Σαν τον Κυναίγειρο, τον αδελφό του Αισχύλου,
Ξέρετε.
Που όταν οι Πέρσες απ' τον Μαραθώνα τρέξανε
Στα πλοία τους να φύγουν να σωθούν
Αυτός εμπόδισε μια τριήρη χώνοντας
Τα νύχια του στην πρύμη. Του 'κόψαν
Το χέρι απ' τη ρίζα. Αιμόφυρτος
Συνέχισε με το άλλο.
Κι όταν το 'κοψαν κι εκείνο, σε ύστατη,
Μπήγει τα δόντια στο σκαρί ελπίζοντας
Να ματαιώσει, λέει, την αναχώρηση.
Να ματαιώσει, πώς; Ένας προς όλους;
Φούμαρα του μύθου, αμετροέπειες.
Την αναχώρηση την είχε δεδομένη. Πάλευε
Την καθυστέρηση μονάχα να κερδίσει.
Αφού (ομογάλακτος του Αισχύλου) το 'νιωθε:
Κάθε λεπτό είν' από μόνο του μια νίκη. Πάλευε
Την καθυστέρηση μονάχα να κερδίσει.
Σαφώς την καθυστέρηση.
Με νύχια
Και με δόντια.
Τοπία του Τίποτα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου