Σ’ εκείνο το κρυφόσκυλο την προκοπή σου ω Χρόνε
τι άμυνα χρειάζεται, τι θέλγητρα να σπάσει
στους κρυστάλλινους χειμώνες των βημάτων…
Εσύ τον Άδη λογαριάζεις ως ανάσταση
μα εγώ χαμένος και χαμένος
απ’ αυτό το βαρύτιμο τίποτα
θα κάνω πάλι τοσοδούλι σβωλαράκι το ασημόχαρτο
γδύνοντας εν’ ακόμη τσιγαροκούτι.
Ο λόγος τώρα για το προφορικό μεγάλο αυτοκίνητο
κάτι λέξεις αθώρητες όπως το εφ’ άπαξ
ένα πρόβλημα κι άλλο πρόβλημα
για να βρομίζουμε μ’ αυτά την ακέραστη Λύση
σα νεκρές εφημερίδες και κονσερβοκούτια ξεκοιλιασμένα
στον αφάνταστο πευκώνα.
Σαν το άλογο στο σκάκι
την ευθεία πάντα την απεχθάνομαι.
Σαν το άλογο στο σκάκι
τη Φύση το Νου και την Τύχη
μεσ’ στα έγκατα θα αισθάνομαι.
Μικροί κι αόρατοι πηδηχτοί των φυλλωμάτων ήχοι.
Εκεί που μοιάζει το μυαλό μ’ ένα σύνολο
ξερνώντας δυο και τρεις φορές όλα τ’ αθροίσματα
προικίζει θαλερός ο θάνατος τον άνθρωπο.
Αναμνηστική Λήθη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου