Και ξαφνικά,
Δεν ήθελα πια τίποτα να ρωτήσω.
Σούλι, Ματζικέρτ και Θερμοπύλες
Σκρα, Σαγγάριος, Βερντέν, Μπακού και Σκόδρα
Βελισσάριος, Αλέξανδρος και Νέλσον
Καίσαρ, Χίτλερ και Βουλγαροκτόνος
Κοσμοκτόνοι, αυτοκτόνοι, κτόνοι, κτήνη!
Οι παλιοί, Φραντζέσκο, Νίκος, Μπρέντα
Πάντα αιχμάλωτοι στην άδεια Βαβυλώνα
Και σ’ όλο τούτο το διάστημα ο Τυρταίος
Σκαρφαλωμένος σ’ ένα πλάτανο να κρώζει.
Αχ, η άμμος η καφτή που προχωρούσαμε
Δεκατέσσερις χιλιάδες εξακόσιοι
Αρμένηδες ή Εβραίοι – δε θυμάμαι
Δε θυμάμαι παρά μόνο πως μια νύχτα
Ακούσαμε ένα πουλί ξεστρατισμένο
Ίσως και να μην ήταν, μα, σας λέω, τα’ ακούσαμε –
Και μόνο τότε, μόνο τότε
Κακιώσαμε με το Θεό
Που μας τα πήρε όλα και μας άφησε
Τα πουλιά.
«Γιατί;» είπαμε με μια θλίψη που δεν είχε θέση
Ύστερα πεθάναμε.
Ξανάρθαμε πενήντα χρόνια πριν.
Τριάντα πιο μπροστά. Εξήντα.
Ποτέ δεν γυρνούσαμε το κεφάλι.
Πίσω μας γίνονταν όλα αλάτι
Και προχωρούσαμε.
Μεγαλώνοντας πάντα τη θάλασσα.
(Από το ΣΧΕΔΟΝ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΟΣ, ΙΚΑΡΟΣ, 1971)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου