Στον Αλέξανδρο Γκαμπόα
κοιμητηρίου μοσχομυρίζει αγαπημένο αίμα.
Χειμωνιάτικη πόλη…Πέρασμα δαγκωτό
μιας άμαξας που εμφανίζεται σα να τραβά
σέρνοντας μια συγκίνηση αλυσοδεμένης νηστείας!
Θάθελε κανείς να χτυπήσει όλες τις πόρτες
και να ζητήσει, ποιον κι εγώ δεν ξέρω. Και ύστερα
να πάει να συναντήσει τους φτωχούς και κλαίγοντας
να δώσει μπουκίτσες φρέσκο ψωμί σε όλους
να κλέψει των πλούσιων τα αμπέλια
με τα δυο άγια χέρια
που σ’ ένα άστραμα φωτός
πετάξανε παίρνοντας καρφιά από τον σταυρό!
Τσίνορα του πρωινού, μην ανοίγετε!
Δος ημίν τον άρτον ημών τον επιούσιον,
Κύριε…!
Όλα τα κόκαλά μου ξένα
Θαρρώ τα έχω κλεμμένα
Ίσως μου έχει δοθεί κάτι
που ανήκει σε κάποιον άλλο
και σκέφτομαι πως αν δεν είχα γεννηθεί
αυτόν τον καφέ κάποιος άλλος φτωχός θα έπινε
Είμαι ένας απαίσιος λωποδύτης. Πού θα καταλήξω!
Και αυτή την παγωμένη ώρα, που η γη μυρίζει
ανθρώπινη σκόνη και είναι τόσο θλιμμένη
θάθελα να χτυπήσω όλες τις πόρτες
και να ζητήσω συγγνώμη, σε ποιον κι εγώ δεν ξέρω
και να του ψήσω μπουκίτσες φρέσκο ψωμί
εδώ, μες στο φούρνο της καρδιάς μου…!
Μετάφραση: Μπάμπης Χαραλαμπόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου