Σε κάθε σιωπηλή πτυχή των ημερών μου
ελλόχευε ένα ποίημα∙
όχι απ’ αυτά που γράφουν στο χαρτί
αλλά από κείνα που ’ναι διάχυτα στον άνεμο
ή που κυλούν με το αίμα μας στις φλέβες
και που ’ναι αυτό καθ’ εαυτό το αίμα πιθανόν
μεθυσμένο από το χρώμα, το ρυθμό και την ιδέα
μιας ακολασίας μουσικής.
Η κάθε νύχτα μού μιλούσε μ’ ένα ποίημα
πούσπρωχνε και φούσκωνε τα τζάμια
σαν ιστία πλοίου επειγόμενου να φύγη
κι η κάμαρά μου τότε ναυαγούσε σε κυκλώνες
πυρετού και φαντασίας εξημμένης
απ’ το χρώμα, το ρυθμό και την ιδέα
μιας ακολασίας μουσικής.
Στα μπρούτζινα κορμιά των μονομάχων
στα διψασμένα μάτια των φρουρών
ελλόχευε παντού, με τόσο λυσσαλέα επιμονή
αυτό το διψασμένο κι αδηφάγο ποίημα
ώστε μ’ άναψε και μ’ έκαψε και μ’ έκανε
ολόκληρη και μένα ένα ποίημα που αναπτύχθηκε
και τέλειωσε στο χρώμα, το ρυθμό και την ιδέα
μιας ακολασίας μουσικής
.*Από την ποιητική ενότητα «Πικρά χείλη δίχως γεύση παραδοχής» (1959), του επιλεκτικού τόμου «Πού πήγε, ως πού πήγε αυτό το ποίημα» (1940-1993), εκδόσεις Ερμής – 1998.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου