Έβλεπε τα φραγμένα πρόσωπα, πίσω απ’ τα θλιμμένα παράθυρα, κι είχε έναν ήλιο έξω όλο χαρά.
—Γιατί δεν φεύγουν; ρώτησε.
—Είναι μια φυλακή, της απάντησα.
—Μια φυλακή; Όμως, εκεί, δεν έχει πόρτες, μόνο παράθυρα, ζωγραφιστά…
Τότε, θυμήθηκε τους φύλακες εντός της και σιώπησε. Και ως πήρε δύναμη απ’ τη σιωπή, ψιθύρισε:
—Εγώ θα φύγω. Θα τρέξω στο δάσος με τα πράσινα πουλιά. Θα τα καλέσω να βγουν στο ξέφωτο. Κι απλώνοντας τα χέρια μου, θα γίνω δέντρο. Κόκκινο δέντρο. Και θα ’ναι όμορφα τα πράσινα πουλιά. Κι εγώ θα είμαι όμορφη.
Αυτά μου είπε κι έλαμψε. Όμως, κράτησε το φως όσο κι η πρώτη σκέψη. Ύστερα, η απορία σκίασε τα μάτια.
—Ποιος φόβος; ρώτησε. Ποιoς φόβος άλαλος φώλιασε στο δάσος;
—Λένε ο άνθρωπος, της απάντησα.
Κι έπεσε σε συλλογή. Και κοιτώντας μακριά η μέσα της, μίλησε ως να θρηνούσε:
—Και το δέντρο ξερό κι αχρείαστο στο ποτάμι. Μισό στην όχθη, τ’ άλλο μισό μες στο νερό. Πού να βρεθεί πουλί να ξαποστάσει, ταξιδευτής μήνυμα καπνού στον ουρανό να στείλει;
Και ως άφησε τα λόγια της μετέωρα, στη σιωπή να σβήσουν, ήρθε ένα κύμα. Κι ολόρθη στάθηκε πάνω απ’ τους αφρούς.
—Εγώ θα ξαναγεννηθώ σ’ ένα λειμώνα, είπε. Θα γίνω πεταλούδα. Αηδόνι στην ιτιά, κρίνος σε κήπο. Σε γάργαρο νερό θα λύσω το κορμί μου, να βρει Θεός μες στον καθρέφτη τη μορφή του. Να σβήσει η φλόγα…
—Ο Νύμφες πέθαναν! της είπα.
Με κοίταξε και βύθισε, στα μάτια μου, ένα βλέμμα. Και ήταν σαν να έπιασα φωτιά… Και καθώς σήμανε η ώρα μηδέν, πήραν ζωή τα νεκρά κύτταρα. Και τότε φώναξα:
—Θα ξαναγεννηθούν!
Μου είπε:
—Πάμε!
Και καθώς διέσχιζε, πορφυροφόρος αυτή, το άχρωμο πλήθος, φάνταζε νεράιδα μύθου. Και ως εκεί που σμίγανε οι λεύκες σβήνοντας το μακρύ δρόμο, άφωνοι την κοιτούσαν. Άλλοι με απορία, άλλοι με θυμό κι άλλοι, κρυφά ελπίζοντας, με θαυμασμό. Κι ήταν η φυγή ερώτημα κι ανάγκη.
—Πώς να ξεφύγεις από την ασφάλεια της ανυπαρξίας; αναρωτήθηκα.
Και τότε, με δύναμη σφάλισαν τα παράθυρα. Και τα πρόσωπα στένεψαν για να χωρέσουν στις χαραμάδες.
Κι εκείνη διάβαινε τις γραμμές των οριζόντων, ελαφροπερπατώντας. Κι ήταν ο τόπος κέντημα Θεάς. Κι ανάσαινε η γη ευδαιμονία.
—Είναι η αυλή μου! αναφώνησε και ξάπλωσε στο άγριο χαμομήλι.
Και πέταξαν οι πεταλούδες. Και σκόρπισαν χρυσόσκονη και φως.
—Ω! χώμα ευλογημένο που γεννάς αθανασία! είπα.
Κι ήταν η μέθη των αισθήσεων που σε ταξίδευε στην απεραντοσύνη. Κι ένιωθες να χάνεσαι και να γεννιέσαι.
Κι εκεί που χόρευε και προχωρούσε, άκουσε το γάργαρο ήχο.
—Είναι η πηγή μου! φώναξε και χύθηκε μπροστά.
—Όχι! ανέκραξα.
Όμως, δεν πρόλαβε η κραυγή το βήμα…
Κι ήτανε κάτω η ρεματιά, επάνω ο ψηλός ο βράχος. Καταντικρύ, ο δολοφόνος ήλιος. Και πιο ψηλά, ο ουρανός, κατάρα.
Κι εγώ, ο αφηγητής της δυστυχίας εκεί, πριν γράψω τον επίλογο, στο φρύδι, ύψωσα στεναγμό. Κι οργή. Κι ανάθεμα απελπισίας.
Και ως πέρασε ο πρώτος λυγμός, πριν ξεσπάσει ο άλλος ο μεγάλος, κοίταξα με θολωμένο βλέμμα. Και είδα στην άλλη όχθη το πράσινο δάσος. Και το κόκκινο δέντρο στο ξέφωτο. Και τα πράσινα πουλιά στα απλωμένα χέρια. Κι ήταν όμορφα τα πουλιά. Κι εκείνη ήταν όμορφη. Σαν παιδικό παραμύθι. Κι ήρθε, τότε, η τρελή χαρά κι φώναξα:
—Σαν παραμύθι!
Κι αντιλάλησε η Φύση:
—Σαν παιδικό όνειρο!
Βαγγέλης Φίλος, Θεάλια, 2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου