Ω! Διάφανη Παλλάδα εσύ, της ράτσας μου ω θεά,
που έχει κοντάρι κοφτερό και θώρακας σε ντύνει
και που το κράνος φωτερά δυο μάτια σου το σκίζουν
Σού φέρνω απόψε τον καημό και το παράπονό μου.
Το καλοκαίρι απλώνεται παντού, ο ήλιος γέρνει,
οι φυλλωσιές και τα πουλιά κι'όλο το σύμπαν τρέμει
από τον πόθο το γλυκό: και νοιώθω εγώ μια πείνα
για όλα τούτα που ευωδάν, για όλα τούτα που καίνε....
Πια να βαστάξω δε μπορώ το θείο το δειλινό.
Στο μέτωπό μου ακούμπησε το χέρι, να ξεχάσω,
κάτωθεν απ' τη δροσερή και την πλατιά σου ασπίδα,
τ' αηδόνι της Ανατολής, της Αφρικής τη λαύρα,
και τις βεράντες, τα βαριά γαρούφαλα, τις βρύσες,
τη χλόη την ολόβαθη σαν το στρωτό κρεββάτι,
τις φοινικιές, και γύρω τους τα ρόδα της Βεγγάλης...
Και μάκρυν' από μένανε, Θεά, την αδερφή σου
την Αφροδίτη, τ' όραμα το τρισκαταραμένο,
την άφοβη σκληράδα αυτή που τύψη δε γνωρίζει
την πεθυμιά της πεθυμιάς τη δίψα του θανάτου
που λυώνεται όποιος τ' υγρό θε να γευτεί φιλί της....
Μα εσέ το στόμα σου κλειστό και η καρδιά σου είν' άδεια,
τα μάτια σου έχουν της αυγής το δροσερό το φέγγος,
και η περφάνεια σ' το κρατάει ψηλά το μέτωπό σου,
Ποτέ σου δεν ξαπλώνεσαι, ποτέ σου δε στενάζεις,
η πλάνη, μόλις 'γγίξει σε, λιγοθυμά και πάει.
Αγέλαστη, το λάγγεμα του πόθου εσύ δε νοιώθεις
και μόνο ξέρεις κι' αγαπάς την άμετρη τιμή σου.
Ξοπίσω από τους λόφους σου που οι μέλισσες χορεύουν
να σκαρφαλώνει τη θωρείς τη δόξα του Κορνήλιου.
Στ' ονείρατό σου το ήρεμο, που τέλος δε γνωρίζει,
περνάει ο Σιντ, ο Αλέξανδρος αντάμα κι ο Ρολλάνδος.
Και φλεγόμουν απ' τ' όνειρο και τη θέρμη εγώ,
τη μεγαλόπρεπη σιγή τη γέμιζε με κλάμμα,
ώσπου να νοιώσω μ' έκανες, βασίλισσα τ'ς ασπίδας,
πως μια ηδόνισσα καρδιά μοιάζει καρδιά πολέμια....
-Μια μέρα, σαν η άνοιξη ροδίσει τα μπουμπούκια,
να γονατίσω θεναρθώ μπρος στην Ακρόπολή σου,
ενώ λαμπρός και διάφανος θα με κυκλώνει αιθέρας.
Στη γη ετούτη των θεών αχ! δος μου να πεθάνω!
Στο φωτεινό και κάτασπρο θε να μου βάλουν μνήμα
τον άργιλλο που θα πλαστεί σε σχήμα περιστέρας,
έναν καθρέφτη ανάμεσα σε λούλουδα, κια κόμα
τη ζωγραφιά του Έρωτα που στην καρδιά μου εζούσε.
Δέξου με τὀτ' εσύ, θεά, σωστή και πάντα δίκια,
μες στο αιώνιο βλέμμα σου και στο βασίλειό σου.
Και ας είμαι, κάτω απ' την πλατιά παλάμη του χεριού σου,
μ' ανθρωπινά τα μάτια μου, μια Νίκη φτερωμένη,
Κι έτσι να βλέπω, την αυγή, τα κύματα ως ξυπνούνε
και τα κατσίκια να πηδούν στα ρόδινα τα βράχια.
Να μου χαρίζει του βουνού τ' ολάνθιστο θυμάρι
την πιπεράτη του ευωδιά μαζί και τη μελένια.
Κι άφοβα πια κι ανέμποδα στην αγκαλιά του απείρου
να τριγυρίζω πίσωθεν απ' τη σκιά του Ομήρου.....
Κοντέσσας ντε Νοάιγ ( Anna-Élisabeth de Noailles,1876-1933), "Ποιήματα", μετάφραση Μυρτιώτισσας, Αθήναι 1928.Όλες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου