Πήραμε τα σπίτια μας σειρά και δεν είχαν
ένα ρόδο στα τζάμια τους. Περπατώντας ακούσαμε
τις φωνές των παιδιών, μουσκεμένες, παράφωνες,
γιομάτες ραγίσματα. Οι μηχανές απειλούσαν
στα εργοστάσια τους φίλους μας – κι ύστερα,
τόσα χέρια στον κόσμο, χωρίς λίγο χώμα,
να φυτέψουν το σπόρο τους, να πλάσουνε κάτι,
να δέσουν το εγώ τους με τούτο τον κόσμο
με τούτο το φως. Κι απάνω τους, έτοιμο
το κοβάλτιο. Το μαύρο του στόμιο
χάσκει σαν άβυσσο – έχει 
τη γης όλη απέναντι.

(Υπάρχουν σοφοί
που σκάφτουν στον ήλιο με ακάθαρτα χέρια.
Μην εμπιστεύεστε. Μόνο η αγάπη
είναι σοφή.)

Από τη συλλογή Το βάθος του κόσμου (1961) του Νικηφόρου Βρεττάκου

Πηγή: Νικηφόρος Βρεττάκος, η εκλογή μου, ποιήματα 1933-1991 (εκδ. Ποταμός, 2008)