Κυριακή 4 Αυγούστου 2024

Νκηφόρος Βρεττάκος - Ποιήματα





Ανάμνηση απ' τον Ταΰγετο

Έστηνε η Άνοιξη την προτομή μου
σε μικρούς λόφους ειρήνης,
έλαμπε καθισμένο στο ραβδί μου ένα πουλί από φως
κ' έβρεχε ιριδισμούς στα πρόβατα το αιώνιο σέλας της αγάπης.

Μες στη σιωπή, το θαλασσί φλοίβησμα του αίματός μου
ανάδινε τον ήχο του αδραχτιού της μητέρας μου,
που ύφαινε στων σταχτιών το πράσινο και το λευκό μαλλί του αυγερινού.

Μικρός Εωσφόρος του φωτός στου Ευρώτα τις ροδοδάφνες,
έπαιρνα δίπλα τα βουνά βρεγμένος από το φεγγάρι
με δυο άσπρους κρίνους στην καρδιά,
μ' εφτά σημαίες στα χείλη,
κι απάνω από των γερακιών τις ατελεύτητες μοναξιές
επόπτευα το σύμπαν, θησαυρίζοντας τοπία
κι αλλοτινά φώτα στη μνήμη μου.

Γράμμα στον άνθρωπο της πατρίδας μου

...Μην με μαρτυρήσεις!
Και προπαντός να μην του πεις πως μ' εγκατέλειψεν η ελπίδα!
Καθώς κοιτάς τον Ταΰγετο, σημείωσε τα φαράγγια που πέρασα.
Και τις κορφές που πάτησα. Και τα άστρα
που είδα. Πες τους από μένα, πες τους από τα δάκρυά μου,
ότι επιμένω ακόμη πως ο κόσμος
είναι όμορφος!

Γυναίκες της Πίνδου

« Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ' ανέβαιναν.
Με την ευκή στον ώμο τους κατά το γιο πηγαίναν
και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες
κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους
κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε,
μ' αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα
κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα
χάνονταν ορθομέτωπες η μιά πίσω απ' την άλλη ».



Οι μικροί γαλαξίες


Πάνε κι έρχονται οι άνθρωποι πάνω στη γη.
Σταματάνε για λίγο, στέκονται ο ένας
αντίκρυ στον άλλο, μιλούν μεταξύ τους.
Έπειτα φεύγουν, διασταυρώνονται, μοιάζουν
σαν πέτρες που βλέπονται.
Όμως, εσύ,
δε λόξεψες, βάδισες ίσα, προχώρησες
μες από μένα, κάτω απ' τα τόξα μου,
όπως κι εγώ: προχώρησα ίσα, μες από σένα,
κάτω απ' τα τόξα σου. Σταθήκαμε ο ένας μας
μέσα στον άλλο, σα νάχαμε φτάσει.
Βλέποντας πάνω μας δυο κόσμους σε πλήρη
λάμψη και κίνηση, σαστίσαμε ακίνητοι
κάτω απ' τη θέα τους -
Ήσουν νερό,
κατάκλυσες μέσα μου όλες τις στέρνες.
Ήσουνα φως, διαμοιράστηκες. Όλες
οι φλέβες μου έγιναν άξαφνα ένα
δίχτυ που λάμπει: στα πόδια, στα χέρια,
στο στήθος, στο μέτωπο.
Τ' άστρα το βλέπουνε, ότι:
δυο δισεκατομμύρια μικροί γαλαξίες και πλέον
κατοικούμε τη γη.

Πικραμένος αναχωρητής


Θα φύγω σε ψηλό βουνό, σε ριζιμιό λιθάρι
να στήσω το κρεβάτι μου κοντά στη νερομάνα
του κόσμου που βροντοχτυπούν οι χοντρές φλέβες του ήλιου,
ν' απλώσω εκεί την πίκρα μου, να λυώσει όπως το χιόνι.

Μην πιάνεσαι απ' τους ώμους μου και στριφογυρίζεις
άνεμε!
φεγγαράκι μου!
Καλέ μου!
Αυγερινέ μου!

Φέξε το ποροφάραγκο! Βοήθα ν' ανηφορήσω!
Φέρνω ζαλιά στις πλάτες μου τα χέρια των νεκρών!
Στη μια μεριά έχω τα όνειρα, στην άλλη τις ελπίδες!
Κι ανάμεσα στις δυο ζαλιές το ματωμένο στέφανο!

Μη με ρωτάς καλέ μου αϊτέ, μη με ξετάζεις ήλιε μου!
Ρίχτε στο δρόμο συννεφιά να μη γυρίσω πίσω!
Κοιτάχτηκα μες στο νερό, έκατσα και λογάριασα,
ζύγιασα το καλό και το κακό του κόσμου. Κι αποφάσισα,
να γίνω το μικρότερο αδερφάκι των πουλιών!



Το παιδί με τη φυσαρμόνικα

Θα βγω στον κάμπο να μαζέψω
τα πεσμένα φύλλα του ήλιου,
να πλάσω τις ακτίδες του -τούτο το καλοκαίρι-,
να πλάσω τις ακτίδες του σε φύλλα για να γράψω
τον ουρανό και το τραγούδι σου, Ελληνόπουλο!
Γιατί το χώμα δε με φτάνει! Δε με φτάνει το αίμα μου!
Γιατί τα δάκρια μου δε φτάνουνε να πλάσω τον πηλό μου!

Τι να το κάνω το σπίτι μου; Έξω σε τραγουδάνε!
Έξω μιλούν για σένανε! Δε μου φτάνει η φωνή μου!
Θα τρέξω εκεί που σ' άκουσα να λες "Όχι" στο θάνατο.
Θα τρέξω εκεί που πήγαινες σφυρίζοντας αντίθετα
στ' αστροπελέκι, αντίθετα στη διαταγή
και στο γλυκό ψωμί της γης! Αντίθετα
στα γαλανά σου μάτια που ήταν για τον έρωτα!

Πηγή:http://www.mani.org.gr/poiisi/vretakos/vret1/poiimata_vrettakou1.htm

Γράμμα

Δεν έχω ένα φύλλο απ' τα παλιά πράσινα δέντρα.

Σου γράφω τη λύπη μου σ' αυτό το χαρτί.
τόσο ελαφριά που να στη φέρει ο άνεμος,
τόσο καλή και τρυφερή που να μη παραξενευτεί ο ήλιος,
ευγενική σαν τη σιωπή που περπατεί στο χορτάρι
τη νύχτα, απλή και καθαρή σαν το νεράκι που τρέχει
και δε μαντεύεις πως το γέννησε η χτεσινή καταιγίδα.

Πολλοί σκοτώθηκαν. Πολλοί ζούμε. Όλοι μας είμαστε
λαβωμένοι. Είναι βαρύς από τον πόνο μας ο κόσμος.

Mε τη σιωπή της θάλασσας θα λάβεις τη λύπη μου.
Σου στέλνω αυτό το αιώνιο μου 
Μη με λησμόνει!
Είναι ένα φως διπλωμένο ανάμεσα σ' ένα μικρό συννεφάκι.
Σου στέλνω αυτό το αρνάκι, μια κ' είσαι κοντά στο Θεό,
να τ' οδηγήσεις σ' ένα πράσινο κήπο του.

Σου στέλνω αυτό το βρέφος με το τσακισμένο ποδαράκι.
Ανέβασέ το στο παράθυρο με τον αυγερινό,
κοντά στον κόσμο, κοντά στο όνειρο,
κοντά στην καλοσύνη σου, που είναι ζεστή σα μια ανάσα μητέρας,
κοντά στο τζάκι που ονειρεύεσαι με το χέρι στο μέτωπο
την ευτυχία του πεινασμένου, του στρατιώτη, του άρρωστου.
Βάλτο κοντά στην πράσινη σημαία. Κοντά στο κόκκινο
άλογο. Στη μητέρα σου πλάι, που τριγυρισμένη
απ' του Γενάρη τους σπουργίτες, γνέθει την ελπίδα.
Βάλτο κοντά στο στεναγμό της φιλίας. Κοντά-κοντά.
Βάλτο να κάτσει, κι άνοιχτου σαν ένα γέλιο το παράθυρο
να ιδεί τον κόσμο.

 

Μαζεύω τα πεσμένα στάχυα

Μαζεύω τα πεσμένα στάχυα να σου στείλω λίγο ψωμί,
μαζεύω με το σπασμένο χέρι μου ότι έμεινε απ' τον ήλιο
να σου το στείλω να ντυθείς. Έμαθα πως κρυώνεις.
Την πράσινή σου φορεσιά να την φορέσεις την Λαμπρή!
Θα τρέξουν μ' άνθη τα παιδιά. Θα βγουν τα περιστέρια,
κ' η μάνα σου με μια ποδιά, πλατιά, γεμάτη αγάπη!
Πάρε όποιο δρόμο, όποια κορφή, ρώτα όποιο δένδρο θέλεις
Μ' ακούς; Οι δρόμοι όλης της γης
βγαίνουνε στην καρδιά μου!
Μην ξεχαστείς κοιτάζοντας το φως. Τ' ακούς;.. Ναρθείς!

Επιστροφή

Με σπαραγμό κρατώντας τη βαριά καρδιά μου
βρήκα το πατρικό μου σπίτι να κοιτάζει,
μες απ' τις φυλλωσιές, σαν άλλοτε, τη δύση.

-με σπαραγμό κρατώντας τη βαριά καρδιά μου.

Γοργά το τζάκι η μάνα μου τρέχει ν' ανάψει.
Κ' ενώ απ' την πόρτα βλέπω τις γλυκές του λάμψεις,
με σπαραγμό κρατώντας τη βαριά καρδιά μου
δε μπαίνω μέσα. Απέξω κάθομαι και κλαίω...

Σου στήνω μια καλύβα

Σου στήνω μια καλύβα, στους αιώνες των αιώνων,
ένα κήπο να περπατάς,ένα ρυάκι να καθρεφτίζεσαι,
μια πλούσια πράσινη φραγή να μην σε βρίσκει ο άνεμος
που βασανίζει τους γυμνούς - στους αιώνες των αιώνων!
Σου στήνω τ' οραμά σου πάνω σ' όλους τους λόφους,
να σου φυσάει το φόρεμα η δύση με δυο τριαντάφυλλα,
να γέρνει ο ήλιος αντίκρυ σου και να μη βασιλεύει,
να κατεβαίνουν τα πουλιά να πίνουνε στις φούχτες σου
των παιδικών ματιών μου το νερό - στους αιώνες των αιώνων.

 

Επιστροφή στο βουνό

Δε θα ξανάρθω πια κοντά σου
να μην ακούσεις το ποτάμι
που μες στο στήθος μου κυλά.
Αν δεις τον ήλιο να σου γνέφει
τον έσπερο να σε ρωτά,
βάλε τα σπάρτα τα μαλλιά σου
τις μυγδαλιές στην αγκαλιά σου
κι' έβγα νυφούλα στα βουνά

Έβγα νυφούλα στα βουνά.
κι' αν σε ρωτήσουνε τ' αλάφιά,
αν σε ρωτήσουν τα πουλιά,
πες τους: θα βγω με το φεγγάρι,
με τρεις αγγέλους συντροφιά!
Διπλό γαρύφαλλο στ' αφτί μου,
η μάνα μου και τ' άλογό μου,
ο Ιησούς Χριστός κ' εφτά παιδιά!

Δίχως εσέ

Δίχως εσέ δεν θάβρισκαν
νερό τα περιστέρια
δίχως εσέ δε θάναβε
το φως ο Θεός στις βρύσες του

Μηλιά σπέρνει στον άνεμο
τ' άνθη της, στην ποδιά σου
φέρνεις νερό απ' τον ουρανό,
φώτα σταχυών κι απάνω σου
φεγγάρι από σπουργίτες.


Πηγή: http://www.mani.org.gr/poiisi/vretakos/vret2/poiimata_vrettakou2.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου