Από το πάρκο επέρασεν η ώριμη κυρία,
μέσα στους όρθιους των δεντρών, ολόρθη, τους κορμούς.
Φύλλα νεκρά της έριξε η χρυσή δεντροστοιχία –
κι εμείς τους μαραμένους μας συλλογισμούς.
Θα 'ναι η γυναίκα που έκλαψε πολύ. Στα βλέφαρά της
η σκιά των τρισευγενικών κατέβη μαρασμών.
Τη λύπην εξεδίψασαν τα δάκρυά της
και την υδρία της γέμισε στην βρύση των λυγμών.
Τα φιλημένα, άλλον καιρό, κρατεί κλεισμένα χείλη,
κι απάνου απ’ τα ξερόφυλλα περνάει θαμπή, σβηστή,
στο μύρο της υπομονής, που απλώνουνε το δείλι
τα πληγωμένα απ’ την βροχή κλαριά, να ξεχαστεί.
Κι εγώ, που από τον μάταιο τον κόσμο αναχωρούσα,
την είδα και είπα: «Είναι νωρίς· θα μείνω». Μυστικά
στον πόνο και στην γνώση της να εμπιστευτώ, μπορούσα
τα δάκρυά μου τα τωρινά και τ’ αναμνηστικά.
Τότε θα γείρουμε κι οι δυο σε μια βαθιά ησυχία,
οι κουρασμένοι, οι ώριμοι πολύ, να ιστορηθεί
απ’ τον καθέναν η παλιά πικρή του αποτυχία
τρυγώντας του άλλου τα φιλιά, όπου έχουν μαραθεί.
Γλυκό χινόπωρο της ζωής, σοφή κι ατάραχη ώρα,
ξέρεις, τα φίλτρα πίνοντας της λύπης, να ευτυχείς
και να γευτείς τον έρωτα σαν τη χρυσήν οπώρα
βαρειά απ’ το μέλι των χυμών στα ρίγη της βροχής.
Την ίδια δόξα επόθησε την χινοπωρινή
καθώς με είδεν η ώριμη γυναίκα, κι η καρδιά της
τα πληγωμένα ετάραξε για μία στιγμή φτερά της -
όμως τα ξαναδίπλωσε στην πρώτη υπομονή.
Και προσπεράσαμε βουβοί, δειλοί και αγνοημένοι.
Ο λόγος, που δεν ήταν γραφτό μας ν’ ακουστεί,
καθώς ξερόφυλλο έπεσε λαμπρό στην κοιμισμένη
θάλασσα του ανεκπλήρωτου που τόσα μου κρατεί.
Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Η νεοελληνική ερωτική ποίηση, Ελευθεροτυπία 2010
Φύλλα νεκρά της έριξε η χρυσή δεντροστοιχία –
κι εμείς τους μαραμένους μας συλλογισμούς.
Θα 'ναι η γυναίκα που έκλαψε πολύ. Στα βλέφαρά της
η σκιά των τρισευγενικών κατέβη μαρασμών.
Τη λύπην εξεδίψασαν τα δάκρυά της
και την υδρία της γέμισε στην βρύση των λυγμών.
Τα φιλημένα, άλλον καιρό, κρατεί κλεισμένα χείλη,
κι απάνου απ’ τα ξερόφυλλα περνάει θαμπή, σβηστή,
στο μύρο της υπομονής, που απλώνουνε το δείλι
τα πληγωμένα απ’ την βροχή κλαριά, να ξεχαστεί.
Κι εγώ, που από τον μάταιο τον κόσμο αναχωρούσα,
την είδα και είπα: «Είναι νωρίς· θα μείνω». Μυστικά
στον πόνο και στην γνώση της να εμπιστευτώ, μπορούσα
τα δάκρυά μου τα τωρινά και τ’ αναμνηστικά.
Τότε θα γείρουμε κι οι δυο σε μια βαθιά ησυχία,
οι κουρασμένοι, οι ώριμοι πολύ, να ιστορηθεί
απ’ τον καθέναν η παλιά πικρή του αποτυχία
τρυγώντας του άλλου τα φιλιά, όπου έχουν μαραθεί.
Γλυκό χινόπωρο της ζωής, σοφή κι ατάραχη ώρα,
ξέρεις, τα φίλτρα πίνοντας της λύπης, να ευτυχείς
και να γευτείς τον έρωτα σαν τη χρυσήν οπώρα
βαρειά απ’ το μέλι των χυμών στα ρίγη της βροχής.
Την ίδια δόξα επόθησε την χινοπωρινή
καθώς με είδεν η ώριμη γυναίκα, κι η καρδιά της
τα πληγωμένα ετάραξε για μία στιγμή φτερά της -
όμως τα ξαναδίπλωσε στην πρώτη υπομονή.
Και προσπεράσαμε βουβοί, δειλοί και αγνοημένοι.
Ο λόγος, που δεν ήταν γραφτό μας ν’ ακουστεί,
καθώς ξερόφυλλο έπεσε λαμπρό στην κοιμισμένη
θάλασσα του ανεκπλήρωτου που τόσα μου κρατεί.
Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Η νεοελληνική ερωτική ποίηση, Ελευθεροτυπία 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου