- ΑΝΑΠΟΔΙΕΣ
Ήρθαν, παιδάκι μου, ανάποδα όλα
κι αντί μεγάλος βγήκες μικρός,
τόσο που ακόμα κι’ αυτός ο Ντίνος
τώρα ειν’ καλήτερός σου κι εκείνος.
Αντί να κάνης αυτό και το,
όπως λογάριαζες στα όνειρά σου,
έβανες όλα τα δυνατά σου,
κ’ έκανες ένα μηδενικό.
Δεν λέω πως ήταν υπερβολές σου,
πιστεύω μάλιστα σοβαρά
πως αν δεν ήταν οι αναποδιές σου
θα διακρινόσουνα μια χαρά.
Μα πως να πείσης το πλήθος τ’ άπειρο
πως η ειμαρμένη σ’ έβγαλε ανάπηρο;
Κι αν πης ακόμα πως δεν σε νοιάζει
τι λέει ο κοσμάκης και πως δικάζει,
ούτε κι ο δάσκαλος του χωριού σου
-πρώτος ινβέντορας του «μυαλού» σου-
ή οι πιο αμετάπειστοι θαυμαστές σου:
φίλοι, αγαπούλες, συμμαθητές σου,
αν πης δεν έχεις να δώσεις λόγο
σ’ όσους προχώρησαν παρακάτω
κ’ έλεγαν ότι η μικρή μας νήσος
εσένα χρόνια θα πρόσμενε ίσως,
όμως του γέρου αγαθού πατέρα σου
που έτσι κατάπληχτο χτες τον είδες
ξέρω πως θάδινες -τι δεν θαδινες-
να μην του διάψευδες τις ελπίδες.
- ΕΞΙΣΩΣΗ
Μπορεί κάποια φορά
νάχε μεγάλη διαφορά
μπορεί μια τέτοια εξίσωση νάταν γελοία
την εποχή που σπούδαζες στην Ιταλία
αγάπη και φιλοσοφία
Μα τώρα πια…
Μα τώρα πια…
Ποιος να σου τόλεγεν, αλήθεια, και να πίστευες
πως τα «προσόντα» σου θ’ αχρήστευες
σ’ αυτή τη Λευκωσία τους την ασήμαντη
την ξέβαθη λιμνούλα την ακύμαντη,
πως θάρχονταν μια μέρα που
-όπως είχες σκεφτή για τον παππού-
για εσένα που καυχόσουνα
να δείξης και να κάνης
θάταν πια το ίδιο στα εικοσιέξη σου
να ζης ή να πεθάνης.
- ΔΙΑΛΕΞΗ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ
Μικροί άνθρωποι
στις μεγάλες αίθουσες
φροντίζουν να μιλούν
για ό,τι πιο πολύ δεν ξέρουν.
Και τους ακούν με θαυμασμό
άλλοι μικρότεροί τους
και τους χειροκροτούν.
Μια τρομερήν αντήχηση
κάνουν τα κούφια χέρια που χτυπούν
των κούφιων
γιατί όλη εκείνη η κούφια απέραντη αίθουσα
έχει επίτηδες χτιστή
μ’ ηχητική πολλή
κατάλληλη για τα μικρά χειροκροτήματα.
- ΟΙ ΓΡΑΜΜΕΣ
Ολόγυρα συγκλίνουν οι γραμμές.
Κλωστές αράχνης αποπνιχτικές οι δρόμοι,
τα Τούρκικα σοκάκια τα στενά.
Δεν θα μπορέσουν, βέβαια, να σε σώσουν
Της Νομικής σου η τόμοι,
η πλούσια διαλεχτή σου βιβλιοθήκη
που όσο κι’ αν δεν σου χάρισε τη νίκη
ακόμα την προσέχεις σαν παιδάκι
μήπως και μπη κάνα σαράκι.
Από τις στέγες, τις γωνιές ,
προβάλλουν οι γραμμές,
πυκνές, πολλές, αμέτρητες,
ευθείες, καμπύλες, τεθλασμένες,
όσων ειδών ποτές δεν είδες,
όσες δεν ήξεραν οι Ευκλείδες,
όλες τους στον σκοπό τους ενωμένες
κ’ υπάκουες σε μιαν αόρατην αράχνη
που νοιώθεις να σιμώνη και ν’ αδράχνη
κυριαρχική, συντριπτική.
Στόχος της το έντομό σου.
Από την λαιμαργία αλλοιθωρισμένα
τα κόκκινα της μάτια καρφωμένα
απάνω σου.
Ξέρεις οριστικά
πως δεν θα της ξεφύγης
μα το έχεις συνηθίσει πια.
Κι είναι προς πίστη σου ασφαλώς
αυτή η γοργή προσαρμογή
γιατί ήταν τόσο ξαφνικό που είχες ξυπνήσει κ’ είχες βρη
μετά από τέτοια προοπτική
τον «εύελπιν» εαυτό σου Καρυωτάκη.
Μονάχα που πικραίνεσαι λιγάκι
γιατί και στους χειρότερους καιρούς
ούτ’ υποπτεύθηκε ποτές η φαντασία σου
πως θα σου γίνονταν μια μέρα
Πρέβεζα ανηλεή η Λευκωσία σου.
- ΜΑΤΙΑ
Στον κόσμο αυτό τα μάτια είναι,
τίποτ’ άλλο δεν είναι.
Όπου ομορφιά και ζωγραφιά
τα μάτια έχουν τη χάρη,
μάτια τον ήλιο χαίρονται
και μάτια το φεγγάρι,
τα μάτια σκύβουν ντροπαλά
στις άσπρες τις ποδιές
κι αυτά τα μάτια τα τρελλά
σμίγοντας σμίγουν τις καρδιές.
- ΧΕΙΜΩΝΑΣ
Λοιπόν, έτσι ή κι’ αλλοιώτικα
το πέρασες το καλοκαίρι.
Δεν χρειάζεται μεγάλα πράματα
κ’ εσύ κοντά στους άλλους να περάσης,
μεσ’ στον συνωστισμό του δρόμου,
ένα καλοκαιράκι του Θεού.
Όμως με τον χειμώνα τι θα γίνη
που νάτος μάζεψε τα πρώτα σύγνεφά του
και μήνυσε πως έρχεται;
Πολλή χαρά, παιδί μου, χρειάζεσαι
για να περάσης τον χειμώνα.
Και δεν την έχης τη χαρά αυτήν εσύ.
- ΕΙΝ’ ΛΙΓΟ ΝΑ ΠΡΟΣΜΕΝΗΣ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ
Είν’ λίγο να προσμένης τους βαρβάρους του Καβάφη
Μ’ όση δραματικότητα κι αν σου το περιγραφή,
γιατί επιτέλους είν’ μια ελπίδα η προσμονή σου
πως έστω κι’ αυτοί οι βάρβαροι θ’ αλλάξουν πια την ζωή σου.
Δραματικό είναι τίποτα να μην προσμένης,
μ’ άδεια τα χέρια, την καρδιά, να μένης,
ξένος σ’ ερημικό δρομάκι ξένο
σαν φύλλο του φθινόπωρου απ’ τον άνεμο ριγμένο
και να κυτάς τριγύρω αφαιρεμένα
αυτά τα τόσα πράγματα τα ξένα,
να μην αναγνωρίζης τη φωνή σου,
ναχη κοπή του κόσμου τους κάθε δεσμός μαζί σου
και το χειρότερον απ’ όλα ακόμα,
να μη βλέπης τη λύση στο χώμα,
τη λύση που εμπιστεύονται και άρπουν οι απελπισμένοι,
να μην ξέρης αν δεν σου είναι το ίδιο κ´ οι τάφοι ξένοι.
- ΝΥΧΤΕΣ
Καλά, θ’ απορροφήσουν κάτι από την έγνοια σου
η μέρα, η κίνηση, η δουλειά σου, οι φίλοι,
και θα μπορέσεις ύστερα να πας
σε κάνα θέατρο ή κέντρον ή όπου αλλού.
Όμως όταν τελειώσουν όλα
τα θέατρα και τα κέντρα κλείσουν,
και πουν οι φίλοι καληνύχτα,
και πρέπει να γυρίσεις πια στο σπίτι, τι θα γίνει;
Το ξέρεις πως σκληρή, αδυσώπητη
σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια,
Θα ‘σαι μονάχος.
Και τότες θα λογαριαστείτε.
Θες ή δε θες θα μπουν κάτω όλα, να λογαριαστείτε.
Θα ‘σαι μονάχος
κι ανυπεράσπιστος απ’ τα θέατρα και τα κέντρα,
κι απ’ τη δουλειά σου και τους φίλους.
Σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια.
Θά ‘ρθεις, δεν γίνεται. Είν’ τόσο σίγουρη γι’ αυτό, και περιμένει.
Είναι στο σπίτι και σε περιμένει.
- ΝΕΥΡΟΠΑΘΕΙΑ
Συγχώρεσέ με, φίλε μου,
που ενώ είχαμε μαζί,
σαν από κάποια συμφωνία μας μυστική,
κινήσει για τη νευροπάθεια
κ’ είχαμε προχωρήσει κι’ αρκετά
στα σκοτεινά της μονοπάτια θαρρετά,
έδειξα τόσην εγώ αστάθεια
που την αποφύγα και σ’ άφησα μονάχο
να γίνω οικογενειάρχης νουνεχής,
ενώ να εσύ τι συνεπής
έγινες πρώτης τάξεως
νευροπαθής.
Ντράπηκα που σ’ αντίκρυσα
προχτές στον δρόμο
με τον σταυρό της μοίρας της γενιάς μας
στον κοκκαλιάρικο ώμο,
σ´ όλη τη φόρμα σου,
στο πλέριο φτάξιμό σου.
Είχε το βλέμμα σου που μούρριξες
μεγάλη δόση, βέβαια, θρίαμβο
μα ωστόσο διάβασα με πόνο στη γωνιά του
κάποιου κρυφού παράπονου τον ίαμβο,
γι’ αυτό σου λέω πως ντράπηκα.
Σε γέλασα, καλέ μου φίλε, και συγχώρεσέ με,
αν και, για να με ειλικρινής,
-μην υποθέσης που στο λέω για παρηγόρια-
δεν ξέρω, αλήθεια, κι ορισμένως,
ποιος απ’ τους δυο είν’ ο γελασμένος.
- ΑΛΓΕΒΡΑ
Λοιπόν, τολύσες τόσο απλά
το πρόβλημά σου, φίλε μου.
Κι’ όσο που σκέφτομαι πως στο γυμνάσιο
δεν τα κατάφερνες καθόλου στα προβλήματα.
Αλήθεια πως δεν είναι τα σχολεία
μα η κοινωνία που τ’ απονέμει τα βραβεία.
Εγώ ο κουτός, ο πρώτος σας στις άλγεβρες,
πούχα γραμμή πάρει όλα τα αριστεία,
έκανα μια καταγραφή περίεργη
μ’ άγνωστους χίλιους δυο
που μου τα μπέρδεψαν.
Ενώ τι θετικός εσύ!
Ένα άγνωστο κατέγραψες μονάχα,
τον κεντρικό πυρήνα της δικής μου εξισώσης,
το πρώτο προαπαιτούμενο,
την πέτρα του σκανδάλου.
Κι ήταν το πρόβλημα σου τέτοιο, μάλιστα,
που ούτε χρειαζόταν να το λύσης
ως προς αυτόν τον άγνωστο.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ
Στην ψυχή της άγιας αδερφής μου
Δεν λέω Θέ μου, δεν είν’ όμορφος ο κόσμος Σου,
δεν ξέρω τις δικές Σου απόψεις για το ζήτημα,
δεν ξέρω αν μπορεί να βελτιωθεί η κατάσταση,
όμως επίτρεψέ μου ταπεινά
να κάνω κάποια παρατήρηση
λιγάκι δημοκρατικά
όπως τόσον ορθά
μας έμαθαν οι πιο σοφοί συνάνθρωποί μας:
Ανεξαρτήτως άλλων επιφυλάξεων
κι άλλων σημείων συζητησίμων
δεν δέχεται αμφισβήτηση, θαρρώ, το πως
(πράμα π’ αυξάνει διηνεκώς
το χρέος της θλίψης της ανθρώπινης)
η σύντομη χαρά των ερχομών μας, Θέ μου,
δεν είν’ ουδόλως αρκετή να ισοσταθμίση
την άμετρη κι’ ατέλειωτην
οδύνη των αναχωρήσεων.
Όλα τα ποιήματα ανήκουν στη συλλογή «Τα τραγούδια της ταπεινής ζωής» (Λευκωσία 1954), τα οποία βρίσκονται στον ΤΟΜΟ 1 της συλλογής ΠΟΙΗΣΗ που εξέδωσε η σύζυγος του ποιητή με τα τέσσερα παιδιά τους, σε συνεργασία με τις Εκδόσεις ΠΑΡΓΑ.