À une passant
Charles BaudelaireLa rue assourdissante autour de moi hurlait.
Longue, mince, en grand deuil, douleur majestueuse,
Une femme passa, d'une main fastueuse
Soulevant, balançant le feston et l'ourlet;
Agile et noble, avec sa jambe de statue.
Moi, je buvais, crispé comme un extravagant,
Dans son oeil, ciel livide où germe l'ouragan,
La douceur qui fascine et le plaisir qui tue.
Un éclair... puis la nuit! — Fugitive beauté
Dont le regard m'a fait soudainement renaître,
Ne te verrai-je plus que dans l'éternité?
Ailleurs, bien loin d'ici! trop tard! jamais peut-être!
Car j'ignore où tu fuis, tu ne sais où je vais,
Ô toi que j'eusse aimée, ô toi qui le savai!
Σε μια διαβάτισσα
Του δρόμου τ’ οχλαλοητό ξεκούφαινε τριγύρα.
Ψηλή, λιγνή, στα μαύρα της, αρχοντολυπημένη,
κάποια γυναίκα διάβηκε κρατώντας σηκωμένη
μ’ επίδειξη της ρόμπας της τη νταντελένια γύρα.
Ευγενικιά και λυγερή με πόδι ως αγαλμάτου.
Κ’ ενώ ρουφούσα, όπως αυτός που τρέλα τον χτυπάει,
στα μάτια της τεφρό ουρανό που θύελλες γεννάει,
μια γλύκα σαγηνευτική και μια ηδονή θανάτου.
Κάποια αστραπή... νύχτα μετά! — Διαβάτισσα μου ωραία
που ξαφνικά στο βλέμμα σου ξανάνιωσα, για πε μου
αλλού πια μόνο θα σε δω, σε κάποια ζωή νέα;
αλλού, πολύ μακριά, από δω! αργά! κ’ ίσως ποτέ μου!
Γιατί δεν ξέρω αν πουθενά θέλω πια σ’ ανταμώσει,
ω, εσένα που θ’ αγάπαγα, ω εσύ, που το ’χες νιώσει!
(μετάφραση: Γιώργος Σημηριώτης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου