Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2022

Θωμάς Κοροβίνης - Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε- τελευταία ώρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου (αποσπάσματα)

 Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε, ολίγη μπέσα! Μου έταξαν θα με περάσουν από δίκην και με παράδωσαν τούτου του Γκούρα. Κατ’ αρχήν μ’ είχαν ελεύτερο δίχως να φανερώνουν τα σχέδιά τους τα πανούργα. Εκείνος ο Κωλέττης τον έβανε ως Κυβερνητικός. Ο άκαπνος χειροτονηθείς Υπουργός Πολέμου! Κυβερνήται έγιναν, όμως είναι κακόβουλοι. Τώρα κονεύει μενάμενος περί ημίσειαν ώραν αλάργα του δεσμωτηρίου μου ο προδούς με παλαιός μου γιος. –Δεν έχεις φόβο, λέγει ο Γκούρας, είσαι πρώτος συναγωνιστής, δεν σε πειράζουν. Μα εκείνος είχε λάβει το μπουγιουρντί. Ώσπου αλυσόδετον με οδήγησαν εις το μοναστήρι του Ελικώνα, τον Άγιο Σεραφείμ, μη τηρώντας τον λόγο του ο Γιάννης ο Γκούρας, και μ’ έκλεισαν εκεί. Με αμολημένους τους στρατιώτας μου και άνευ αμυντικών μέσων. Δίχως την «Ασήμω » μου, την είχα απιθωμένη εις την σεντούκα, φασκιωμένη μ’ ένα χράμι, μέσα εις το σπήλαιόν μου, μη μου την υστερήσουν παντελώς. Και μιαν ημέρα δεμένο με έπεψαν εις την Αθήνα, σέρνοντάς με δίχως άρματα εις τα καλντερίμια, να με γελούν ευτελισμένον οι πρώην θαυμασταί μου, να με λιθοβολούν και να μου πετούν πολλά γιούχα κατάμουτρα, ως Τουρκόφιλον.

....................................................................................................
Πού μ’ εκατάντησαν! Εμένα δεν επίστευαν την αντοχήν μου εις την πείνα, ότι εδειπνούσα και με λειχήνες και γλείφοντας την γλίτσαν από τις κοτρώνες και εθαμπώνονταν από το γινάτι μου εις το να κρατώ την μάχην ως τα έσχατα. Και ότι εκοιμόμουν εις τα γιατάκια μου επάνω εις το ξερό λιθάρι ωσάν να ήταν πούπουλο. Και ότι με θωρούσαν τα ζαγάρια του βουνού και εχόρταιναν από την θωριάν μου την πείνα τους. Και δεν ελαβώθηκα ουδέ μίαν φοράν. Πάντοτές μου απελέκητος και πάντοτές μου απροσκύνητος. Του Αλή έγινα τζοχαντάρης στα δεκάξι μου. Κι από κει τσαρκατζής του και δερβέναγας με τσιφλίκια, Έλεγε ο πασιάς, «ωρέ ’λαφι μ’, ωρέ ζαρκάδι μ’, δεν σε παραβγαίν’ κανένας, μήδε Αρβανίτ’ς, μήδε Ρωμιός, μήδε Τούρκος. Κι ούλους τους λεβέντες αφήν’ ς ξωπίσω σ’, ουλάν Δυσσέα». Αμόλα, του λέγω, τ’ άλογό σου να τρέχῃ τον ανήφορο, να παραβγούμε, να ιδῃς, πασιά μου, ποιος θα πάει μπροστά. Και σαν το άφησα οπίσω λαχανιασμένο και μισοψόφιο, μ’ εθάμαξε και μ’ έκαμε πεσκέσι τρεις ιμαμέδες με το φίλντισι κεντημένους. Και μ’ είχε χαρισμένα επίχρυσα τσαπράζια ατίμητα. Από τότε τα κατορθώματά μου τα επεβράβευε, χατίρι δεν μ’ εχάλασε και δεν έπαυε τα χουβαρνταλίκια προς εμέ. Ήμουν πάντοτες πρόθυμος, ό,τι αν μου ζητούσε, και ο λόγος του φερμάνι. Κι εκαλούσε το πιο καλό βιολί, για να ευφρανθώ παρέα του, τον ξακουστό Λάλο Φάκο, οπού τον είχε μουσικό στο σαράι πάσα νύχτα.
...................................................................
Ο πάσα εις έφτασε εις τα μέρη μας, απ’ όπου έφτασε, και θέλει να αρχηγέψει. Προπάντων οι Φαναριώται. Κατέφτασαν από την Πόλιν οι ετερόχθονες εις τους αυτόχθονας, οι πολιτισμένοι εις τους αγροίκους, οι σώφρονες εις τους άφρονας, οι κολλαριστοί φραγκοφόροι εις τους ρυπαρούς φουστανελάδες, οι απόλεμοι εις τους πολεμοθρεμμένους διά να μας βάλουν τάχα μυαλό; Εκείνοι ξεύρουν μόνον από μεταξωτό μαξιλάρι, ημείς εσυνηθίσαμε την πέτρα για προσκεφάλι μας. Έχομεν άλλην αγωγήν, άλλα χούγια και άλλα πράγματα εις την γκλάβαν μας και πώς να δώσωμε κοινόν καράρι ;
.................Και δεν ελογάριασαν όχι εμένα, ας αποθάνω, μόνο τους αγώνας οπού έχω δώσει λεοντόκαρδος. Ότι εστάθηκα πάντοτές μου ετοιμοπόλεμος και καλαρματωμένος και πάντοτές μου εις τας επάλξεις δίχως ουδέ στιγμήν να ξενοιάσω. Και τώρα, ως μ’ εκατάντησαν ανήμπορον, πάλι έχω όρεξιν να σφάξω κάμποσα κουρμπάνια . Ότι έκαμα καλές χωσιές προς τον οχτρόν. Ότι δεν έφαγα χαράμι μήδε ψίχα ψωμί. Κι ας εκοιμήθηκα συχνά λιμασμένος! Όπου ήμουν ο πρώτος αρματολός και με υπολόγιζαν αγάδες και βαλήδες σαν «μαρτολόζ Δυσσέα» και σκιάζονταν να σιμώσουν το καπετανάτο μου.
..................
Τώρα σιμώνουν με χολήν οι παλαιοί μου βλάμηδες, οι αγαπημένοι μου αδελφοποιητοί, οι ψυχαδερφοί μου οι ένδοξοι, να μου κόψουν την κεφαλή απαζάρευτη. Γαμώ τα γένια σας, λέγω. Να γίνει το χατίρι του Κωλέττη πλιά, οπού με φθονεί πολλά και ορδινιάζει τους χουσμετιάρηδές του, ότι είμαι ο πρώτος καπετάνιος της στεριάς και ότι επολέμησα τους βοεβόδες και τους πρωτοπαπάδες οπού έκαμαν πλιάτσικο εις των πτωχών ανθρώπων το βιός ωσάν λιμασμένες κουρούνες. Και των κοτζαμπασαίων την χαραμοφαγιά, σαν τους «έκοψα τα χουλιάρια» από τις επαρχίες, όπου εστραγγίξανε την Ρούμελη με τους χαρατζήδες , τα πεσκέσια τα υποχρεωτικά και τα διαγουμίσματα των φουκαράδων οι Τουρκογέροντες. Μαθημένοι εις την λαθροφαγίαν.
Δεν έκαμα ποτέ μου χωριό με τους λογιότατους τους άκαπνους. Εγώ το είπα τους αλλουνούς να το ακούσουν από την αρχήν οπού τους αντίκρισα : «Βλέπετε τουτουνούς τους καλαμαράδες! Αυτοί θα μας φαν το κεφάλι μια μέρα». Και ιδέστε, οι κερατάδες, ποιανούς εδιάλεξαν δι’ ακολούθους και συνεργάτας. Κάτι χαλέδες ! Ότι έφερα βαρέως τους τίτλους του υποτελούς Οθωμανού υπηκόου, βασιλικού ραγιά και άπιστου αποκαλουμένου «γκιαούρη». Και ότι τα άρματά μου τα εσήκωσα από τους πρώτους εις τον Τύραννον. Να καταργήσωμε τον βαρύ ζυγόν υπό τον Τούρκον. Ό, τι έκαμα, διά την ελευθερίαν του πόπολου το έκαμα.
...............................................................
Όμως προϊόντος του χρόνου πολλά διεφθάρημεν προς το ήθος. Διότι εκαλομάθαμε εις τα πρωτεία, τας εκδουλεύσεις, τα χατίρια και τα ικράμια οπού μας έκαμνεν ο ακόλαστος, το δόλον, την αρπαγήν, τη λαφυραγωγίαν και την ανδροφονίαν. Και είχομεν συνηθίσει εις την άσκεπτον τιμωρίαν των απειθών ή των αντιπαθών. Ήτον τρέλα εκείνο το εδικό μου αντέτι, εσυνήθισα τόσον εις τον κατακλυσμόν του αίματος και εις τη θέαν του πλήθους των κουφαριών, ώστε δεν εχόρταινα ποτές και θαρρούσα πλια ότι ζωή και πόλεμος είναι εν και το αυτόν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου