Σάββατο 15 Ιουλίου 2023

Μίλαν Κούντερα - Η Αθανασία (απόσπασμα)

 Το πεζοδρόμιο μυρμήγκιαζε από κόσμο και δύσκολα κανείς μπορούσε να προχωρήσει. Μπροστά της, δυο μακρόστενες σιλουέτες Βόρειων, με πάλλευκα μάγουλα, με κίτρινα μαλλιά, άνοιγαν δρόμο μέσα στο πλήθος: ένας άντρας και μια γυναίκα, που δέσποζαν δυο κεφάλια παραπάνω από την κινούμενη μάζα των Γάλλων και των Αράβων. Και ο ένας και η άλλη είχαν ένα ροζ σάκο και πάνω στην κοιλιά, μέσα σ’ ένα σάκο-»καγκουρό», ένα βρέφος. Χάθηκαν γρήγορα για να αντικατασταθούν από μια γυναίκα με βρακί φαρδύ που σταματούσε στα γόνατα, σύμφωνα με τη μόδα της χρονιάς. Η Ανιές σκέφτηκε: η γυναίκα αυτή θα μπορούσε να είχε βρει είκοσι άλλους τρόπους να ντυθεί για να κάνει λιγότερο τερατώδη τα οπίσθιά της. Γιατί δεν το κάνει; Οι άνθρωποι, όχι μόνο δεν γυρεύουν πια να είναι ωραίοι όταν βρίσκονται ανάμεσα στους άλλους, αλλά δεν γυρεύουν ούτε καν να μην είναι άσχημοι! Είπε μέσα της: μια μέρα, όταν η έφοδος της ασχήμιας θα έχει γίνει εντελώς ανυπόφορη, θα αγοράσει από ένα ανθοπωλείο ένα βλασταράκι «μη με λησμόνει», ένα μόνο βλασταράκι, ένα λεπτό κοτσάνι που καταλήγει σ’ ένα λουλούδι μικροσκοπικό. Θα βγει μ’ αυτό στο δρόμο κρατώντας το μπροστά στο πρόσωπό της, με το βλέμμα απάνω του, ώσπου να μην βλέπει τίποτ’ άλλο από αυτό το ωραίο γαλάζιο σημείο, ύστατη εικόνα που θέλει να διατηρήσει από έναν κόσμο που έχει πάψει να τον αγαπάει. Θα πάει έτσι μέσα στους δρόμους του Παρισιού, οι άνθρωποι σύντομα θα μάθουν να την αναγνωρίζουν, τα παιδιά θα την παίρνουν από πίσω, θα την κοροϊδεύουν, θα της πετούν σαΐτες, και όλο το Παρίσι θα την φωνάζει «η τρελή με το μη με λησμόνει». Συνέχισε το δρόμο της: το δεξί αυτί κατέγραφε ανακλώμενα μουσικά κύματα, ρυθμικές τυμπανοκρουσίες, που προέρχονταν από τα μαγαζιά, από τα κομμωτήρια, από τα εστιατόρια, ενώ το αριστερό αυτί συνελάμβανε τους θορύβους της ασφάλτου: το ενιαίο βζννν, βζννν των αυτοκινήτων, το βόμβο ενός λεωφορείου που ξεκινάει. Έπειτα της τρύπησε τα αυτιά ο διαπεραστικός θόρυβος από ένα μηχανάκι. Δεν μπόρεσε να εμποδίσει τον εαυτό της από το να αναζητήσει με τα μάτια εκείνον που της προκάλεσε αυτόν τον φυσικό πόνο: μια νέα κοπέλα με τζην, με μαύρα μαλλιά που ανέμιζαν, καθόταν στητή στη σέλα σαν μπροστά σε μια γραφομηχανή • χωρίς σιγαστήρα, η μηχανή έκανε έναν απαίσιο κρότο... Δεν ήταν η μηχανή που έκανε θόρυβο, ήταν το εγώ της κοπέλας με τα μαύρα μαλλιά • αυτή η κοπέλα, για να ακουστεί, για να απασχολήσει τη σκέψη του άλλου, είχε προσθέσει στην ψυχή της μια θορυβώδη εξάτμιση. Βλέποντας να πετούν τα μακριά μαλλιά αυτής της παταγώδους ψυχής, η Ανιές κατάλαβε ότι επιθυμούσε σφοδρώς το θάνατο της μοτοσικλετίστριας. Αν την είχε ανατρέψει το λεωφορείο, αν έμενε πάνω στο λιθόστρωτο μες στα αίματα, η Ανιές δεν θα δοκίμαζε ούτε φρίκη ούτε λύπη, αλλά μόνο ικανοποίηση. Τρομαγμένη ξαφνικά από τούτο το μίσος, σκέφτηκε: ο κόσμος έφτασε σ’ ένα όριο • όταν το περάσει, όλα μπορούν να φθάσουν στην τρέλα: οι άνθρωποι θα περπατούν στο δρόμο κρατώντας ένα «μη με λησμόνει», ή ίσως θα πυροβολούνται στο ψαχνό μόλις θα αντικρίζονται. Και θα αρκεί κάτι απειροελάχιστο, μια σταγόνα νερό θα κάνει το ποτήρι να ξεχειλίζει: παραδείγματος χάριν, ένα αυτοκίνητο, ένας άνθρωπος ή ένα ντεσιμπέλ παραπάνω στο δρόμο. Υπάρχει ένα όριο ποσοτικό που δεν μπορεί να υπερφαλαγγιστεί • το όριο αυτό, όμως, κανείς δεν το φρουρεί, μπορεί μάλιστα κανείς να μη γνωρίζει κιόλας την ύπαρξή του.

(Μίλαν Κούντερα, Η Αθανασία, μετάφραση Κατερίνα Δασκαλάκη, εκδ Εστίας, Αθήνα 1991, σσ. 31-33, επιλεγμένα αποσπάσματα)

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου