Όσοι δεν έφυγαν, όταν έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλον στις γωνίες, κρυφογελούσαν "Καλά, δεν έχει πού να πάει ετούτος ο μαλάκας και ξέμεινε εδώ αυγουστιάτικα;" κι ύστερα χάνονταν στις τρύπες τους με το ασανσέρ μόνιμα αραγμένο στο ισόγειο. Έρημη η πόλη, δίχως ανθρώπους και αυτοκίνητα. Μόνος με το τομάρι του, παραμονές Δεκαπενταύγουστου και πεθύμησε το κορμί της και τα πληρωμένα χάδια της. Της είχε συστηθεί με ψεύτικο όνομα, ψευδώνυμα τα κορίτσια, ψευδώνυμα και μεις, τον κουλάντριζε ένας φίλος του και δυό χρόνια τώρα βρισκόταν μαζί της, όταν του περίσσευαν τα φράγκα και είχε μάθει τα χούγια του και ταίριαξαν οι ιδρώτες τους. Ένα βράδυ, μάλιστα, λίγο έλειψε να τη βγάλει τσάρκα, αλλά τσάκισε τελευταία στιγμή, γιατί της έσκασε ένα ραντεβού. Πρώτα η δουλειά, βλέπεις...Καλύτερα έτσι. Αν τράκαρε με κάνα γνωστό θα γινόταν ρεντίκολο, έτσι που έκανε μπαμ από χιλιόμετρα το σουλούπι της.
Την πήρε στο τηλέφωνο και πέρασε κατευθείαν στο ψητό να βρεθούνε το βραδάκι στο σπίτι του. Και του είπε τέρμα αυτά που ήξερε, θα γυρνούσε πίσω κατά Μαύρη Θάλασσα μεριά και την πετύχαινε με τις βαλίτσες ανοιχτές και το εισιτήριο στο χέρι, γιατί είχε τους δικούς της εκεί, που είχαν την ανάγκη της και θα έστρωνε μια μπίζνα, αφεντικό και κυρά μαζί, με το κομπόδεμα που μάζεψε. Του κακοφάνηκε, βέβαια, γιατί ήταν ήδη ξαναμμένος στη σκέψη πως γδύνει τη μαύρη δαντέλα της με τη γύμνια της να σπαρταρά στα τσαλακωμένα σεντόνια και ηθελε να την αποχαιρετήσει, να σώσει τα προσχήματα. Μα τον προλάβε η φωνή της από την άλλη άκρη, που ξεκίνησε να του λέει να ξεβολευτεί και ν' αγαπήσει, γιατί έχει άλλη καύλα το σμίξιμο έτσι, να πληγώσει και να πληγωθεί, να σώσει τη μέσα ζέστα του
και να βγει επιτέλους μπροστινός, αντί να κρύβεται σε αγορασμένα κρεβάτια και γλυκόλογα στην Κυψέλη και στα Πατήσια. Πού τα βρήκε τόσα λόγια, απορούσε και ο ίδιος, και να πεις πως ήταν επί πληρωμή; "Ναι, στο υπόσχομαι!", της πέταξε για να ξεμπερδεύει κι έκλεισε το τηλέφωνο, χωρίς να της πεί "καλό ταξίδι ".
Και ανήμερα της Παναγίας έβαλε τα καλά του και πήρε τους δρόμους ψάχνοντας ανοιχτό περίπτερο για τσιγάρα και άναψε κερί, μεγάλη η χάρη της, γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται και είδε τη Λαρίσα από το Τσερνομόρετς, να του χαμογελάει στο εικονοστάσι, να τον ξαναρωτάει "Μου το υπόσχεσαι;" και να τον ζαλίζει η μυρωδιά της. "Και εξελθών... έκλαυσε πικρώς" με δάκρυα καταδικά του, που νόμιζε ότι είχαν πήξει για πάντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου