Περιπλανώμενος στην Αθήνα...
Ο Νίκος Καρούζος, γεννημένος στο Ναύπλιο στις 17 Ιουλίου 1926, θα περιπλανηθεί στην Αθήνα περίπου 40 χρόνια.
Το 1989 θα αρρωστήσει και θα πεθάνει στις 28 Σεπτεμβρίου του 1990 στο Νοσοκομείο Υγεία, στα 65 του. Στην ίδια ηλικία που θα πεθάνουν οι αγαπημένοι του Ηράκλειτος, Ιωάννης Σεβαστιανός Μπάχ και Κάρλ Μάρξ, μια προφητική επισήμανση που κάνει ο ίδιος ο Καρούζος λίγους μήνες πρίν από τον θάνατό του.
Μετά τα τελευταία γενέθλια της ζωής του, στις 17 Ιουλίου 1990, κλείνοντας τα 64 και μπαίνοντας στα 65, ο Νίκος Καρούζος έλεγε χωρίς φιλαυτία, με χαρμόσυνο πένθος: «65 χρονών πέθαναν και οι τρεις μέγιστοι άνθρωποι: ο Ηράκλειτος, ο Ιωάννης Σεβαστιανός Μπαχ, κι ο Καρλ Μαρξ».
Αν δεν αγαπάς και τους τρεις, πώς να διαβάσεις τα ποιήματα του Καρούζου;
Ποιητής της Αθήνας, θα τραφεί από ότι τρέφει και την ποίηση του. Μοναξιά, ασκητικότητα και διαρκής παρατηρητικότητα της καθημερινότητας, η οποία αν και αλλάζει στα χρόνια που περνάνε, παραμένει παράλογη όσο και κοινότοπη.
Η ποίηση του Νίκου Καρούζου μας συστήνει ευθύς εξαρχής, μια ανέφικτη προσπάθεια ερμηνείας του κόσμου και της ζωής, μια μάταιη προσπάθεια εύρεσης νοήματος στην ύπαρξη των όντων μέσα από τη ζωή ή τον θάνατό τους. Με αφετηρία αυτή την αδυναμία, η ποιητική του θα αποκτήσει μια πένθιμη παρατηρητικότητα του παρόντος, με συχνά πικρά ειρωνική και άλλες φορές μεταφυσική ένταση.
Ο Καρούζος θα πασχίσει να διαπεράσει αυτή την καθημερινή σύμβαση με την ποίηση του, να ανελκύσει το κρυφό νόημα των καθημερινών εικόνων, σε ένα χρόνο ο οποίος έχει σταματήσει ή ίσως υπάρχει με έναν τρόπο που δεν μας αφορά. «Ο Καρούζος περιγράφει τα δευτερόλεπτα με την ίδια παραξενιά που άλλοι ποιητές περιγράφουν τα λουλούδια», σημείωσε ο Ευγένιος Αρανίτσης (Ιστορία των Ηδονών). Ενώ ο ποιητής γράφει :
«…Ο χρόνος είναι κοροϊδευτικός. Είναι αμέτοχος σαν τα περίπτερα στην κίνηση.»
Περιπλανώμενος στην πόλη, γοητευμένος μέχρι κούρασης από τις νύχτες της («…τα βράδια της Αθήνας χρωματισμένα ως τον αέρα...») και τα ξημερώματα της, («Πρωί δεν αντικρίζεται ο ήλιος όταν έχεις ξενυχτήσει…») πολύ συχνά με μόνη παρέα ποτό και τσιγάρα, παρόλα αυτά θα παραμείνει πάντα συνεπής και γαλήνια προσηλωμένος στην τέχνη του.
Κομμένος όπως το λουλούδι μέσ’το βάζο
θα ζούσε το απόλυτο και ο άνθρωπος χωρίς να ζεί.
Θα ‘τανε χιόνι απάτητο
βροχή που πήρε άλλη απόφαση
και δεν θα πέσει.
Θα ‘τανε μια πασίλευκη
και ώριμη σιγή που ξεσκεπάζει
πως η γαλήνη είν’ ο θεός λέξη προς λέξη
δίχως να περισεύει τίποτα.
Απόσπασμα από την Ανθολογία Λευκοπλάστης για μικρές και μεγάλες αντινομίες, 1971
Πηγή: http://popaganda.gr/nikos-karouzos-o-piitis-tis-athinas/
Το σκάκι που παίζει το όνειρο με την πραγματικότητα...
[ Τον Νοέμβριο του 1984 συναντηθήκαμε με τον Νίκο Καρούζο στο πατάρι του πάλαι ποτέ Drugstore, στη Στοά Κοραή, για μια συζήτηση με θέμα την πόλη ή μάλλον τη μεγαλούπολη, όπως προτιμούσε ο Νίκος Καρούζος: τη λάμψη και την ομορφιά, τον πανικό και την ποιητική της δύναμη. Η συζήτηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ζάλη», τχ. 2, Μάρτιος 1985. Προφανώς εκ παραδρομής, η συζήτηση παρέμεινε αθησαύριστη στον συγκεντρωτικό τόμο με τις συνεντεύξεις του Νίκου Καρούζου (Οι συνεντεύξεις του Νίκου Καρούζου, φιλολογική επιμέλεια: Ελισάβετ Λαλουδάκη, Ίκαρος, 2002). Γ-Ι.Μ.-Θ.Σ.]
Ν.Κ.: Εγώ είμαι άνθρωπος της μεγαλούπολης. Παρά το γεγονός ότι έχω πολύ μεγάλη αγάπη στη Φύση, στα δέντρα, στη θάλασσα, στις ερημιές, αν θέλεις, εντούτοις αυτό είναι περισσότερο θεωρητικό παρά πραγματικό. Η πραγματική μου ένταση βγαίνει μέσα από τις συγκινήσεις της μεγαλούπολης. Το να δω, σ' ένα δάσος, να τρέχει ένα κουνάβι, είναι βεβαίως μια πάρα πολύ ωραία εικόνα, είναι μια αιωνιότητα, αλλά προτιμώ να είμαι στη μεγαλούπολη και να βλέπω να τρέχει μια μοτοσικλέτα μανιωδώς. Στη μεγαλούπολη είναι που παρακολουθώ με αγωνία μεγάλη το σκάκι που παίζει το όνειρο με την πραγματικότητα, όπου θα 'λεγα πως κερδίζει κατά ενενήντα πέντε τοις εκατό η πραγματικότητα τις παρτίδες. Ωστόσο το όνειρο παραμένει πάντα ένας αντίπαλος της πραγματικότητας, έστω και με ελάχιστες νίκες ή ισοπαλίες. Σαχ και ματ, όμως, κάνει συνήθως η πραγματικότητα. Αυτό, λοιπόν, το ζω με ένταση μεγάλη μέσα στη μεγαλούπολη. Το ζω επίσης και με ενδιαφέρον και με πανικό. Παίζεται και στη Φύση αυτό το σκάκι, αλλά οι παρτίδες είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσες στην πόλη μέσα.
Γ.-Ι.Μ.: Δεν είναι άγριο, δηλαδή, το παιχνίδι στη Φύση;
Ν.Κ.: Δεν είναι ζήτημα τόσο της αγριότητας, όσο του ενδιαφέροντος. Αγριότητα υπάρχει παντού, και η Φύση είναι γεμάτη αγριότητα.
Γ.-Ι.Μ.: Θα ήθελα να μιλήσεις λίγο για τους κρυψώνες που παρέχει η μεγαλούπολη σε μια ιδιοσυγκρασία αλλόκοτη και μοναχική.
Ν.Κ.: Ο τρομερότερος κρυψώνας της μεγαλούπολης είναι ο μεγάλος δρόμος, η λεωφόρος. Βρίσκεσαι εκεί ολωσδιόλου μόνος. Η μοναξιά στη λεωφόρο περιέχει και όλους τους κινδύνους. Δηλαδή, μπορεί κάποιος να σε πατήσει, μπορεί ν' ανέβει μια μοτοσικλέτα στο πεζοδρόμιο και να σε κομματιάσει, μπορεί να συναντήσεις ένα φίλο που θα σου πει γεια σου και θα προχωρήσει σαν για πάντα αποχαιρετώντας.
Γ.-Ι.Μ.: Στη λεωφόρο επισημαίνω και μια συναρπαστική αντίφαση: ενώ είσαι όρθιος και ολόκληρος, ενώ είσαι έκθετος και όλοι σε βλέπουν, είσαι ταυτοχρόνως και αόρατος.
Ν.Κ.: Ναι, συμφωνώ. Θέλω να σου πω τώρα μια εμπειρία που μου έτυχε στη λεωφόρο πριν από καιρό. Προχωρούσα, λοιπόν, στη Βασιλίσσης Σοφίας, που είναι βεβαίως απ' τις μεγαλύτερες λεωφόρους της Αθήνας, και με σταματάει αίφνης, κάποιος μάλλον μεθυσμένος, και μου λέει: Κύριε, δεν έχω κάνει τίποτα. Λέω: Και ποιος σου είπε ότι έχεις κάνει κάτι; Όχι, λέει, δεν έχω κάνει τίποτα. Πρέπει να σας το δηλώσω. Μα τι να μου δηλώσεις, του λέω, ούτε σε ξέρω, ούτε με ξέρεις, ούτε ξέρω αν έχεις κάνει κάτι, ούτε φαντάζομαι πως έχεις κάνει κάτι. Όχι, ξαναλέει, δεν έχω κάνει τίποτα, κι ας λένε. Και προχώρησε. Είναι καταπληκτικό. Δηλαδή εκείνη τη στιγμή εγώ, σαν ο αόρατος, όπως το διατύπωσες, εκπροσωπούσα στην πλαστή του ενοχή το δικαστή ή τον εξομολόγο. Αυτό ήταν ένα περιστατικό που μ' έβαλε σε μεγάλη σκέψη. Για δες, σκέφτηκα, τελικώς η λεγόμενη έσχατη κρίση στους ουρανούς, επισυμβαίνει στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας. Στη λεωφόρο είσαι πράγματι αόρατος και, κατά κάποιον τρόπο, παντοδύναμος όσο και εντελώς αδύναμος. Άλλωστε, παντοδυναμία και πλήρης αδυναμία, για να θυμηθούμε τον Ηράκλειτο, είναι ένα.
Εξοικείωση με την κόλαση.....
Γ.-Ι.Μ.: Ποιοι είναι οι χώροι της μεγαλούπολης που σε προσδιορίζουν;
Ν.Κ.: Εμένα οι αγαπημένοι μου χώροι είναι οι εξής: το κελλί μου, κατ' αρχήν. Το υπόγειο δηλαδή που μένω. Είναι οι μεγάλοι δρόμοι, για τους οποίους μιλήσαμε πριν, και όπως ξέρεις κι εσύ μια κι έχουμε πάει πολλές φορές μαζί, τα νυχτερινά μπαρ. Το ξενύχτικο μπαρ εκφράζει τον πανικό της νύχτας. Είναι, όμως, κι ας ακούγεται σαν παραδοξολογία, ένας πανικός τρομερά ευχάριστος. Αισθάνομαι ολωσδιόλου όμορφα να πηγαίνω το πρωί, μετά το μπαρ, να κοιμηθώ οχτώ ώρες-
Θ.Σ.: Όταν ξυπνάει η πόλη.
Ν.Κ.: -όταν έχει λήξει η εκμετάλλευση. Να κοιμηθώ δηλαδή τις ώρες που επισυμβαίνει η εκμετάλλευση, και να βγω μετά, όταν πια έχει λήξει.
Θ.Σ.: Όταν αρχίζει η γιορτή, ας πούμε.
Γ.-Ι.Μ.: Όχι μόνο δεν μπορείς να τη ζεις την εκμετάλλευση, αλλά ούτε και να τη βλέπεις.
Ν.Κ.: Ναι, δεν αντέχω ούτε την εικόνα της αγριότητάς της.
Γ.-Ι.Μ.: Πώς βλέπεις τους ανθρώπους μέσα στα μπαρ; Είναι σαν να ζουν τη γιορτή; σα να θέλουν να παραδοθούν στη λήθη; σα να απολαμβάνουν μια πρόγευση του παράδεισου ή σαν να προσπαθούν να εξοικειωθούν με την κόλαση;
Ν.Κ.: Το δεύτερο είναι. Εξοικείωση με την κόλαση. Ή, όπως το είπα εγώ προηγουμένως, ο ευχάριστος πανικός. Είναι ανάγκη εξοικείωσης με την κόλαση, που δεν είναι μόνον εξωτερική, αλλά κυρίως εσωτερική. Βεβαίως, η εσωτερική κόλαση έχει πολλά δούναι και λαβείν με την εξωτερική πλευρά της.
Θ.Σ.: Πώς νομίζεις ότι γαλουχεί και διαμορφώνει τους ανθρώπους η μεγαλούπολη;
Ν.Κ.: Έχω την ιδέα πως πρέπει να περιμένουμε να δούμε τι θα γίνει με τις μοτοσικλέτες. Είναι ένα ιλιγγιώδικο φαινόμενο, που δεν έχει κάνει ακόμα την γκάμα του. Θέλω να δω πόσο η νεολαία, που τη σέβομαι απεριόριστα κι έχει τους λόγους της να είναι μηδενιστική, όπως μηδενιστής είμαι κι εγώ άλλωστε, και πρέπει να είναι κάθε σωστός άνθρωπος, θα κάνει κάποιαν αντικατάσταση με κάποιον πιο νοήμονα μηδενισμό, πιο εσωτερικό και πιο πνευματικό. Απ' αυτό το φαινόμενο θα κριθεί η μεγαλούπολη. Όχι σαν κυκλοφορία, αυτό θα ήταν αστείο να το συζητήσουμε. Αλλά σαν ψυχική κυκλοφορία.
Θ.Σ.: Να γίνει δηλαδή ο ίλιγγος της μοτοσικλέτας, εσωτερική ιλιγγιώδης ταχύτητα.
Ν.Κ.: Ναι. Κι αυτό θα το αποφασίσει η ίδια η νεολαία. Τελικά δεν είναι οι μοτοσικλέτες που επιτίθενται. Είναι η εξουσία που έχει επιτεθεί από καιρό, και οι μοτοσικλέτες αμύνονται. Είναι σαν αντίδοτο. Μέσα σ' αυτή τη φρίκη της εξουσίας, της ψευτιάς και της βλακώδικης υπερκατανάλωσης, οι νέοι αντιδρούν ωραία. Μηδενιστικά ίσως και αυτοκτονικά, αλλά το παίζουν. Κι αυτό είναι αξιοθαύμαστο. Η πολιτική είναι χαμηλό φαινόμενο και η εκλεκτή νεολαία το έχει καταλάβει. Ένας Κνίτης, φερ' ειπείν, μπροστά σ' ένα μηδενιστή νέο, είναι ακόμα υποπραγματικός πνευματικά. Δεν το λέω επιτιμητικά, το λέω διαγνωστικά. Είναι σεβαστός, είναι ιδεολόγος ο Κνίτης, αλλά δε νομίζω ότι μπορούν πια να παίξουν ρόλο σοβαρό οι ιδεολογίες.
Γ.-Ι.Μ.: Η ποίηση τι ρόλο παίζει μέσα στη μεγάλη πόλη;
Ν.Κ.: Η ποίηση μορφή μοτοσικλέτας είναι. Έτσι πρέπει να είναι. Το να βγεις σήμερα και να κάνεις ένα έπος ηθικολογίας δεν σημαίνει τίποτα. Είναι μια άμυνα αντεπιθετική σήμερα η ποίηση, είναι ένα φαινόμενο αντιεξουσιαστικό.
Θ.Σ.: Αυτό εκδηλώνεται με μια σκληρότητα στη φόρμα;
Ν.Κ.: Ε, βέβαια. Δεν μπορείς, ας πούμε, να κάνεις σήμερα απαλές και ντελικάτες φόρμες, ούτε και λεκτικές φιοριτούρες. Πρέπει να είσαι αδρός, αλλά όχι συνθηματολόγος. Η φόρμα να είναι κλειστή και βίαιη. Αυτό.
Θ.Σ.: Και η τρυφερότητα;
Ν.Κ.: Η τρυφερότητα πρέπει να προκύψει μέσα από μια τέτοια φόρμα. Άλλωστε ο ποιητής δεν υπάρχει χωρίς τρυφερότητα.
Γ.-Ι.Μ.: Και η μεγαλούπολη προσφέρει μιαν άγρια, μια καινούργια τρυφερότητα.
Ν.Κ.: Συμφωνώ. Για μένα το κίτρινο ενός τρόλεϊ είναι πάρα πολύ τρυφερό κίτρινο. Πολύ πιο τρυφερό από ένα κίτρινο αγριολούλουδο. Το ίδιο και το κίτρινο ενός ταξί.
Θ.Σ.: Άρα, η πόλη σε μεθάει.
Ν.Κ.: Η πόλη ναι, μου προκαλεί μία μέθη. Δεν μπορώ, παρά μόνο για λίγο, να ζήσω μακριά της. Πρέπει να επιστρέψω στην αγαπημένη μου κόλαση.
Θ.Σ.: Από το 1945 που ήρθες στην Αθήνα μέχρι σήμερα υπάρχει κάποιος κοινός μύθος που να συνδέει όλα αυτά τα ενδιάμεσα χρόνια; Έχει μείνει μια κοινή νοοτροπία, παρά τις εξωτερικές αλλαγές της Αθήνας;
Ν.Κ.: Ναι, αλλά όχι απολύτως. Εξακολουθεί, κατ' αρχήν, να λειτουργεί η μνήμη του Εμφύλιου Πόλεμου. Φοβερό πράγμα. Εξακολουθεί να κυριαρχεί η νοοτροπία της Δεξιάς, ακόμη και στα τάχατες προοδευτικά κόμματα. Εξακολουθεί να λειτουργεί η ανάγκη του Έλληνα να φάει, διότι πείνασε πολύ και επί πάρα πολλά χρόνια. Πάντως ένας άνθρωπος ευαίσθητος, ένας που αρνιέται την εκμετάλλευση, ένας ποιητής, είναι εξίσου δύσκολο να επιβιώσει και σήμερα, όπως και τότε. Συμβαίνει να επιβιώνουν οι άγριοι. Βεβαίως είναι δίδαγμα της Φύσης αυτό, αλλά ο άνθρωπος πρέπει να πάει πέρα απ' τη Φύση. Πρέπει να επιβιώνουν οι πάντες και όχι μόνον οι άγριοι.
Θ.Σ.: Τα προάστια τι ρόλο παίζουν στη μεγαλούπολη;
Ν.Κ.: Στα φοιτητικά μου χρόνια ήταν οι τόποι των ραντεβού με κοπέλες. Τότε έπρεπε ν' αντιμετωπίσεις τη γυναίκα μ' έναν τρόπο ειδυλλιακό και δαντελωτό. Έπρεπε να την πας πρώτα σε κάποιο χώρο, σε μια ταβέρνα, σ' ένα ζαχαροπλαστείο. Να τη δεις πρώτα δυο-τρεις φορές, να τη διοχετεύσεις πρώτα προς τη Φύση, προς το δάσος. Σε Κηφισιές, σε Μαρούσια, σε περιοχές με βλάστηση. Κατά κανόνα τουλάχιστον.
Θ.Σ.: Σήμερα;
Ν.Κ.: Σήμερα είναι απλό, κάνεις έρωτα και σε μια γωνιά του Drugstore. Όχι πως ήταν τότε καλύτεροι οι άνθρωποι ή περισσότερο ηθικοί. Λειτουργούσαν ως θύματα απλώς μιας ορισμένης νοοτροπίας.
Θ.Σ.: Τι άλλο ρόλο παίζει το προάστιο;
Ν.Κ.: Σε σχέση με τη μεγαλούπολη, το προάστιο είναι το άλλοθι του πανικού. Λες καλά είμαι εδώ, ενώ κατ' ουσίαν δεν είσαι ούτε εκεί καλά.
Γ.-Ι.Μ.: Μίλησέ μας για τον κινηματογράφο.
Ν.Κ.: Ως φοιτητής ήμουν μανιώδης φίλος του σινεμά. Έβλεπα ιδίως αστυνομικά και γουέστερν. Σήμερα πάω σπανιότατα. Τα κουλτουριάρικα δεν τα μπορώ. Μ' ενδιαφέρουν μόνο λίγοι λαμπροί ποιητές της σκηνοθεσίας. Ο Μπέργκμαν, ας πούμε, κι ο Φασμπίντερ. Μ' ενοχλούν φοβερά και τα διαλείμματα, όπου διάφορες γκόμενες φουμάρουν με μιαν ενοχλητική αυταρέσκεια και οι γκόμενοι πάνε τυρόπιτες. Όλο το πράγμα είναι αυτάρεσκο. Δεν το χαίρονται το σινεμά. Πάνε μόνο για το διάλειμμα. Πάνε για να συναντηθούν μεταξύ τους, για να δει ο ένας την γκόμενα του άλλου. Δεν πάνε για να χαρούν το φιλμ. Εγώ πήγαινα για να χαρώ τις πιστολιές του Ρίτσαρντ Γουίντμαρκ.
Θ.Σ.: Το ίδιο δεν συμβαίνει και στα μπαρ;
Ν.Κ.: Όχι, καθόλου. Δεν ξέρω σε μερικά τι γίνεται. Εγώ πάντως όταν αναφέρθηκα προηγουμένως στα μπαρ, εννοούσα τα ξενυχτάδικα. Μετά τις δώδεκα τι γίνεται. Τότε που αρχίζει το κονταροχτύπημα με τη νύχτα. Τότε που η ψυχή ανακατεύεται. Μ' αρέσουν αυτά που κρατάνε, ακόμα και μισοπαράνομα. Που μένουν ανοιχτά και μετά τις δύο, μέχρι τις τέσσερις πολλές φορές.
Γ.-Ι.Μ.: Πες μας δυο λόγια και για την κρεαταγορά.
Ν.Κ.: Ω, είναι μεγάλη υπόθεση, μύθος ολόκληρος! Το φαγητό στην κρεαταγορά είναι, έπειτα από το αλκοόλ των μπαρ, ένα είδος λύτρωσης.
Μιλάμε για την τεχνολογία και την επιστήμη. Ο Νίκος Καρούζος θα πει σε κάποια στιγμή ότι λατρεύει τα φώτα «νέον», τις φωτεινές επιγραφές και τα τεχνολογικά επιτεύγματα, γιατί του υπενθυμίζουν «το διαρκές κι ανυποχώρητο πείσμα του ανθρώπου ενάντια στη Φύση. Κι αυτό γιατί κανένας δεν μας ερώτησε να έρθουμε εδώ, να έρθουμε στην ύπαρξη. Κι έτσι μπορούμε να βγούμε και να τ' αντικαταστήσουμε όλα. Σ' αυτή την παγίδα που είναι η ύπαρξη, εμείς πρέπει να εναντιωθούμε. Εναντιωνόμαστε με την επιστήμη και την ποίηση. Η ποίηση», θα συνεχίσει ο ποιητής, «ευδοκιμεί μέσα στη νύχτα και στη μεγαλούπολη».
Γ.-Ι.Μ.: Επειδή ξέρω ότι ακούς πολύ κλασική μουσική, έχω τώρα την περιέργεια να μάθω πώς σου φαίνεται η μουσική που ακούγεται στα μπαρ.
Ν.Κ.: Εμένα μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρουσα η σύγχρονη μουσική. Μ' αρέσει τρομαχτικά και το ροκ και το πανκ. Όχι βέβαια σε όλες τις εκδηλώσεις τους, αλλά έχω ακούσει καταπληκτικά πράγματα απ' αυτά τα μουσικά κινήματα. Ένα ντιβερτιμέντο του Μότσαρτ είναι μεγάλη υπόθεση, αλλά δεν πρόκειται να εγκλειστώ εκεί. Τώρα έχουν ανοίξει καινούργιες δουλειές. Η τέχνη άλλωστε δεν είναι φυλακή. Είναι μια τεράστια αλάνα, όπου παίζονται κάθε λογής παιχνίδια. Μου είναι συμπαθείς αυτοί που μιλάνε για ελληνική ιθαγένεια, δημοτικά τραγούδια και άλλα τέτοια, αλλά δεν πρέπει να μένουμε μόνον εκεί. Σε έσχατη ανάλυση δεν υπάρχει εθνικότητα. Η τελική εθνικότητα είναι ο θάνατος, όπως έχω γράψει σ' ένα ποίημα μου.
Γ.-Ι.Μ.: Μπορούμε να πούμε ότι εντός της πόλης επικρατεί μια πολύβουη σιγή;
Ν.Κ.: Αναντίρρητα. Όλο το πράγμα είναι κωφαλαλία. Είμαστε εντός της σιγής και της κωφαλαλίας. Λένε οι μεταφυσικοί της άλλης ζωής πως η κωφαλαλία τούτη διακόπτεται με το θάνατο, αλλά εγώ δεν το πιστεύω και δεν το αισθάνομαι αυτό.
Θ.Σ.: Τι θ' απαντούσες σε όσους ισχυρίζονται ότι η πόλη μας κάνει νευρωτικούς;
Ν.Κ.: Τι πάει να πει νεύρωση; Λίγο πολύ είμαστε όλοι νευρωτικοί. Εγώ, λόγου χάρη, όταν φεύγω απ' το σπίτι μου, επιστρέφω και πάλι συνήθως για να διαπιστώσω εάν έχω πράγματι κλειδώσει. Αυτό είναι μια νεύρωση. Και λοιπόν, τι πάει να πει αυτό; Είναι ωραίο πράγμα να χάνεις χρόνο έτσι, είναι και ποιητικό, γιατί επιτρέπει την αναποφασιστικότητα. Ό,τι δεν επιτρέπει την αποφασιστικότητα είναι και ποιητικό. Ο βλακωδώς υγιής λέει: Έχω κλειδώσει και φεύγω. Και φεύγει όντως. Είναι αποφασιστικός αυτός, αλλά και εκτός ποιήσεως. Δεν ανήκει σ' αυτό το πανόραμα των νευρώσεων, της αναποφασιστικότητας, της τρέλας και της ποίησης.
ΚΟΡΕΚΤ 1
Τεύχος 1, Απρίλιος 2014
Διεύθυνση: Γιώργος - Ίκαρος Μπαμπασάκης, Θάνος Σταθόπουλος
Πηγή: https://taenoikwkaiendimw.blogspot.com/2014/09/blog-post_27.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου