Ι
«Μια μέρα τη ζωή που ‘χασα την ξαναβρήκα στα μάτια ενός νέου μοσχαριού που με κοίταζε μ’ αφοσίωση. Κατάλαβα πως δεν είχα γεννηθεί στην τύχη. Βάλθηκα να σκαλίζω τις μέρες μου, να τις φέρνω άνω κάτω, να ψάχνω. Ζητούσα να ψαύσω την ύλη των αισθημάτων. Ν’ αποκαταστήσω, από τις νύξεις που έβρισκα διάσπαρτες μέσα στον κόσμο αυτόν, μιαν αθωότητα τόσο ισχυρή που να ξεπλένει τα αίματα -το άδικο- και να εξαναγκάζει τους ανθρώπους να μου αρέσουν.
Δύσκολο - αλλά πως να γίνει; Κάποτε νιώθω να ‘μαι τόσοι πολλοί που χάνομαι. Θέλω να πραγματοποιηθώ έστω και στο μάκρος μιας ηλικίας που να ξεπερνά τη δική μου.
Αν η ψευτιά δεν υπάρχει τρόπος να καταβληθεί ούτε από το χρόνο, τότε το παιχνίδι το έχασα.»
II
«Κατοίκησα μια χώρα που ‘βγαινε από την άλλη, την πραγματική, όπως τ’ όνειρο από τα γεγονότα της ζωής μου. Την είπα κι αυτήν Ελλάδα και τη χάραξα πάνω στο χαρτί να τηνε βλέπω. Τόσο λίγη έμοιαζε· τόσο άπιαστη.
Περνώντας ο καιρός όλο και τη δοκίμαζα: με κάτι ξαφνικούς σεισμούς, κάτι παλιές καθαρόαιμες θύελλες. Άλλαζα θέση στα πράγματα να τ’ απαλλάξω από κάθε αξία. Μελετούσα τ’ Ακοίμιστα και την Ερημική ν’ αξιωθώ να φκιάνω λόφους καστανούς, μοναστηράκια, κρήνες. Ως κι ένα περιβόλι ολόκληρο έβγαλα γιομάτο εσπεριδοειδή που μύριζαν Ηράκλειτο κι Αρχίλοχο. Μα ‘ταν η ευωδία τόση που φοβήθηκα. Κι έπιασα σιγά σιγά να δένω λόγια σαν διαμαντικά να την καλύψω τη χώρα που αγαπούσα. Μην και κανείς ιδεί το κάλλος.
Ή κι υποψιαστεί πως ίσως δεν υπάρχει.»
III
«Λοιπόν τριγύριζα μέσα στη χώρα μου κι έβρισκα τόσο φυσική τη λιγοσύνη της, που ‘λεγα πως, δε γίνεται, θα πρέπει να ‘ναι από σκοπού το ξύλινο τούτο τραπέζι με τις ντομάτες και τις ελιές μπρος στο παράθυρο. Για να μπορεί μια τέτοια αίσθηση βγαλμένη απ’ το τετράγωνο του σανιδιού με τα λίγα ζωηρά κόκκινα και τα πολλά μαύρα να βγαίνει κατευθείαν στην αγιογραφία. Και αυτή, αποδίδοντας τα ίσα, να προεχτείνεται μ’ ένα μακάριο φως πάνω απ’ τη θάλασσα εωσότου αποκαλυφθεί της λιγοσύνης το πραγματικό μεγαλείο.
Φοβούμαι να μιλάω μ’ επιχειρήματα που μόνον η άνοιξη δικαιωματικά διαθέτει: όμως την παρθενία που πρεσβεύω έτσι την αντιλαμβάνομαι και μόνον έτσι τη φαντάζομαι να κρατάει τη μυστική της αρετή: μεταβάλλοντας σε άχρηστα όλα τα μέσα που θα μπορούσαν να επινοήσουν οι άνθρωποι για τη συντήρηση και την ανανέωσή της.»
IV
«Την άνοιξη δεν τη βρήκα τόσο στους αγρούς ή, έστω, σ’ έναν Botticelli όσο σε μια μικρή Βαϊφόρο κόκκινη. Έτσι και μια μέρα, τη θάλασσα την ένιωσα κοιτάζοντας μια κεφαλή Διός.
Όταν ανακαλύψουμε τις μυστικές σχέσεις των εννοιών και τις περπατήσουμε σε βάθος θα βγούμε σ’ ένα άλλου είδους ξέφωτο που είναι
η Ποίηση. Και η Ποίηση πάντοτε είναι μία, όπως ένας είναι ο ουρανός. Το ζήτημα είναι από που βλέπει κανείς τον ουρανό.
Εγώ τον έχω δει από καταμεσής της θάλασσας.»
V
«Θέλω να ‘μαι ειλικρινής όσο και το λευκό πουκάμισο που φορώ· και ίσιος, παράλληλος με τις γραμμές πόχουν τα ξοχόσπιτα κι οι περιστεριώνες, που δεν είναι καθόλου ίσιες κι ίσως γι’ αυτό στέκουνε τόσο σίγουρα μες στην παλάμη του Θεού.
Τείνω μ’ όλους μου τους πόρους προς ένα -πώς να το πω;- περιστρεφόμενο, εκθαμβωτικό ευ. Από το πως δαγκώνω μέσα στο φρούτο έως το πως κοιτάζω απ’ το παράθυρο αισθάνομαι να σχηματίζεται μια ολόκληρη αλφαβήτα, που πασχίζω να βάλω σ’ ενέργεια με την πρόθεση ν’ αρμόσω λέξεις ή φράσεις, και την απώτερη φιλοδοξία, ίαμβους και τετράμετρα. Που σημαίνει: να συλλάβω και να πω έναν άλλο, δεύτερο κόσμο, που φτάνει πάντα πρώτος μέσα μου. Μπορώ μάλιστα να φέρω μάρτυρες ένα σωρό ασήμαντα πράγματα: βότσαλα που τα ρίγωσαν οι τρικυμίες, ρυάκια μ’ ένα κάτι παρήγορο στο κατρακυλητό τους, μυριστικά χορτάρια, λαγωνικά της αγιοσύνης μας. Μια ολάκερη φιλολογία, οι αρχαίοι Έλληνες και Λατίνοι, οι κατοπινοί χρονογράφοι και υμνωδοί· μια τέχνη, ο Πολύγνωτος, ο Πανσέληνος: όλοι τους βρίσκονται μεταγλωττισμένοι και στενογραφημένοι μέσα εκεί από το λείο, το χλοερό, το δριμύ και το εκστατικό, που η μόνη γνήσια και αυθεντική τους παραπομπή ενυπάρχει στην ψυχή του ανθρώπου.
Αυτή την ψυχή τη λέω αθωότητα. Κι αυτή τη χίμαιρα, δικαίωμά μου.»
VI
«Ω ναι, μια σκέψη για να ‘ναι πραγματικά υγιής -άσχετο σε τι αναφέρεται- πρέπει ν’ αντέχει στο ύπαιθρο. Και όχι μόνον. Πρέπει την ίδια στιγμή στην ευαισθησία μας να ‘ναι καλοκαίρι.
Λίγο, δυο - τρεις βαθμούς πιο χαμηλά, τετέλεσται: το γιασεμί σωπαίνει, ο ουρανός γίνεται θόρυβος.»
VII
«Χείλι πικρό που σ’ έχω δεύτερη ψυχή μου, χαμογέλασε!»
VIII
ΓΥΜΝΟΣ, ΙΟΥΛΙΟ ΜΗΝΑ, το καταμεσήμερο. Σ’ ένα στενό κρεβάτι, ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλινα, με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο μου που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του.
Κοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας. Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά την κασέλα όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψάθα. Χάμου, στ’ άσπρα και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα. Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο.
Γεννήθηκα για να’χω τόσα. Δεν μου λέει τίποτε να παραδοξολογώ. Από το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε. Μόνο που ‘ναι πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίξεις οπόταν η φύση σού υπακούει. Κι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της.
Οδυσσέας Ελύτης, Μικρός Ναυτίλος, [Μυρίσαι το άριστον]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου