Τις βαριές τις ώρες που είμαι μόνος,
και δεν είναι γύρω μου κανείς,
που δεν είμαι παρά μόνο πόνος,
–περιμένω, Μάνα, να φανείς!
Κι όπως ήξερα όλες σου τις πράξεις,
πριν, σα ρόδο, σπάσεις και σαπείς,
σχεδόν ξέρω πώς θα με κοιτάξεις,
και τα λόγια ακόμα, που θα πεις…
Ξέρω, ακόμα, πώς θα με χαϊδέψεις,
μ’ έναν τρόπο τόσο τρυφερό,
που θα σβήσεις όλες μου τις σκέψεις,
που με βάραιναν, τόσον καιρό…
Κι άμα νιώσεις όλο μου τον πόνο,
τι μεγάλος είναι και βαθύς,
φτάνει τη ματιά μου να δεις μόνο,
–δε θα φύγεις… θα με λυπηθείς!
Δημοσιεύτηκε στις 15.10.1939 στη Νέα Εστία. Ωστόσο, ο Δικταίος υποθέτει μάλλον εύλογα ότι πρέπει να γράφτηκε στα τέλη 1937 με αρχές 1938 –η μητέρα του ποιητή, που την υπεραγαπούσε, πέθανε το 1937.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου