Η ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΔΙΑΤΗΡΕΙΤΑΙ
Η ισορροπία διατηρείται χάρις στο μικρό παιδί
Που περπατά ευθυτενές στην πράσινη μπέρτα του
Μέσα στο σκοτεινό απόγευμα του Γενάρη
(ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΚΑΝΙΓΓΟΣ, 1975)
ΣΤΙΓΜΙΑΙΟ
Οι ναυτικοί μιλούνε για γυναίκες
Οι έμποροι για ευκαιρίες
Οι παίχτες του μπιλιάρδου βάζουν ταλκ στις στέκες
Ο πλοίαρχος θυμάται τις κακοκαιρίες.
ΙΣΟΠΕΔΩΣΗ
Αυτός ο άνθρωπος ήταν ένα τίποτε
Τον έδερνες ή σ’ έδερνε του ήταν το ίδιο
Κίνητρα σ’ αυτόνε δεν υπήρχαν
Ύπουλος και νωθρός
Θρασύς και φιλήδονος
Ήταν ένας ασπόνδυλος
Νόθος
Του καλού και του κακού
Και σαν κι αυτόν
Έχει γεμίσει ο πλανήτης
ΚΥΡΙΕ ΕΛΕΗΣΟΝ
Σε πρώτο πλάνο η μέρα με το φως
Στο δεύτερο τα σπίτια κι οι σκιές τους
Πιο πίσω το ίδιο πάντα βουνό
Κι αόρατο στο μάτι
Φως εξ Ανατολών
Ο Παντοκράτωρ
Οκτώβριος
Έλεος
Ν’ ανεβώ
Πιο πάνω απ’ τους πιθήκους.
(ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ, 1978)
ΟΥΡΑΝΟΣ ΚΥΡΙΑΡΧΟΣ
Ο φάρος πάει, χάθηκε.
Του λιμανιού ρημάξανε τα στήθη
Μονάχα η Δύση απόμενε
Ανάλλαχτη
Στο χρόνο και στα ήθη
Σαν του σταυρού απαράλλαχτη
Φλεγόμενη τη Δόξα
Και στην σφενδόνη τ’ ουρανού
Οι σκιές του απέναντι βουνού
Τεντώσανε τα τόξα.
(ΘΕΙΑΦΙ ΚΑΙ ΑΠΟΘΕΩΣΗ, 1982)
ΑΣΤΡΑΠΕΣ
Σαν τις τουρμπίνες
Σα να ’ναι νεύρα
Ή σαν παλάμες
Φρικιαστική η
Ταχύτητά τους
Καθώς εγγράφουν
Στον ουρανό
Σε άπειρο χρόνο ελάχιστο
Ηλεκτρικά μεσονύκτια διαγράμματα
Η ομορφιά τους
Τέλος δεν έχει
Ρίγος μάς διαπερνά το κορμί.
ΧΩΡΙΣ ΠΕΡΙΣΤΡΟΦΕΣ
Ο λόγος ορφανός από πατέρα
Υπόκειται στην πλάνη
Ή ταχυδρόμος καταντά
Δολίων συμφερόντων.
Ο λόγος ορφανός από μητέρα
Είναι στιλπνός
Μπορεί να τον θαυμάσεις
Αλλά δεν έχει σπλάχνα
Και δε σπλαχνίζεται
Και την αγάπη
Ούτε που την οσμίζεται.
(Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ, 1989)
ΕΓΚΩΜΙΟ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ
Πάτησε ξένα οικόπεδα
Το καλοκαίρι
Δεν λέει να φύγει.
Κι όποτε βγαίνω στις κάθετες
Στ’ αριστερά μου κοιτώ τη σελήνη
Ένα μικρό την τυλίγει
Τόξο ουράνιο
Κάτι της λείπει για να ’ναι πανσέληνος.
Η ομορφιά της
Αν και ελάσσονος τόνου
Είναι απερίγραπτη
Σαν την γυναίκα εκείνη
Που απ’ τα μέσα της λάμπει.
ΥΨΗΛΟΣ ΠΥΡΕΤΟΣ
Ήμουν πέντε χρονών
Υψηλός πυρετός
Κάθε τόσο
Από άγνωστη αιτία
Στο κρεβάτι τρεις μέρες
Με κρατούσε σε κώμα
Κυριαρχούσε το κόκκινο εκεί
Το πιο κόκκινο που ’χω γνωρίσει
Αποσύνδεση πλήρης από
Το βασίλειο της μέρας το οικείο
Δεν υπήρχαν παιχνίδια, γλυκά
Ούτε όμως και λέξεις που φέρνουν ναυτία
Ένα βύθισμα κι όλα ζεστά.
Ετελείωνε κάποτε αυτό
Κι ήταν μέρα συνήθως
Φθινοπώρου απόγευμα
Που νυχτώνει νωρίς και βαραίνουν
Οι καρδιές των παιδιών.
Ο πατέρας ορθός στη γωνία
Του μικρού κρεβατιού
Βοηθούσε ν’ ανέβω
Μοναχά με το βλέμμα
Στον επάνω τον κόσμο.
ΤΙ ΚΡΙΜΑ
Κανείς δεν έρχεται να δει και να θαυμάσει
Αυτή την όαση
Που μερικοί
Περνώντας μέσα
Απ’ την οδύνη της απώλειας
Δημιούργησαν για μας.
(ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΜΥΝΑΣ, 1999)
Πηγή: https://www.oanagnostis.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου