Λένε πως οι άνθρωποι, στην καθημερινότητά τους αλλά και στις δημιουργίες τους, επιστρέφουν στο παρελθόν. Κάθε φορά που το παρόν γίνεται αλγεσίδωρο. Για ταύτο πήρα τον δρόμο της προκυμαίας του Καρυωτάκη προσμένοντας την επιστροφή του Νομάρχη. Ισως θα ήταν μια κάποια λύση, να αποκατασταθεί η τάξη. Να νιώσω πως κάπου ακουμπάω, κι ας έχει χίλια μύρια κουσούρια.
Τάχιστα συνειδητοποίησα πως δεν έχουμε πια νομάρχη. Αλλαξαν ονόματα, για να ταιριάξουν με τα νέα ήθη. Μολαταύτα, ακολούθησα τον δάσκαλο του ποιητή που βολτάριζε με τη διπλωμένη εφημερίδα.
Υδατώδης η ατμόσφαιρα. Η άσφαλτος έδινε υπόκωφα τον ρυθμό της πεζοπορίας. Ελαφρός, πνιχτός ήχος. Θυμάμαι τα παλιά. Τότε που ο μπαρμπα-Αντώνης έδινε το υλικό για να μείνουν, έστω και προσωρινά, τα ίχνη μιας πεζοπορίας που αναζητούσε το βλέμμα της τρυφερότητας, την απόδειξη της ερωτικής επιβεβαίωσης.
Μια μεγάλη σακούλα, με ηλιόσπορο κατά προτίμηση. Ενίοτε, πασατέμπος. Συγχρονισμός ανάμεσα στον βηματισμό και την αποφλοίωση. Και τα τσόφλια στην άσφαλτο να γίνονται μάρτυρες ενός άδηλου μέλλοντος. Μια κίνηση επαναλαμβανόμενη, βουστροφηδόν, αναζητούσε εκείνον που θα έστηνε αυτί για να ακούσει τα τσόφλια. Και μέσω αυτών να φτάσει στην ψυχή όσων αποφλοίωναν τον ψημένο σπόρο.
Εχει όμως ψυχή ο ψημένος σπόρος; Κουβαλάει μέσα του τη δύναμη της αναπαραγωγής; Ασφαλώς όχι. Είναι αναλώσιμος, συχνά για να διασκεδάσει την αμηχανία και την ανία. Αλλά και οι σπόροι που παράγονται στα εργαστήρια, τα υβρίδια; Εχουν διαποτίσει κάθε γωνιά της γης, κάθε πόρο της ανθρώπινης κοινωνίας. Σπόροι που, συνήθως, καλλιεργούνται και δοκιμάζονται για να είναι πιο εύκολα διαχειρίσιμοι.
Ζούμε σε μια εποχή υβριδική. Που διαμορφώνει ανθρώπους προσαρμόσιμους, με την ικανότητα να ταιριάζουν σε περισσότερα περιβάλλοντα. Σαν τα κομμάτια του παζλ που μπορούν να κουμπώσουν σε πολλά σχήματα. Και τι δεν κάνατε να με θάψετε, γράφει ο Χριστιανόπουλος. Και προσθέτει: «Ομως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος».
Κάπως έτσι νιώθουν οι σπόροι που παραδέρνονται από τους βοριάδες των καιρών. Αφήνονται να παρασυρθούν. Να απομακρυνθούν από τον άνυδρο τόπο. Οι ποιητές έχουν πάντα δίκιο. Διαπιστώνουν τα υπαρξιακά ζητήματα. Προσβλέπουν στο μέλλον. Εντοπίζουν τη μοναξιά του σπόρου που έχει τη βεβαιότητα της μελλοντικής επιστροφής.
Η υγρασία περονιάζει το σώμα. Από μακριά φτάνουν εξασθενημένα λόγια του ποιητή. «Υπάρχω;» λες. Το ίδιο αίσθημα της μοναξιάς βιώνει και ο σπόρος που αργεί να καρποφορήσει. Θα βράσω τους σπόρους και θα φτιάσω ένα χυλό, ανιστορεί ένα παλιό κινέζικο τραγούδι. Και συνεχίζει: «Μα η σούπα κι ο χυλός κι αν ετοιμάστηκαν / με ποιον θα κάτσω να τα μοιραστώ;».
Υδατώδης ο καιρός. Τρυπώνει στα τρίσβαθα. Ο σπόρος φοβάται τη μοναξιά. Χειμώνα βαρύ προβλέπουν τα μερομήνια. Πάρτε αντιανεμικό.
Πηγή: ΕΦΣΥΝ, 21.11.23 16:00
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου