Ο καιρός της μάνας μου όταν δεν υπήρχα
ο καιρός του επόμενου βλέμματος
ο άφαντος καιρός των φύλλων
της πλαϊνής πορτοκαλιάς
τι φρικτές ελευθερίες.
Θυμάμαι τις προάλλες καθόμουν
απέναντι στη θάλασσα
σ’ ένα βραχάκι.
Ένιωθα την τύχη.
Τίποτα δεν οδηγούσε τα φαινόμενα σε αρμονία.
Ούτε το μοβ εκείνο που περιστοίχιζε τον ορίζοντα
με τόσες ελκυστικές αποχρώσεις
καθώς ο ήλιος είχε κατσουφιάσει στη δύση
καθώς ο ήλιος ανίσχυρος
ακουμπούσε πάνω στα βουνά
και βύθιζε
λίγο-λίγο.
Ερευνούσα μέσα στον πόνο
αναλύοντας κάπως τις αισθήσεις.
Ο ήχος όμως του κύματος χωρίς πολλά
έσμιγε την πιο τρομερή αρχαιότητα
με την τελευταία στιγμή του
χαρίζοντας όλη την ευγένεια
της μεγάλης φτώχειας που είναι η φύση.
Ο ήχος του κύματος ολόιδιος όπως οι θόρυβοι
στις ευρύχωρες μυριστικές εκκλησίες
μεσ’ στην πλήρη σιγή
από κάποιο στασίδι που πέφτει
από κανένα βήχα έρημο στην άκρη.
Τι επιμένει στο χρόνο;
Η σοφία της βροχής – όχι.
Ούτε το τραγούδι της αντιλόπης
με τους όρκους του ήλιου στη ράχη της
όταν σπαράζεται ηδονικά
μέσα στου λιονταριού το ερωτικό στόμα.
Ίσως επιμένει η κατάσταση
όπου ο θάνατος γίνεται μοιρασιά
στα βραχυκυκλώματα των σπλάχνων.
Οι γητειές που μπαινοβγαίνουν στα σώματα.
Δεν ξέρω.
Με το δαυλί της σιωπής ανατινάχτηκα.
Γαλήνη.
Πενθήματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου