη με αναστάτωνε, μου απαγόρευε να συγκεντρωθώ και ν’ αφιερωθώ στο «εγώ» μου. Η πεποίθηση ότι κάθε θεραπευτική της ψυχής είναι εντελώς ανώφελη θα έπρεπε, αντίθετα, να με υψώσει μέχρι τις κορυφές της αδιαφορίας, όπου οι γήινες ανησυχίες θα κρύβονταν πίσω από το νεφελώδες πέπλο αυτής της πεποίθησης. Παρ’ όλα αυτά, όσο δυνατή και να είναι η σκέψη, είναι εντελώς ανίσχυρη απέναντι στην επανάσταση του συναισθήματος. Είναι αδύνατον να μην αισθανόμαστε, όπως είναι αδύνατον να μην περπατάμε.
Η έλλειψη ορμής μέσα μου ήταν πάντα, σε τελική ανάλυση, η πηγή και η αιτία όλων των δεινών μου -το να μην μπορώ να θελήσω πριν σκεφτώ, το να μην μπορώ να αφοσιωθώ, το να μην μπορώ να πάρω μιαν απόφαση με τον μόνο τρόπο που αποφασίζουν οι άνθρωποι: με την αποφασιστικότητα, κι όχι με το μυαλό- όπως ο γάιδαρος του Μπυριντάν που πεθαίνει πάνω στη μαθηματική διχοτόμο που χωρίζει το νερό από τη συγκίνηση και το άχυρο από την προσπάθεια, ενώ, αν δεν το σκεφτόταν, ίσως και να πέθαινε, αλλά δεν θα πέθαινε ούτε από πείνα, ούτε από δίψα.
Απόσπασμα από το βιβλίο Η αγωγή του στωικού, Μετάφραση: Βασίλης Πουλάκος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου