Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020

Άλκη Ζέη-Το καπλάνι της βιτρίνας (απόσπασμα)

Αποτέλεσμα εικόνας για αλκη ζεη


Εκδρομή δεν πήγαμε, όχι γιατί ο ήλιος είχε βγει πια για καλά, μα γιατί ο κυρ Αντώνης δεν πρόλαβε καλά καλά να βγει από τη βάρκα και είπε:
—Κυρ Νίκο, έγινε δικτατορία.
Τον Αύγουστο, το καταμεσήμερο, τα τζιτζίκια χαλάνε τον κόσμο στο Λαμαγάρι. Ο μπαμπάς κάθε φορά που έρχεται στο Λαμαγάρι νευριάζει, που δεν τον αφήνουμε να κοιμηθεί το μεσημέρι. Εμείς, όμως, δεν μπορούμε να φανταστούμε Λαμαγάρι χωρίς τζιτζίκια. Είχαμε ξαπλώσει πάνω σε μια παλιά κουβέρτα, κάτω από ένα πεύκο, και τ' ακούγαμε. Έπιασα ένα, το 'κλεισα στη φούχτα μου και κείνο τρελάθηκε στο τζιτζίκιασμα.
—Έγινε δικτατορία, του μουρμούρισα και τ' άφησα να πετάξει να το πει σ' όλα τα τζιτζίκια.
—Άραγε τι θα γίνει τώρα, που έχουμε δικτατορία; ρωτάει η Μυρτώ.
—Ο Νίκος είπε πως όλα τώρα θ' αλλάξουνε, της λέω.
Στο σπίτι μας αλλάξανε κιόλας σχεδόν όλα, από την ώρα που έφερε το νέο ο κυρ Αντώνης. Πρώτ' απ' όλα μας αφήσανε να κάνουμε ό,τι θέλουμε. Φάγαμε με άπλυτα χέρια, κανείς δε μας έστειλε να κοιμηθούμε για μεσημέρι κι ούτε, όταν μας είδανε να τραβούμε την παλιά κουβέρτα και να βγαίνουμε από το σπίτι, μας μιλήσανε. Άλλαξε κι ο παππούς, που πρώτη φορά στη ζωή μας τον ακούσαμε να μιλάει άσχημα και σε ποιον; Στη θεία Δέσποινα!!
—Για να κάνει ο βασιλιάς δικτατορία, θα πει πως έτσι έπρεπε, είπε η θεία Δέσποινα.
—Λες ανοησίες και καλά θα κάνεις να μη μιλάς για τέτοια πράγματα! θύμωσε ο παππούς.
Η θεία Δέσποινα πάτησε τα κλάματα και, δεν ξέρω γιατί, τα 'βαλε με το Νίκο.
—Λες, τώρα που έγινε δικτατορία, ν' αφήσουνε εμάς τα παιδιά να κάνουμε ό,τι θέλουμε; ρωτάει η Μυρτώ.
—Δοκιμάζουμε; της λέω. Πάμε να βρούμε τα παιδιά κι ας είναι ντάλα μεσημέρι και ώρα «ανάπαυσης», που λέει κι η θεία Δέσποινα;
Δεν προλάβαμε να ξεκινήσουμε και ήρθε ο Νίκος κοντά μας. Ήτανε λυπημένος, πολύ λυπημένος, και τα σμιχτά φρύδια του είχανε τόσο σουρώσει, που φαίνονταν σαν μια μαύρη πυκνή γραμμή στο πρόσωπό του.
—Κοριτσάκια, λέει εκείνος, είστε πολύ μικρά για να καταλάβετε, μα τη σημερινή μέρα θα τη θυμάται για πάντα η Ελλάδα και θα κλαίει. Πόσες του μήνα έχουμε σήμερα;
—4 Αυγούστου 1936, απάντησε η Μυρτώ.
Ύστερα, ο Νίκος έφυγε για τη χώρα, μα δεν μπορούσαμε πια να του κάνουμε αστεία και να τον ρωτήσουμε αν πάει ν' αποχαιρετίσει την αρραβωνιαστικιά του.

Άλκη (Αγγελική) Ζέη (Αθήνα, 15 Δεκεμβρίου 1923 - Αθήνα, 27 Φεβρουαρίου 2020)


(Άλκη Ζέη, Το καπλάνι της βιτρίνας, Κέδρος, Αθήνα 1989, σ. 76-77.) 

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2020

Θοδωρής Βλαχοδημήτρης-Δικαιοσύνη-φάντασμα

Αποτέλεσμα εικόνας για Θοδωρής Βλαχοδημήτρης,

Και η φωνή μου μούσκεμα
απ' τη βροχή του πόνου
που δέρνει το Φθινόπωρο
τις σκεβρωμένες θύρες
σου φέρνει ένα
μήνυμα θανάτου,
πολιτεία.

Άνθρωποι που πεινάσανε
στους δρόμους κουρασμένοι
φτύνουν χτικιό τ' απόβραδα
κι υφαίνουν στην καρδιά τους
από καιρό τα σάβανα
τα μαύρα του
χαμού σου.

Δικαιοσύνη-φάντασμα,
πειρατικό καράβι,
που πρακτορεύεις ύπουλα
με κραυγαλέα ψεύδη
τα βραδινά χαμόγελα
στα μάτια των ανθρώπων.


Θοδωρής Βλαχοδημήτρης (Σουληνάρι Μεσσηνίας 1925-Αθήνα 2005)
Πηγή: Θοδωρής Βλαχοδημήτρης, Ο άλλος δρόμος και 16 Ανέκδοτα Ποιήματα. Αθήνα: Εκδόσεις Σήμερα κι Αύριο 2012, σ. 62.

ΠΕΡΙ ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΜΟΥ


-Ένας πατριώτης πρέπει να είναι πάντα έτοιμος να υπερασπιστεί την πατρίδα του εναντίον της κυβέρνησής της.
Edward Abbey, 1927-1989, Αμερικανός περιβαλλοντολόγος

-Πολιτικός είναι κάποιος που είναι πάντα έτοιμος να θυσιάσει τη ζωή σας για την πατρίδα του.
Texas Guinan, 1884-1933, Αμερικανίδα ηθοποιός

-Και τι δεν κάναμε για αυτή την πατρίδα.
Άλλοι σκοτωθήκαμε
άλλοι βγάλαμε λόγους.
Ορχάν Βελί Κανίκ, 1914-1950, Τούρκος ποιητής


-Ένα κράτος αρχίζει να αυτοαποκαλείται πατρίδα όταν ετοιμάζεται να διαπράξει φόνους.
Φρήντριχ Ντύρενματ, 1921-1990, Ελβετός θεατρ. συγγραφέας


-Είναι κρίμα που για να είσαι καλός πατριώτης πρέπει να γίνεις εχθρός της υπόλοιπης ανθρωπότητας.
Βολταίρος, 1694-1778, Γάλλος φιλόσοφος & συγγραφέας


-Θεός και Πατρίδα είναι άπαιχτη ομάδα. Σπάνε όλα τα ρεκόρ καταπίεσης και αιματοχυσίας.
Luis Bunuel, 1900-1983, Μεξικανός σκηνοθέτης


-Ο πατριωτισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο ενός καθάρματος.

Patriotism is the last refuge of a scoundrel.

Life of Samuel Johnson (1791), Vol II, 7 Απριλίου 1775

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2020

Γιώργος Σεφέρης - Η τελευταία μέρα



Ήταν η μέρα συννεφιασμένη. Κανείς δεν αποφάσιζε
φυσούσε ένας αγέρας αλαφρύς: «Δεν είναι γρέγος είναι σιρόκος»
είπε κάποιος.
Κάτι λιγνά κυπαρίσσια καρφωμένα στην πλαγιά κι η θάλασσα
γκρίζα με λίμνες φωτεινές, πιο πέρα.
Οι στρατιώτες παρουσίαζαν όπλα σαν άρχισε να ψιχαλίζει.
«Δεν είναι γρέγος είναι σιρόκος» η μόνη απόφαση που ακούστηκε.
Κι όμως το ξέραμε πως την άλλη αυγή δε θα μας έμενε τίποτε πια,
μήτε η γυναίκα πίνοντας πλάι τον ύπνο
μήτε η ανάμνηση πως ήμασταν κάποτες άντρες,
τίποτε πια την άλλη αυγή.

«Αυτός ο αγέρας φέρνει στο νου την άνοιξη» έλεγε η φίλη
περπατώντας στο πλευρό μου κοιτάζοντας μακριά «την άνοιξη
που έπεσε ξαφνικά το χειμώνα κοντά στην κλειστή θάλασσα.
Τόσο απροσδόκητα. Πέρασαν τόσα χρόνια. Πώς θα πεθάνουμε;»

Ένα νεκρώσιμο εμβατήριο τριγύριζε μες στην ψιλή βροχή.
Πώς πεθαίνει ένας άντρας; Παράξενο κανένας δεν το συλλογίστηκε.
Κι όσοι το σκέφτηκαν  ήταν σαν ανάμνηση από παλιά χρονικά
της εποχής των Σταυροφόρων ή της εν – Σαλαμίνι – ναυμαχίας.
Κι όμως ο θάνατος είναι κάτι που γίνεται· πώς πεθαίνει ένας άντρας;
Κι όμως κερδίζει κανείς το θάνατό του, το δικό του θάνατο,
που δεν ανήκει σε κανέναν άλλον
και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή.
Χαμήλωνε το φως πάνω από τη συννεφιασμένη μέρα,
κανείς δεν αποφάσιζε.
Την άλλη αυγή δε θα μας έμενε τίποτε· όλα παραδομένα·
μήτε τα χέρια μας·
στα λατομεία.
Η φίλη μου τραγουδούσε περπατώντας στο πλευρό μου
ένα τραγούδι σακατεμένο:
«Την άνοιξη, το καλοκαίρι, ραγιάδες…»
Θυμότανε κανείς γέροντες δασκάλους που μας αφήσαν ορφανούς.
Ένα ζευγάρι πέρασε κουβεντιάζοντας:
«Βαρέθηκα το δειλινό, πάμε στο σπίτι μας
πάμε στο σπίτι μας ν’ ανάψουμε το φως.»

                                              Αθήνα, Φεβ. ‘39

Γιώργος Σεφέρης, Ημερολόγιο Καταστρώματος, Α΄ στο Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 1977, 11η έκδοση.

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2020

Γιάννης Δάλλας-Γεννήτριες

Πάει καιρός που αφέθηκα και περιζώστηκα τη νύχτα
ζώστηκα τον ποδήρη της χιτώνα σαν τους πλοκάμους
μιας μέδουσας
ως την οσφύ το σώμα και τα εβένινα μαλλιά της
-μηροί και μύρα των λαγόνων της-
Ενιωσα τότε τι σημαίνει να κυκλώνεσαι απ' τη νύχτα
ν' αφήνεσαι και να γλιστράς σε βάθη ανεξερεύνητα
αποκομμένος εραστής των κοραλλίων νήσων της
πιασμένος μες στο δίχτυ μιας αράχνης με μυριάδες μάτια
Τώρα γυρίζω και το πάτημα του χρόνου δεν ακούγεται
στην τρικυμία της αγοράς η δωδεκάτη έπεσε σαν άγκυρα
ξεβράζοντας χειρονομίες βλέμματα αιχμηρά φωνές
μετέωρες
το ψέμα ξαναφορεμένη αλήθεια την αλήθεια χειραψία δίστομη
Ολα σαν πέτρες ζοφερά και κοφτερά...σαν φεγγαρόπετρες
Κι ο ποιητής σαν από μηχανής Ερμής πεζεύοντας
στης μέρας το κατώφλι στάθηκε κι αντίκρισε
της νύχτας τα όνειρα κι αυτά κερματισμένα

( Συλλογή Γεννήτριες, 2004)

Ανέστης Ευαγγέλου, Τελευταία λόγια


Τώρα που το καράβι βουλιάζει αύτανδρο στα σκοτεινά
και το νερό —το νιώθεις— ανεβαίνει,
προσπάθησε μες στις κραυγές του πανικού και την αλλοφροσύνη
να συναρμολογήσεις τα λόγια σου· να πεις
για το ναυάγιο αυτό και να το μνημονέψεις,
για την καταστροφή και για το μακελειό των χρόνων μας,
για όσα δε λεν οι επίσημες αναφορές,
και πιο πολύ να πεις για τους ενόχους,
βάζοντας όλη σου την αντοχή για νά βρεις τους ενόχους —
σαν να σ’ ακούει κανείς μέσα σε τούτο το χαλασμό,
σαν να ’χει τον καιρό, σαν να προφταίνει,
σαν να μην είναι να ρουφήξει η θάλασσα σε λίγο
και πλοίο κι εσένα και όλους τους συντρόφους.

Από τη συλλογή Αφαίμαξη ’66-’70 (1971)

[πηγή: Ανέστης Ευαγγέλου, Τα ποιήματα (1956-1993), Εκδόσεις Καπάνι, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 97]

Γιάννης Δάλλας-[Σαν ιπποπόταμος]


Καιρός να παραδώσω την κατάθεσή μου:

Όπως όταν ακούγεται από μακριά βροντή ή πυροβολισμός εφόδου

Και διαλύεται η παρέλαση σαν φίδι με φολιδωτήν ουρά στο ρίγος του

μεσημεριού

Άδειασε τότε η πολιτεία κι έμεινε η κεντρική πλατεία με τα δέντρα της

δεκατισμένα

Με τις σημαίες πατημένες τις κραυγές της στον αγέρα ασπρόρουχα

του πανικού

Κι έγινε η νύχτα ποταμός απ' όπου στης αυγής τα ξέφτια αναδυόμενα

Τα τανκς με βήματα βαριά τεντώνοντας την προβοσκίδα τους



Σαν ιπποπόταμος της λεωφόρου.


Γιάννης Δάλλας -[Ο ήλιος είχε τερματίσει τελευταίος]




Ο ήλιος είχε τερματίσει τελευταίος

είχε χαμηλώσει ο ουρανός σαν κράνος

πήγαινα μόνος μες στη θλίψη της πεδιάδας

κ' είχα καιρούς να δω τους ομηλίκους

και ξάφνου άρχισε αθόρυβα να βρέχει

απάνω μου άνθη από τους κήπους της Πιερίας



Στην πολιτεία θα μ' ονειρεύεται η αγαπημένη

Γιάννης Δἀλλας-Οι δύο γέφυρες





Από τα ουράνια  τόξα  κάτω  ώς τις αερογέφυρες

είδα  τους φίλους μου  έναν-έναν  να  εκτοξεύονται

προς τις πλωτές  ή κρεμαστές  του διαστήματος

           

Εγώ   κρατώ  τις δυο σημαίνουσες του βίου μου

η μια να τρίζει ώς τον Ευφράτη  και τον Δούναβη

κι η μυσταγωγική της Ελευσίνας, σχίζοντας στα δύο

με τους γεφυρισμούς της τα Ελευσίνια Μυστήρια

         

Μ΄ αυτούς στο στόμα: χωρατά  και μαστιγώματα

            του λόγου  και αντιλόγου

μέσα  από  νέες σκαλωσιές  περνώντας  το κατώφλι

            μπήκα  στο εργαστήρι

κι   έγινα  εκεί   ένας   γεφυροποιός   της ποίησης



Πηγή:http://www.thraca.gr/2018/09/blog-post_29.html

Γιἀννης Δάλλας-Ο γυρισμός του μετανάστη

Αυτός  δεν είναι ο γυρισμός του  μετανάστη

(«Πήγε  λαντζιέρης  και γυρίζει  αμερικάνος...»)

είναι αλλοτρίωση  κι  αναστροφή  πορείας

 

Ο ένας μισός έμεινε εκεί   να  αντιπαλεύει

ένα σκαλί   επάνω-κάτω   από τους άλλους

τους ρέστους  βιοπαλαιστές  ή  εμιγκρέδες

Δεν είχε ιδέα   από  Ηνωμένες Πολιτείες

ούτε  και   ρώτησε  πόσα  δολάρια  κάνει

η χαλκευμένη  της εισόδου  Ελευθερία

         

Ο άλλος  μισός  γύρισε  παίκτης-χαρτοπαίκτης

Τώρα είναι  πιόνι   στη σκακιέρα  της  Ευρώπης

δούλος ή απόβλητος του ευρώ στην Ευρωζώνη


Πηγή:http://www.thraca.gr/2018/09/blog-post_29.html



Γιάννης Δάλλας-Μη φωνασκεις



Μετά  την    εποχή    των  αγενών  μετάλλων

τη βασιλεία του τροχού  κι   ώς τη  διάσπαση

           του ατόμου

ιδού   που  αναβοσβήνει   και  για  σένα

η  ηλεκτρονική επανάσταση   της  ύλης

          και   αντιύλης

Μη  φωνασκείς  λοιπόν  χέρι   που  γράφεις

μη  θορυβείς  και  πάψε  να  χειρονομείς

         πίσω  απ΄ τις λέξεις

Το   ιμπέριουμ   της φωνής  σου  τέρμα!


Πηγή:http://www.thraca.gr/2018/09/blog-post_29.html

Γιάννης Δάλλας-Κρίση

Τι κρίση κι αυτή

που μας απειλεί!

Ώς τώρα ξέραμε

τις συνήθεις απώλειες

που έφταναν το πολύ

ώς τα μάτια μας:

εξηφανίσθη ή απεδήμησε

Οι φευγαλέες!

Μα αυτή ʽναι πανόλεθρη

κατακλυσμός και τυφώνας

Καμιά κιβωτός

δεν μας σώζει

Καιρός νʼ ακουστεί

φωνή απʼ τα έγκατα:

αναδασμός και απόσβεση!

Κάψτε τα χρεολύσια

κι αγκαλιάστε τη γη

να καρπίσει

Ανεβείτε στο άρμα

που εξόκειλε

να γίνει φαλλός

η δικέλλα

τροχονόμος ο ήλιος

και τινάξτε απʼ τους ώμους

-οικτρή φρεναπάτη

για υπέρβαση του είδους-

τα ικάρεια φτερά


(Το ποίημα δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η ΑΥΓΗ», 11-3-’12)

Γιάννης Δάλλας-Η Ραψωδία του Αίλουρου

Τονίζω σήμερα τη ραψωδία του αίλουρου
απ’ τα σκιόφωτα της σκέψης βγάζω τη μορφή του
Ήταν η ώρα που με ημίκλειστα τα μάτια
είδα την άπιαστη φιγούρα σου αίλουρε
την είδα μέσα απ’ τα πυκνά ματόκλαδα της νύχτας
στο ανοιγοσφάλισμα ενός ξέφωτου, σαν έλασμα
κορμιού στην πιο ψηλή προεξοχή της μέρας
ανάμεσα απ’ τις κεραίες των μεγαλουπόλεων
με χαίτη ανέμου και τρικυμισμένη ράχη
χαίτη και ράχη και το νύχι στον αυχένα
της ύπαρξής μας, που σου παραδόθηκε
κάτω απ’ το αέτωμα του βάθρου σου και ασπαίρει
Στις απορρώγες ώρες μου είδα κι άκουσα
το τάνυσμα ενός σαρκοβόρου έρωτα
και τη γαμψώνυχη περπατησιά του να ‘ρχεται
Έχω το πέρασμά σου σ’ όλη την αφή μου αίλουρε
καθώς κάτω απ’ το δέλτα των λαγόνων μου
πέρασε κάποτε και γλίστρησε
ένα βαθύ ποτάμι από σκιρτήματα
αφή βελούδου κι από τη δορά βαθύτερα
μια τρικυμία από επιθυμίες, κι ύστερα
διαγκωνισμοί στη χλωροφορμισμένη μέρα
Ξημέρωσε κι αναζητώ τους φίλους μου
μέσα κι απέξω απ’ την συντροφικήν αγέλη
τους βρίσκω με τα όπλα της νεότητας
σαν τιμαλφή στους τοίχους κρεμασμένα
δοσμένους σ’ έργα πονηρά, προβάροντας
τάχα σε πρόσωπα άδολα χαμόγελα
βλέμματα ευθυτενή κι ανοδικές πορείες
Ανοδικές;… Τραβώ από πάνω τη δορά τους
και βλέπω πίσω απ’ τα χαμόγελα τη σύσπαση
πίσω από κάθε βλέμμα και μια βλέψη
Βλέπω τα σώματα ένα-ένα να ελίσσονται
τόσα ανθρωποειδή αναρριχώμενα
κι απ’ τα στενά και τις ρωγμές των παρατάξεων
άλλα αιλουροειδή με τους πυρσούς στα χέρια
Βλέπω τον εντολέα αυτών των ελιγμών
την πολιτεία των ιδεών μου πάλι ζούγκλα
Καιρός να βγω στην αγορά και να κηρύξω
καινούργια έγερση θυμάτων και οραμάτων
Πηγή: http://www.magikokouti.gr/blog/wildcat-rapsody/

Γιάννης Δάλλας-Δρόμοι της ποίησης


Γιάννης Δάλλας-Φωνές



Φωνές από την άλλη ζωή που υπήρξε
που ίσως υπάρχει στ' άδυτα της μνήμης
και τώρα την ακούουν τα αισθήματα
των ποιητών
Εχει ξυπνήσει η χώρα
κ' έρχονται ιδού από τ' αποδυτήρια του ύπνου
συναγερμοί λαών θίασοι αλόγων
καλπάζοντας με λάβαρα αφθαρσίας
και στις επάλξεις αιωρούνται κήρυκες
με τα μεταλλικά τους στόματα αναγγέλλοντας
τους τοκετούς άλλης αυγής. Φυλάξου
μην κλείσει η μυστική ρωγμή της μνήμης
κ' εσύ απομείνεις μόνος στις κερκίδες
με τη σπασμένη σάλπιγγά σου
Κάτι ξέρει
η μυλόπετρα του ήλιου μες στο χάος
κι οργίζεται πιο κόκκινη και ψάχνει
κάτω απ' τις ρίζες του καιρού μαζεύοντας
στη φυλλωσιά της μέρας μ' άγρια δάχτυλα
σπόρους και καταιγίδες κι άλλες
φωνές από τα κόκκαλα της ζωής μας

ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ (1924-2020)

(Συλλογή Κυκλοδίωκτα, 1956)

Γιάννης Δάλλας-Κατάβαση

Ὅταν κατέβηκα ἀπ’ τό σκάφος δέν μέ περίμενε ὄχημα
παρά τ’ ἀλογάκι τῶν παιδικῶν χρόνων πού ἐκείνη μοῦ
χάρισε κι ἐγώ τ’ ἀνέβηκα κι ἔφτασα μέ μιάν ἀνάσα καλ-
πάζοντας στήν ἄραχνη κατοικία της – Γιάννη γιατί μέ
παράτησες ; ἄκουσα τή φωνή της – Μάνα δέν σέ παρά-
τησα, εἶπα – Μ’ ἄφησες στά χέρια τῆς δύστυχης στρίγ-
γλας παιδί μου – Δέν σ’ ἄφησα παρά ἀπό κείνη τήν
ὥρα παράγγειλα σ’ ὅλα τά διαστημόπλοια καί τ’ ἄλλα
πετούμενα κι ὁ ἴδιος περιφέρομαι τρία χρόνια στούς οὐ-
ρανούς μήν τύχει καί δῶ τήν ψυχούλα σου Καί τώρα πού
σέ ξαναβρίσκω ἔλα νά σέ πάρω μαζί μου Καί τ’ ἀλο-
γάκι νά γονατίζει καί μέ τά σπασμένα του πόδια νά χλι-
μιντρᾶ καί νά σκάβει τό χῶμα Καί τότε ἀκούστηκε βοή
κι ἀντιβοή μέσα ἀπ’ τά μνήματα κι ἡ ραγισμένη φωνή
της πού ὀλόλυζε – Δέν εἶπα νά μή μέ σκεπάσετε μέ
πλάκα ἀπό πάνω, ὀλόλυζε Καί τώρα ποῦ νά βρῶ τή χα-
μένη φωνή μου νά τήν τρυπήσω
Κἄν ἔλα σύ νά ξαναμπεῖς καί νά κουρνιάσεις στή μήτρα
σου
νά μή ρεκάζεις καί τρέμουν
τά καταχθόνια
γιέ μου

«Γεννήτριες», 2004.

Πηγή:http://www.ekebi.gr/dam/poems.aspx?tmp=1&item=109


Θανάσης Παντές-Απορρυθμιστής Συμβάντων (XXVIII)





XXVIII
Προς την ελευθερία πηγαίνοντας,
τα όριά της υπερβαίνοντας,
το σώμα βρίσκοντας στην έκτασή της.
Το δέος νοιώθοντας
ακαριαίο θάμβος.

Έτσι η ζωή·
μια ανάσα εξαρχής!
Ένα βύθισμα χαοτικό μονομιάς
στο ανυπότακτο γίγνεσθαι!

Έτσι η ζωή πάντα!
Μια ανάσα σε μια στιγμή
κι όλα για όλα
να έρχονται και να φεύγουν!

Όλα να χάνονται σε μια στιγμή
και πάλι να βρίσκονται εξαρχής!

«Τι θέλεις τελικά;»
Αναρωτιέσαι τόσο έντονα,
που δύσκολο είναι να μην απορείς!

Η αίσθηση του καιρού,
φλόγα ζωής μέσα σου,
να καταπίνει τη σκόνη των αιώνων
σαν κάρβουνο επιβίωσης.

Η ζωή που τελικά δε χάθηκε,
γιατί μέσα σου κράτησε ζωντανό
το θηρίο της ύπαρξης.

Μην κοιμηθείς όμως!
Μην αφεθείς σε καμιά βεβαιότητα,
θυμός ή λησμονιά,
τη μνήμη σου να σβήσει!

Να μην ξεχνάς πως ό,τι είσαι,
στη μνήμη το οφείλεις.
Έτσι είναι, αν έτσι λες πως θα είναι!
Αν η αλήθεια σου το χνάρι της είχε αφήσει
στης Ιστορίας το σώμα.

Έτσι θα ήταν,
αν είχες μπορέσει να κρατήσεις μέσα σου
τη μια στιγμή απ’ της ανάσας την ηχώ,
που θα σ’ έκανε να λες «Υπάρχω!!!».

Τότε της ζωής το νόημα
θά ‘βρισκε την αρχή του μέσα σου,
σαν νά ΄ταν η αυγή του κόσμου όταν γεννιόταν.

Κάπως έτσι θα ήταν.
Αλλά με υποθέσεις,
ποτέ δεν μπορείς να είσαι βέβαιος!
Έτσι, συνεχίζοντας,
προς την ελευθερία πηγαίνοντας,
τα όριά της ψηλαφίζοντας,
δικά σου όρια θεωρείς πως είναι.

Όρια που η μνήμη προσδιόρισε,
καθώς το σώμα ακολουθεί
τη φθίνουσα πορεία του,
πριν οριστικά σε εγκαταλείψει.

Τότε βεβαίως όλα αυτά
καμία σημασία πια δεν θά ‘χουν,
αφού εσύ θα είσαι οριστικά απών!



Θανάσης Παντές, Απορρυθμιστής Συμβάντων,  Καλαμάτα: Εκδόσεις Kalliergon 2019. 



Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2020

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης- Τα πτερόεντα δώρα

Ξένος τοῦ κόσμου καὶ τῆς σαρκός, κατῆλθε τὴν παραμονὴν ἀπὸ τὰ ὕψη, συστείλας τὰς πτέρυγας ὅπως τὰς κρύπτῃ, θεῖος ἄγγελος. Ἔφερε δῶρα ἀπὸ τὰ ἄνω βασίλεια διὰ νὰ φιλεύσῃ τοὺς κατοίκους τῆς πρωτευούσης. Ἦτον ὁ καλὸς ἄγγελος τῆς πόλεως.

Ἐκράτει εἰς τὴν χεῖρα ἓν ἄστρον καὶ ἐπὶ τοῦ στέρνου του ἔπαλλε ζωὴ καὶ δύναμις, καὶ ἀπὸ τὸ στόμα του ἐξήρχετο πνοὴ θείας γαλήνης. Τὰ τρία ταῦτα δῶρα ἤθελε νὰ μεταδώσῃ εἰς ὅλους ὅσοι προθύμως τὰ δέχονται.

Εἰσῆλθεν ἐν πρώτοις εἰς ἓν ἀρχοντικὸν μέγαρον. Εἶδεν ἐκεῖ τὸ ψεῦδος καὶ τὴν σεμνοτυφίαν, τὴν ἀνίαν καὶ τὸ ἀνωφελὲς τῆς ζωῆς ζωγραφισμένα εἰς τὰ πρόσωπα τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικός, καὶ ἤκουσε τὰ δύο τεκνία νὰ ψελλίζωσι λέξεις εἰς ἄγνωστον γλῶσσαν. Ὁ Ἄγγελος ἐπῆρε τὰ τρία οὐράνια δῶρά του, καὶ ἔφυγε τρέχων ἐκεῖθεν.

Ἐπῆγεν εἰς τὴν καλύβην πτωχοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἀνὴρ ἔλειπεν ὅλην τὴν ἑσπέραν εἰς τὴν ταβέρναν. Ἡ γυνὴ ἐπροσπάθει ν᾿ ἀποκοιμίσῃ μὲ ὀλίγον ξηρὸν ἄρτον τὰ πέντε τέκνα, βλασφημοῦσα ἅμα τὴν ὥραν ποὺ εἶχεν ὑπανδρευθῆ. Τὰ μεσάνυχτα ἐπέστρεψεν ὁ σύζυγός της· αὐτὴ τὸν ὕβρισε νευρικὴ μὲ φωνὴν ὀξεῖαν, ἐκεῖνος τὴν ἔδειρε μὲ τὴν ράβδον τὴν ὀζώδη, καὶ μετ᾿ ὀλίγον οἱ δύο ἐπλάγιασαν χωρὶς νὰ κάμουν τὴν προσευχήν των, καὶ ἤρχισαν νὰ ροχαλίζουν μὲ βαρεῖς τόνους. Ἔφυγεν ἐκεῖθεν ὁ Ἄγγελος.

Ἀνέβη εἰς μέγα κτίριον πλουσίως φωτισμένον. Ἦσαν ἐκεῖ πολλὰ δωμάτια μὲ τραπέζας, κ᾿ ἐπάνω των ἔκυπτον ἄνθρωποι μετροῦντες ἀδιακόπως χρήματα, παίζοντες μὲ χαρτία. Ὠχροὶ καὶ δυστυχεῖς, ὅλη ἡ ψυχή των ἦτο συγκεντρωμένη εἰς τὴν ἀσχολίαν ταύτην. Ὁ Ἄγγελος ἐκάλυψε τὸ πρόσωπον μὲ τὰς πτέρυγάς του διὰ νὰ μὴ βλέπῃ κ᾿ ἔφυγε δρομαῖος.

Εἰς τὸν δρόμον συνήντησε πολλοὺς ἀνθρώπους, ἄλλους ἐξερχομένους ἀπὸ τὰ καπηλεῖα, οἰνοβαρεῖς, καὶ ἄλλους κατερχομένους ἀπὸ τὰ χαρτοπαίγνια, μεθύοντας χειροτέραν μέθην. Τινὰς εἶδε ν᾿ ἀσχημονοῦν, καὶ τινὰς ἤκουσε νὰ βλασφημοῦν τὸν Ἁι-Βασίλην ὡς πταίστην. Ὁ Ἄγγελος ἐκάλυψε μὲ τὰς πτέρυγας τὰ ὦτα, διὰ νὰ μὴν ἀκούῃ, καὶ ἀντιπαρῆλθεν.

Ὑπέφωσκεν ἤδη ἡ πρωία τῆς πρωτοχρονιᾶς, καὶ ὁ Ἄγγελος διὰ νὰ παρηγορηθῇ, εἰσῆλθεν εἰς μίαν ἐκκλησίαν. Ἀμέσως πλησίον τῆς θύρας εἶδεν ἀνθρώπους νὰ μετροῦν νομίσματα, μόνον πὼς δὲν εἶχον παιγνιόχαρτα εἰς τὰς χεῖρας· καὶ εἰς τὸ βάθος, ἀντίκρυσεν ἕνα ἄνθρωπον χρυσοστόλιστον καὶ μιτροφοροῦντα ὡς Μῆδον σατράπην τῆς ἐποχῆς τοῦ Δαρείου, ποιοῦντα διαφόρους ἀκκισμοὺς καὶ ἐπιτηδευμένας κινήσεις. Δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ ἄλλοι μερικοὶ ἔψαλλον μὲ πεπλασμένας φωνάς: Τὸν Δεσπότην καὶ ἀρχιερέα!

Ὁ Ἄγγελος δὲν εὗρε παρηγορίαν. Ἐπῆρε τὰ πτερόεντα δῶρά του ― τὸ ἄστρον τὸ προωρισμένον νὰ λάμπῃ εἰς τὰς συνειδήσεις, τὴν αὔραν, τὴν ἱκανὴν διὰ νὰ δροσίζῃ τὰς ψυχάς, καὶ τὴν ζωήν, τὴν πλασμένην διὰ νὰ πάλλῃ εἰς τὰς καρδίας, ἐτάνυσε τὰς πτέρυγας, καὶ ἐπανῆλθεν εἰς τὰς οὐρανίας ἁψῖδας.

(1907)
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΑΠΑΝΤΑ
ΤΟΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
ΑΘΗΝΑ 1985
Σελ. 191-192

Πηγή:https://www.papadiamantis.org/works/58-narration/380-04-30-ta-pteroenta-dwra-1907


Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2020

Κική Δημουλά-Aller retour

Ω περιττά όλα αφηγηθείτε
σκορπίστε λίγες φρέσκιες λεπτομέρειες
πάνω σε τούτο το ελαφρό χαρτί – ας το σκεπάζει.

Αθόρυβη έξοδος. Όσο θροεί ένα μυστικό
καθώς πηδάει βαθιά στη διάσωσή του.

Έφυγε πριν εγκλωβιστεί
στην άγρια απροθυμία της να φεύγει.
Η θηριώδης που έτρεφε αγάπη για το σώμα σου
της κάθε αγάπης την κοινή θνητότητα μιμήθηκε:
σε κάτι πιο απρόφταστο κι από στιγμή πατώντας
στην απεριοριστία της ανέμισε κι ερρίφθη.

Κατ’ άλλους, σ’ έναν τρίσβαθο θεό
κατ’ άλλους, εκεί που λέμε στα παιδιά
για να μην κλαίνε, στον ουρανό.

Δοκιμαστική έξοδος. Κάτι σαν πείραμα
να ξεφύγει απ’ τη συνέπεια της φυγής της
μήπως και σπάσει το ζοφερό της αλληλένδετο
με τη συνέχεια της ζωής.

Όμως ποια συνέχεια εύκολα θυσιάζει
τις γόνιμες ωραίες διακοπές της
που της προσφέρει δωρεάν aller retour
ο θάνατός μας
για να διαιωνίζει μιαν άψυχη ροή της;
Ω περιττά όλα
αυτό το αποτυχημένο πείραμα
θέλει μόνο ένα δεκάδραχμο χαρτόσημο.
Αλλά είναι η γνωστή γραφειοκρατία του θρήνου
που σας καθυστερεί τόσο, περιττά.

Εσύ, τελευταίο φιλί, είσαι
απ’ όλα όσα κοσμογύρισα το μόνο
αύταρκες αυταπαρνητικό χωρίς
της ανταπόδοσης το κερδοσκόπο κίνητρο.
Σε παραδίνω
στη μόνη αθώα απ’ όσες κοσμογύρισα
ταπεινωμένη παγερότητα.
Ανίδεη, πικρότατα άθελή της
η απάθεια που σε δέχεται.

Ω περιττά όλα μην κλαίτε.
Στον κόσμο αυτόν μονάχα σεις ζείτε αιώνια.

Χαίρε ποτέ (1988)

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2020

Το τσιφτετέλι του Διογένη (Κυπουργός, Ρασούλης, Παπάζογλου)




Δυόμισι χιλιάδες χρόνια μ' αγαπάς τρελά μου λες
ωχ αυτές βρε οι τρελές σου οι υπερβολές
Μια στιγμή αν μ' αγαπούσες, μια στιγμίτσα μόνο αν
στο ριλάξ θα την περνούσα μια ζωή γκαγκάν

Του Διογένη εγγονό με έχεις καταντήσει
και στα ίσια θα στο πω, σ' αρχαίο μέλλον ζούμε και οι δυό
Για πιθάρι έχω το νου, φανάρι την καρδιά μου
ψάχνω ακόμα και παντού να σε βρω ψεύτρα εδωκαιτωρατζού

Ζώντας στην δικιά σου φρίκη εκατάντησα φρικιό
την αγάπη χάπι κάνεις να την καταπιώ
Η δικιά μας ιστορία σαν τον αττικό ουρανό
μα μπουκάρει η αιθάλη και αιθαλοτυφλώ

Έλσα Κορνέτη-Η ομηρία του μύθου


Κλεισμένοι στη σπηλιά
έπρεπε ν’ αποφασίσουν
ποιος απ’ όλους είναι
ο αληθινός Ποιητής
κι ενώ άρχισαν με αβρότητα να ξεμαλλιάζονται
κι έπειτα με ευγένεια να χτυπιούνται

— Εγώ είμαι ο Ποιητής
— Όχι εγώ είμαι ο Ποιητής
— Εγώ είμαι σας λέω

ο Κύκλωπας με το ηχηρό του μάτι
επέστρεψε στη σπηλιά κι έφραξε την είσοδο
κυλώντας έναν βράχο γνωστό
κι αφού έφαγε τους διοργανωτές, τους μουσικούς
κι άλλους περιφερόμενους κι έδειχνε ακόμα
πεινασμένος ρώτησε τους αναμαλλιασμένους:

Λοιπόν, ποιος από εσάς είναι ο Ποιητής;

κι όλοι μαζί τού απάντησαν:

Κανένας

Αποτέλεσμα εικόνας για κορνετη

Έλσα Κορνἐτη

Αγγελόπτερα, 2016

Πηγή: https://whenpoetryspeaks.blog/2017/03/27/%CE%B5%CE%BB%CF%83%CE%B1-%CE%BA%CE%BF%CF%81%CE%BD%CE%B5%CF%84%CE%B7/

Έλσα Κορνέτη- Ο λαίμαργος αυτοκράτορας κι ένα ασήμαντο πουλί

Αποτέλεσμα εικόνας για κορνετη
Σκέφτομαι
Θα μου στήσω στον κήπο
έναν ανδριάντα
Για ν’ αυτοθαυμάζομαι
για να δω
πόσο θα αντέξω στο χρόνο
χωρίς να κονιορτοποιηθώ
Καθρέφτη
Πες μου
Πες μου
Πες μου
Είμαι όμορφος;
Είμαι έξυπνος;
Είμαι πλούσιος;
Είμαι άπληστος;
Είμαι λαίμαργος;
Είμαι ανήθικος;
Είμαι
Ένας
Αυτοκράτορας; 
❖ ❖
Παράξενο!
Αυτή η Μούσα
Είναι αρρενωπή
— Δεν θυμάσαι;
Θυμήσου
Θυμήσου
Θυμήσου
— Θυμάμαι!
Ήταν τότε
που ερωτεύτηκα
Εμένα
Μέσα από Εμένα
❖ ❖
Αστρονόμε!
Αγόρασέ μου κι άλλο χρόνο!
Κι εσύ καλέ μου τραπεζίτη
Βάλε τα λεφτά μου να χορέψουν!
Ας ασφαλίσουμε όλες τις πιθανότητες
που θα εγγυηθούν να μας επιστρέφουν
ακέραιο το κεφάλαιο της λαιμαργίας μας
❖ ❖
Απόψε αισθάνομαι υπέροχα
Ονειρεύτηκα πως έβαλα
το δάχτυλό μου
στην τσέπη ενός ιππόκαμπου
και πήρα το χρώμα του βυθού
Μη φεύγεις παράξενο πουλί
Έλα κοντά μου
Κι άμα πεινάς
Θα σου δώσω
Μια φρυγανιά
Την ψυχή μου
❖ ❖
Ο νάρκισσος Αυτοκράτορας
ψάχνει πάντα να βρει
πειθήνιους υπηκόους
κοιτώντας από την κλειδαρότρυπα
του όμικρον ή του μηδενός ;
❖ ❖
Καλοί μου υπήκοοι
Σας απαγορεύω
Ίσον σας υπαγορεύω
Ίσον σας απαγορεύω
Συμπεραίνω:
Η ευθραυστότητα
Είναι για το Βασίλειο
Μη παραγωγική
Από σήμερα η ευαισθησία
Ονομάζεται αδυναμία
Διαλαλείστε :
Οι αδύναμοι ευαίσθητοι
καταδικάζονται σε
καταναγκαστικά έργα
επιβίωσης
❖ ❖
Οι δυνατοί αναίσθητοι
Φοράνε προβοσκίδες
Έχουν δάχτυλα τσιγκέλια
και μια παρδαλή ουρά
Αποκεφαλίζουν
της φαντασίας τα παιδιά
πριν αυτά ακόμα γεννηθούνε
Στα όνειρά τους
δεν βρέχει μανταρίνια
Ποτέ δεν τόλμησαν να πατήσουν
την ουρά μιας κοιμισμένης τίγρης
κι όμως βρυχώνται
Το μόνο που φοβούνται
μην τύχει και τους λιώσει
η μεταξωτή παντόφλα
του Αυτοκράτορα
❖ ❖
— Λυπάμαι
Η ασθένεια σας
δεν αντιμετωπίζεται θεραπευτικά
Θα σας συνιστούσα όμως
να τσιμπάτε κάθε πρωί
με μια καρφίτσα
τον καθρέφτη
Ώσπου να ματώσει
❖ ❖
— Κατεβείτε γρήγορα Μεγαλειότατε
Θα πέσετε
Το ξύλινο αλογάκι
Σας είναι πια μικρό
❖ ❖
Κοιτά ανέμελα τον ορίζοντα από το παράθυρο
αυτά δεν είναι σύννεφα που πλησιάζουν
αλλά ένα σμήνος λευκών χαρταετών
Του κτυπούν επίμονα το τζάμι
Μήπως θα έπρεπε ν’ ανησυχήσει;
— Τι θέλετε από μένα;
— Να μας ακολουθήσετε ήσυχα
χωρίς να διαμαρτυρηθείτε.


Έλσα Κορνέτη, Ο λαίμαργος αυτοκράτορας κι ένα ασήμαντο πουλί, Σαιξπηρικόν 2012.

Πηγή:https://whenpoetryspeaks.blog/2017/03/27/%CE%B5%CE%BB%CF%83%CE%B1-%CE%BA%CE%BF%CF%81%CE%BD%CE%B5%CF%84%CE%B7/

Κώστας Κουλουφάκος-Για μια στιγμή



Στα πόδια της γης
απόθεσε το γυλιό σου
κι ακούμπα το κεφάλι σου
πάνω στην καλημέρα των ανθρώπων.

Είσαι άξιος
μια κι αγαπάς.

Κώστας Κουλουφάκος, Επιθεώρηση Τέχνης, τ. 9.

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2020

Guιdo Reni-Atalanta and Hippomenes


Μαρμάρινο άγαλμα της Αταλάντης στο Μουσείο του Λούβρου


Δημήτρης Λιαντίνης-Ιωνία

ΙΩΝΙΑ

Στά 1922 χρόνια ἡ Ἰωνία χάθηκε
γιά πάντα.
Ἡ Ἰωνία, μιά πηγή καί μιά μάνα.
Στοχάσου τίς ἀθόρυβες πράξεις,
πού μᾶς παραστέκουνται
στή συνειδητοποίηση τοῦ μεγάλου πόνου.
Ἔτσι σχηματίζουνται ἀγάλια - ἀγάλια
τά ἔργα τοῦ ἀνθρώπου καί τά βουνά.
Τό παράπονο δέν εἶναι γιά τήν Ἑλλάδα,
ἀλλά γιά τήν ἱστορία.
Πόσες φορές ἡ δύναμη ἡ κρυμμένη
πίσω ἀπό μυστήριο τῆς ζωῆς
ἀπόστρεψε τήν ὄψη
ἀπό τό τίμιο ἔργο τοῦ ἀνθρώπου;
Ἐμπροστά στή φθορά,
πού ορμάει κι ἁπλώνεται
σά τή κρυαδερή καί γανιασμένη
ριπή τοῦ χειμῶνα,
ξεθωριάζει καί τοῦ γραικοῦ ἡ λαχτάρα
καί τοῦ τούρκου ἡ ἔπαρση.
Καί ὁμοιάζουν κι οἱ δύο
τόν ἥλιο καί τό σύννεφο,
πού ἀνταμῶ βουλιάζουν καί σβηοῦνται στή νύχτα
στή μεγάλη νύχτα.
Στήν Ἰωνία νά βλέπει κανείς
ἐσένα κι ἐμένα
καί τό μαῦρο κεφαλοπάνι τῆς γιαγιᾶς.
Νά βλέπει τό δρύινο σκαρί τοῦ Δυσσέα,
τή βεντέτα τῆς πέτρινης Μάνης
καί τοῦ Μάρκο Μπότσαρη τή Λάκα – Σούλι.
Τή λαλιά, πού γένηκε Λόγος
ἤ τά παιγνιδερά κύματα,
πού ὑψωμένα σέ ἀστρική ὕλη,
πήξανε στή κολόνα τοῦ ναοῦ.
Στήν Ἰωνία πάσκισε ὁ ἄνθρωπος
νά πλάσει τό πρόσωπο τοῦ θεοῦ.
Κι ἔπλασε τέλος
τό δικό του συλλογισμένο πρόσωπο.

(ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ, ΟΙ ΩΡΕΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ, σ. 88 )

Ανακρἐων-Εις Χελιδόνα (Ωδή 9)

Εις Χελιδόνα

Τί σοι θέλεις ποιήσω,
τί σοι, †λάλευ† χελιδόν;
τὰ ταρσά σευ τὰ κοῦφα
θέλεις λαβὼν ψαλίξω,
ἢ μᾶλλον ἔνδοθέν σευ
τὴν γλῶσσαν, ὡς ὁ Τηρεύς
ἐκεῖνος, ἐκθερίξω;
τί μευ καλῶν ὀνείρων
ὑπορθρίαισι φωναῖς
ἀφήρπασας Βάθυλλον;


Πηγή: Carmina Anacreontea, ed. M. L. West, Leipzig: Teubner 1984.

(Τα Ανακρεόντεια  περιέχουν και επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας, κάποια από τα οποία λανθασμένα είχαν αποδοθεί στον Ανακρέοντα)
...........................................................................................................................


ΣΤΗ ΧΕΛΙΔΟΝΑ

Και τώρα χελιδόνα φλύαρη
τι θέλεις να σου κάνω;
Μη θέλεις τη φτερούγα σου
εγώ να ψαλιδίσω;
΄Η μήπως τη γλωσσίτσα σου
σαν τον Τηρέα να θερίσω;

Που΄ρθες απ΄τα χαράματα,
κι απ΄τα γλυκά όνειρά μου
Τον Βάθυλλο το θεϊκό
Με τις πολλές σου τις φωνές
΄Εδιωξες μακριά μου!

απόδοση στα νέα ελληνικά: Νεοκλής Κυριάκου


Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2020

Κώστας Ψαράκης-Ερημία



καμιά φορά έγραφα ποιήματα
για να διασώσω κάποιους σκιώδεις λογισμούς
όπως το ρυάκι που επιμένει στον λόγο του .
Είχα αγαπήσει την ερημία .
Τώρα μ αγάπησε κι αυτή.

[Ονειρεύτηκα τον Ποιητή
που κοίταζε τα χαλάσματα
και πιο πολύ ένα τοίχο φτιαγμένο από πέτρες όπου εχάλασε
και ήρθε στ όνειρό του ο άλλος Ποιητής και του λέει
-έτσι είναι και το ποίημα , σαν τον τοίχο , οπού έχει πέτρες μεγάλες, λίγες ,και πέτρες πολλές μικρές. Και οι μεγάλες πέτρες είναι το νόημα και οι μικρές αυτό που κάνει τα νοήματα να ταιριάζουν…
Και απόμεινα να κοιτάζω τον τοίχο .]

Πηγή:https://www.facebook.com/search/top/?q=%CF%80%CE%BF%CF%85%20%CE%BA%CE%BF%CE%AF%CF%84%CE%B1%CE%B6%CE%B5%20%CF%84%CE%B1%20%CF%87%CE%B1%CE%BB%CE%AC%CF%83%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1&epa=SEARCH_BOX

Αλέξης Τραϊανός, Γράφοντας τις σελίδες της στάχτης

Αρχίζω να συνηθίζω αυτήν τη φωτογραφία που με κοιτά
Αρχίζω να συνηθίζω το μονάχο το μαύρο το πράγμα
Το νυχτωμένο που στράβωσε μέσα μου

Μια μέρα βούτηξα τον εαυτό μου μέσα στο αίμα του
Άνοιξ’ η μέρα μαύρη ομπρέλα
Κατέβαινε ως την κόλαση

Ο ανεμιστήρας έπαιξε τα μαλλιά μου
Το πικ απ’ το κομμένο κεφάλι μου

Έπειτα η φωνή μου ένα σκουριασμένο σύρμα

Τότε πέσανε από πάνω μου κάτι παιδικές πανάρχαιες μέρες

Ο λασπωμένος δρόμος δίχως το τέρμα
Το φάντασμα λεωφορείο
Το μουσείο ακορντεόν

Τότε είδα πως πάντοτε ήτανε νύχτα
Όπως όταν κάποτε ήτανε μέρα
Μ’ ένα κορδόνι
Κλείσαν κι οι φωτογραφίες των πάγων
Λίγο λίγο το αίμα μου μουσκεύοντας τον εγκέφαλο του τρελού
Γράφοντας τις σελίδες της στάχτης


Πηγή: Από τη συλλογή Το δεύτερο μάτι του Κύκλωπα / Cancerpoems (1977)

[Ενότητα Cancerpoems]

Αναδημοσίευση από: https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=8476.msg130558#msg130558

Κώστας Κουλουφάκος-Πρέπει



Πρέπει να διαλέγουμε τις λέξεις
όπως ο καλός μάστορας τις πέτρες.
Κάθε μια
για τη θέση που της ταιριάζει.
Κι ο κάθε λόγος να πέφτει σαν πέτρα
και σαν πέτρα να χτίζει.

Κώστας Κουλουφάκος (1924-1994)
Πηγή:http://poihtikostayrodromi.blogspot.com/2017/09/blog-post.html

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2020

Astor Piazzolla-Libertango




Μανόλης Αναγνωστάκης - Ποιητική

― Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μου πεις,
Tην ιερότερη εκδήλωση του Aνθρώπου
Tην χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον
Tων σκοτεινών επιδιώξεών σας
Eν πλήρει γνώσει της ζημίας που προκαλείτε
Mε το παράδειγμά σας στους νεωτέρους.

― Tο τί δ ε ν πρόδωσες ε σ ύ να μου πεις
Eσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,
Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια
Kαι μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αυτιά
N' ακούτε, με σφραγισμένα στόματα και δε μιλάτε.
Για ποια ανθρώπινα ιερά μάς εγκαλείτε;

Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις.
Έ ναι λοιπόν! Kηρύγματα και ρητορείες.

Σαν π ρ ό κ ε ς πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις

Nα μην τις παίρνει ο άνεμος.

Ο Στόχος (1970)


                                               Μανόλης Αναγνωστάκης-Ποιητική

Mikhail Lermontov-Ευγνωμοσύνη

Για όλα, για όλα εγώ σ ‘ ευχαριστώ:

για τα βάσανα και τα μυστικά της αγάπης ,

για το πικρό δάκρυ και το δηλητηριασμένο φιλί,

για την εκδίκηση του εχθρού και τις συκοφαντίες των φίλων,

για τη ζεστασιά της ψυχής, τις σπατάλες του πάθους,

για όλα τα λάθη που στη ζωή έγιναν…

Μόνο εύχομαι και αμυδρά ελπίζω στην αναγέννησή μου,

ότι δεν θα μπορώ ακόμη για πολύ να σε ευγνωμονώ.



(Απόδοση από τα ρωσικά: Θώδης Ν. Κωνσταντίνος)


Πηγή: https://ologramma.art/to-poiima-tis-imeras-19-7-2018/

Κώστας Μόντης «Τα τραγούδια της ταπεινής ζωής» (Επιλογή)

  1. ΑΝΑΠΟΔΙΕΣ
Ήρθαν, παιδάκι μου, ανάποδα όλα
κι αντί μεγάλος βγήκες μικρός,
τόσο που ακόμα κι’ αυτός ο Ντίνος
τώρα ειν’ καλήτερός σου κι εκείνος.

Αντί να κάνης αυτό και το,
όπως λογάριαζες στα όνειρά σου,
έβανες όλα τα δυνατά σου,
κ’ έκανες ένα μηδενικό.

Δεν λέω πως ήταν υπερβολές σου,
πιστεύω μάλιστα σοβαρά
πως αν δεν ήταν οι αναποδιές σου
θα διακρινόσουνα μια χαρά.

Μα πως να πείσης το πλήθος τ’ άπειρο
πως η ειμαρμένη σ’ έβγαλε ανάπηρο;
Κι αν πης ακόμα πως δεν σε νοιάζει
τι λέει ο κοσμάκης και πως δικάζει,

ούτε κι ο δάσκαλος του χωριού σου
-πρώτος ινβέντορας του «μυαλού» σου-
ή οι πιο αμετάπειστοι θαυμαστές σου:
φίλοι, αγαπούλες, συμμαθητές σου,

αν πης δεν έχεις να δώσεις λόγο
σ’ όσους προχώρησαν παρακάτω
κ’ έλεγαν ότι η μικρή μας νήσος
εσένα χρόνια θα πρόσμενε ίσως,

όμως του γέρου αγαθού πατέρα σου
που έτσι κατάπληχτο χτες τον είδες
ξέρω πως θάδινες -τι δεν θαδινες-
να μην του διάψευδες τις ελπίδες.

  1. ΕΞΙΣΩΣΗ
Μπορεί κάποια φορά
νάχε μεγάλη διαφορά
μπορεί μια τέτοια εξίσωση νάταν γελοία
την εποχή που σπούδαζες στην Ιταλία
αγάπη και φιλοσοφία
Μα τώρα πια…
Μα τώρα πια…
Ποιος να σου τόλεγεν, αλήθεια, και να πίστευες
πως τα «προσόντα» σου θ’ αχρήστευες
σ’ αυτή τη Λευκωσία τους την ασήμαντη
την ξέβαθη λιμνούλα την ακύμαντη,
πως θάρχονταν μια μέρα που
-όπως είχες σκεφτή για τον παππού-
για εσένα που καυχόσουνα
να δείξης και να κάνης
θάταν πια το ίδιο στα εικοσιέξη σου
να ζης ή να πεθάνης.

  1. ΔΙΑΛΕΞΗ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ
Μικροί άνθρωποι
στις μεγάλες αίθουσες
φροντίζουν να μιλούν
για ό,τι πιο πολύ δεν ξέρουν.
Και τους ακούν με θαυμασμό
άλλοι μικρότεροί τους
και τους χειροκροτούν.
Μια τρομερήν αντήχηση
κάνουν τα κούφια χέρια που χτυπούν
των κούφιων
γιατί όλη εκείνη η κούφια απέραντη αίθουσα
έχει επίτηδες χτιστή
μ’ ηχητική πολλή
κατάλληλη για τα μικρά χειροκροτήματα.

  1. ΟΙ ΓΡΑΜΜΕΣ
Ολόγυρα συγκλίνουν οι γραμμές.
Κλωστές αράχνης αποπνιχτικές οι δρόμοι,
τα Τούρκικα σοκάκια τα στενά.
Δεν θα μπορέσουν, βέβαια, να σε σώσουν
Της Νομικής σου η τόμοι,
η πλούσια διαλεχτή σου βιβλιοθήκη
που όσο κι’ αν δεν σου χάρισε τη νίκη
ακόμα την προσέχεις σαν παιδάκι
μήπως και μπη κάνα σαράκι.
Από τις στέγες, τις γωνιές ,
προβάλλουν οι γραμμές,
πυκνές, πολλές, αμέτρητες,
ευθείες, καμπύλες, τεθλασμένες,
όσων ειδών ποτές δεν είδες,
όσες δεν ήξεραν οι Ευκλείδες,
όλες τους στον σκοπό τους ενωμένες
κ’ υπάκουες σε μιαν αόρατην αράχνη
που νοιώθεις να σιμώνη και ν’ αδράχνη
κυριαρχική, συντριπτική.
Στόχος της το έντομό σου.
Από την λαιμαργία αλλοιθωρισμένα
τα κόκκινα της μάτια καρφωμένα
απάνω σου.
Ξέρεις οριστικά
πως δεν θα της ξεφύγης
μα το έχεις συνηθίσει πια.
Κι είναι προς πίστη σου ασφαλώς
αυτή η γοργή προσαρμογή
γιατί ήταν τόσο ξαφνικό που είχες ξυπνήσει κ’ είχες βρη
μετά από τέτοια προοπτική
τον «εύελπιν» εαυτό σου Καρυωτάκη.
Μονάχα που πικραίνεσαι λιγάκι
γιατί και στους χειρότερους καιρούς
ούτ’ υποπτεύθηκε ποτές η φαντασία σου
πως θα σου γίνονταν μια μέρα
Πρέβεζα ανηλεή η Λευκωσία σου.

  1. ΜΑΤΙΑ
Στον κόσμο αυτό τα μάτια είναι,
τίποτ’ άλλο δεν είναι.
Όπου ομορφιά και ζωγραφιά
τα μάτια έχουν τη χάρη,
μάτια τον ήλιο χαίρονται
και μάτια το φεγγάρι,
τα μάτια σκύβουν ντροπαλά
στις άσπρες τις ποδιές
κι αυτά τα μάτια τα τρελλά
σμίγοντας σμίγουν τις καρδιές.

  1. ΧΕΙΜΩΝΑΣ
Λοιπόν, έτσι ή κι’ αλλοιώτικα
το πέρασες το καλοκαίρι.
Δεν χρειάζεται μεγάλα πράματα
κ’ εσύ κοντά στους άλλους να περάσης,
μεσ’ στον συνωστισμό του δρόμου,
ένα καλοκαιράκι του Θεού.
Όμως με τον χειμώνα τι θα γίνη
που νάτος μάζεψε τα πρώτα σύγνεφά του
και μήνυσε πως έρχεται;
Πολλή χαρά, παιδί μου, χρειάζεσαι
για να περάσης τον χειμώνα.
Και δεν την έχης τη χαρά αυτήν εσύ.

  1. ΕΙΝ’ ΛΙΓΟ ΝΑ ΠΡΟΣΜΕΝΗΣ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ
Είν’ λίγο να προσμένης τους βαρβάρους του Καβάφη
Μ’ όση δραματικότητα κι αν σου το περιγραφή,
γιατί επιτέλους είν’ μια ελπίδα η προσμονή σου
πως έστω κι’ αυτοί οι βάρβαροι θ’ αλλάξουν πια την ζωή σου.
Δραματικό είναι τίποτα να μην προσμένης,
μ’ άδεια τα χέρια, την καρδιά, να μένης,
ξένος σ’ ερημικό δρομάκι ξένο
σαν φύλλο του φθινόπωρου απ’ τον άνεμο ριγμένο
και να κυτάς τριγύρω αφαιρεμένα
αυτά τα τόσα πράγματα τα ξένα,
να μην αναγνωρίζης τη φωνή σου,
ναχη κοπή του κόσμου τους κάθε δεσμός μαζί σου
και το χειρότερον απ’ όλα ακόμα,
να μη βλέπης τη λύση στο χώμα,
τη λύση που εμπιστεύονται και άρπουν οι απελπισμένοι,
να μην ξέρης αν δεν σου είναι το ίδιο κ´ οι τάφοι ξένοι.


  1. ΝΥΧΤΕΣ
Καλά, θ’ απορροφήσουν κάτι από την έγνοια σου
η μέρα, η κίνηση, η δουλειά σου, οι φίλοι,
και θα μπορέσεις ύστερα να πας
σε κάνα θέατρο ή κέντρον ή όπου αλλού.
Όμως όταν τελειώσουν όλα
τα θέατρα και τα κέντρα κλείσουν,
και πουν οι φίλοι καληνύχτα,
και πρέπει να γυρίσεις πια στο σπίτι, τι θα γίνει;
Το ξέρεις πως σκληρή, αδυσώπητη
σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια,
Θα ‘σαι μονάχος.
Και τότες θα λογαριαστείτε.
Θες ή δε θες θα μπουν κάτω όλα, να λογαριαστείτε.
Θα ‘σαι μονάχος
κι ανυπεράσπιστος απ’ τα θέατρα και τα κέντρα,
κι απ’ τη δουλειά σου και τους φίλους.
Σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια.
Θά ‘ρθεις, δεν γίνεται. Είν’ τόσο σίγουρη γι’ αυτό, και περιμένει.
Είναι στο σπίτι και σε περιμένει.

  1. ΝΕΥΡΟΠΑΘΕΙΑ
Συγχώρεσέ με, φίλε μου,
που ενώ είχαμε μαζί,
σαν από κάποια συμφωνία μας μυστική,
κινήσει για τη νευροπάθεια
κ’ είχαμε προχωρήσει κι’ αρκετά
στα σκοτεινά της μονοπάτια θαρρετά,
έδειξα τόσην εγώ αστάθεια
που την αποφύγα και σ’ άφησα μονάχο
να γίνω οικογενειάρχης νουνεχής,
ενώ να εσύ τι συνεπής
έγινες πρώτης τάξεως
νευροπαθής.
Ντράπηκα που σ’ αντίκρυσα
προχτές στον δρόμο
με τον σταυρό της μοίρας της γενιάς μας
στον κοκκαλιάρικο ώμο,
σ´ όλη τη φόρμα σου,
στο πλέριο φτάξιμό σου.
Είχε το βλέμμα σου που μούρριξες
μεγάλη δόση, βέβαια, θρίαμβο
μα ωστόσο διάβασα με πόνο στη γωνιά του
κάποιου κρυφού παράπονου τον ίαμβο,
γι’ αυτό σου λέω πως ντράπηκα.
Σε γέλασα, καλέ μου φίλε, και συγχώρεσέ με,
αν και, για να με ειλικρινής,
-μην υποθέσης που στο λέω για παρηγόρια-
δεν ξέρω, αλήθεια, κι ορισμένως,
ποιος απ’ τους δυο είν’ ο γελασμένος.

  1. ΑΛΓΕΒΡΑ
Λοιπόν, τολύσες τόσο απλά
το πρόβλημά σου, φίλε μου.
Κι’ όσο που σκέφτομαι πως στο γυμνάσιο
δεν τα κατάφερνες καθόλου στα προβλήματα.
Αλήθεια πως δεν είναι τα σχολεία
μα η κοινωνία που τ’ απονέμει τα βραβεία.
Εγώ ο κουτός, ο πρώτος σας στις άλγεβρες,
πούχα γραμμή πάρει όλα τα αριστεία,
έκανα μια καταγραφή περίεργη
μ’ άγνωστους χίλιους δυο
που μου τα μπέρδεψαν.
Ενώ τι θετικός εσύ!
Ένα άγνωστο κατέγραψες μονάχα,
τον κεντρικό πυρήνα της δικής μου εξισώσης,
το πρώτο προαπαιτούμενο,
την πέτρα του σκανδάλου.
Κι ήταν το πρόβλημα σου τέτοιο, μάλιστα,
που ούτε χρειαζόταν να το λύσης
ως προς αυτόν τον άγνωστο.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ
Στην ψυχή της άγιας αδερφής μου

Δεν λέω Θέ μου, δεν είν’ όμορφος ο κόσμος Σου,
δεν ξέρω τις δικές Σου απόψεις για το ζήτημα,
δεν ξέρω αν μπορεί να βελτιωθεί η κατάσταση,
όμως επίτρεψέ μου ταπεινά
να κάνω κάποια παρατήρηση
λιγάκι δημοκρατικά
όπως τόσον ορθά
μας έμαθαν οι πιο σοφοί συνάνθρωποί μας:
Ανεξαρτήτως άλλων επιφυλάξεων
κι άλλων σημείων συζητησίμων
δεν δέχεται αμφισβήτηση, θαρρώ, το πως
(πράμα π’ αυξάνει διηνεκώς
το χρέος της θλίψης της ανθρώπινης)
η σύντομη χαρά των ερχομών μας, Θέ μου,
δεν είν’ ουδόλως αρκετή να ισοσταθμίση
την άμετρη κι’ ατέλειωτην
οδύνη των αναχωρήσεων.

Όλα τα ποιήματα ανήκουν στη συλλογή «Τα τραγούδια της ταπεινής ζωής» (Λευκωσία 1954), τα οποία βρίσκονται στον ΤΟΜΟ 1 της συλλογής ΠΟΙΗΣΗ που εξέδωσε η σύζυγος του ποιητή με τα τέσσερα παιδιά τους, σε συνεργασία με τις Εκδόσεις ΠΑΡΓΑ.