«Σε φιλώ και εύχομαι, Ζωή εσαεί. Φως εσαεί. Λόγο εσαεί N.B.
Γνώρισα τον Νικηφόρο Βρεττάκο τα τελευταία μόνο χρόνια της ζωής του, με την ιδιότητά μου ως μεταφραστή. Το έργο του το γνώριζα βέβαια από τα φοιτητικά μου χρόνια στην Αγγλία αλλά όταν το 1986 κυκλοφόρησε και έπεσε στα χέρια μου η Εκκρεμής δωρεά, ανανεώθηκε όχι μόνο η γνωριμία μου με την ποίηση του Νικηφόρου αλλά και η πίστη μου στη λειτουργία της ποίησης να αλλάξει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τη γύρω μας δημιουργία και το συνάνθρωπο απέναντί μας. Διότι, όπως σημειώνει ο ίδιος στο βιβλίο αυτό, «... Η ποίηση δεν είναι παρά ένας μεγεθυντικός φακός της πραγματικότητας. Η μεγέθυνση των αληθινών διαστάσεων του ανθρώπου και του κόσμου που μας περιβάλλει μπορεί να μας μεταδώσει την αίσθηση του μεγαλείου της ζωής την οποία είμαστε έτοιμοι να καταστρέψουμε...». Ήταν ένα βιβλίο που διαβάζοντάς το μου δημιουργήθηκε μια έντονη εσωτερική ανάγκη να το μεταφράσω. Έτσι ξεκίνησε η γνωριμία μου με τον ίδιο και η συνεργασία μου μαζί του, καθώς μετέφραζα στα αγγλικά όχι μόνο το συγκεκριμένο βιβλίο αλλά και μια ευρύτερη επιλογή απ' όλα τα έργα της τελευταίας δεκαετίας της ζωής του.
Θα προσπαθήσω εδώ, εν είδει επιλόγου στο έργο του, να καταγράψω ό,τι απεκόμισα κατά τη μεταφραστική μας συνεργασία τόσο από το έργο του όσο κι από τον ίδιο τον άνθρωπο.
Μια από τις πολλές σημασίες του αγγλικού όρου «translate» (μεταφράζω) είναι «μεταφέρω τα λείψανα ή τα σκήνωμα ενός αγίου, από μια τοποθεσία σε μιαν άλλη». Χωρίς λοιπόν να θέλω να αγιοποιήσω τον Νικηφόρο Βρεττάκο, θα χρησιμοποιήσω τον όρο υπ' αυτή την έννοια ως αφορμή για να αναζητήσω το σκήνωμα του ποιητικού του έργου. Τι έχει μείνει σήμερα 20 χρόνια και πλέον μετά τον θάνατό του, από το σώμα του ποιητικού του έργου: Τι είναι εκείνο που οφείλει ο μεταφραστής να μεταφέρει σε μια άλλη (γλωσσική και πολιτισμική) τοποθεσία; Δεν θα μιλήσω για τη διαδικασία της μετάφρασης, το πώς δηλαδή μεταφέρεται το σκήνωμα. Θέλω να επικεντρωθώ στο σε τι συνίσταται η ουσία του ποιητικού του έργου. Ποια είναι η συνισταμένη του; Διότι, όπως εύστοχα παρατηρεί ο ίδιος: «Το σήμερα περνάει πολύ γρήγορα, το αύριο διαρκεί πολύ. Σημασία έχει το τι θα αφήσουμε πίσω μας».
Είναι η μοίρα των περισσότερων ποιητών να ξεχνιούνται μετά θάνατον. Ακόμα και για τους μείζονες ποιητές, το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού γνωρίζει συνήθως μια κάμψη πριν πάρουν εκείνοι τη θέση που τους αναλογεί στο λογοτεχνικό πάνθεον. Και τις περισσότερες φορές μένουν με έναν χαρακτηρισμό που προέρχεται από την επιφανέστερη και όχι από τη βαθύτερη συνισταμένη της ποίησής τους. Έτσι, π.χ., έχουμε τον «ποιητή της Ρωμιοσύνης», τον «ποιητή του Αιγαίου» και στην περίπτωση του Νικηφόρου, του «ποιητή της Αγάπης και της Ειρήνης». Συνήθως οι ετικέτες τέτοιου τύπου δεν αρέσουν στους ποιητές όσο είναι εν ζωή. Πάντως ο Νικηφόρος δεν δυσανασχετούσε απ' ό,τι φαίνεται με τη δική του ετικέτα. Αλλά στην προσπάθειά μας να «μεταφράσουμε» τον ποιητή υπό την έννοια που εξήγησα πιο πάνω, αρκεί μόνο να μεταφέρουμε τα λίγα αυτά χαρακτηριστικά: Προφανώς όχι, θα έλεγα. Ποια είναι λοιπόν η ποιητική παρακαταθήκη του Νικηφόρου Βρεττάκου;
Θα εστιάσω την προσοχή μου στα έργα της τελευταίας δεκαετίας της ζωής του. Όχι αυθαίρετα, πιστεύω, αλλά επειδή παρατηρείται σ' αυτά τα έργα μια σαφής διάθεση απολογισμού από τον ίδιο του όλου ποιητικού του έργου. Τα ποιήματα της περιόδου αυτής αποτελούν κατά κάποιον τρόπο έναν επίλογο σε όλο το ποιητικό του έργο. Ο τόνος σ' αυτά τα έργα καθορίζεται στον «Επίλογο» στη λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη(1951). Εδώ υπάρχει το αίσθημα της επικείμενης αποχώρησης, το αίσθημα του χρέους προς τον κόσμο και η επιθυμία του ποιητή να τακτοποιήσει τους λογαριασμούς του, η ανάγκη της να αποχαιρετήσει τους φίλους του – σύμβολα: το φως, τον ήλιο, το αγαπημένο του βουνό, τα δέντρα, τα λουλούδια, τη θάλασσα, την καθαγιασμένη μορφή του ανθρώπου αλλά και την ποίηση την ίδια. Ο ίδιος τόνος παρατηρείται και σε όλες τις τελευταίες του συλλογές, ήτοι: Ο διακεκριμένος πλανήτης (1983), Ηλιακός λύχνος (1984), Εκκρεμής δωρεά (1986), Χορωδία(1988) και Η φιλοσοφία των λουλουδιών (1988), και συνοψίζεται τέλος στον «Επίλογο» στη Συνάντηση με τη θάλασσα (1991), το τελευταίο ποίημα του τελευταίου του έργου:
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Θα περίμενες, θάλασσα, πριν
εγκαταλείψω την όχθη σου, ν' ακούσεις
τις δύο τελευταίες γκρίζες μου
λέξεις: «Καληνύχτα. Τετέλεσται».
Όχι, δεν θα τις πω χωριστά
στο καθένα σας, αλλά σε όλα μαζί.
Στον άνθρωπο, θάλασσα, που βάδιζε
πάνω σου, στον ήλιο, σε σένα,
στα βουνά, στα λουλούδια, σε όλων
εδώ τον φίλο μου Κόσμο.
Θ' αποχαιρετήσω, αύριο, μεθαύριο,
δεν ξέρω, την Ποίηση μόνο. Γιατί
η ποίηση υπήρξατε όλα μαζί.
Δεν πρόκειται να επιχειρήσω μια φιλολογική ανάλυση των συμβόλων αυτών. Μου αρκεί ως επίδοξος «μεταφραστής» να τα εντοπίσω. Διότι αποτελούν τα οστά του σώματος του ποιητικού έργου του Νικηφόρου. «Στην προσπάθειά μου να ειπώ αυτό που ήθελα», λέει ο Νικηφόρος, «συγκέντρωσα τα σύμβολα που είχε ανάγκη η ευαισθησία μου και ο στόχος μου. Τα στοιχεία αυτά κατά βάση τα πήρα από την ελληνικό χώρο». Δύο επισημάνσεις θέλω να κάνω μόνο σχετικά με τα θέματα ή τα οστά του ποιητικού σώματος του Νικηφόρου που έχουν άμεση σχέση με τη μεταφορά του σε άλλη τοποθεσία. Η πρώτη επισήμανση αφορά στην οικουμενικότητα των συμβόλων του και κατ' επέκταση του μηνύματός του. Τα ποιήματά του έχουν βαθιές ρίζες στα ελληνικό χώμα και χρωματίζονται από το ελληνικό φως, αλλά τα θέματά τους είναι καθόλα οικουμενικά. Οι δύο βασικοί άξονες της ποίησής του, ως γνωστόν, είναι ο φυσικός κόσμος και ο άνθρωπος («τα δύο ημισφαίρια», όπως τα λέει ο ίδιος): μια σχεδόν μυστικιστική μέθεξη στην ομορφιά της δημιουργίας αλλά ταυτόχρονα και μια βαθύτατη οδύνη για τη μοίρα του πιο θαυμαστού δημιουργήματος, του ανθρώπου. Αλλά ο ρόλος του ποιητή δεν είναι μόνο να παρατηρεί και να καταγράφει. Ποίηση για τον Νικηφόρα είναι και μια ιερή αποστολή:
ΟΙ ΔΕΚΑ ΕΝΤΟΛΕΣ
Διακονώ της οδύνη της ζωής, αλλά πρέπει
και μη λησμονώ πως γεννήθηκα
κ'ιερέας της ομορφιάς και οφείλω
να λειτουργεί τον κόσμο μας, να κάνω
γραφή την αχτινοβολία του.
Πρώτη και Δέκατη εντολή
Της ομορφιάς: αγάπη
(Εκκριβώς δωρεά)
Και είναι πάμπολλα τα ποιήματα όπου ο ποιητής διακηρύσσει την αγαπή ως εκείνο που γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα στην οδύνη της ζωής και στην ομορφιά του κόσμου, όπου η αγάπη παρουσιάζεται γενικότερα ως το συνδετικό στοιχείο στον κόσμο. Τόσο που δικαιολογημένα εκλαμβάνουμε την αγάπη ως το κυριότερο μήνυμά του, ως τη συνισταμένη του έργου του που αναζητάμε, πράγμα που επιβεβαιώνει ο ίδιος λέγοντας: «το μικρό μου μονόγραμμα πάνω στην επιτάφια πλάκα μου: αγάπη».Δεν θα επεκταθώ. Δεν χρειάζεται. Επισημαίνω μόνο την οικουμενικότητα των θεμάτων του, τον αληθινά οικουμενικό παλμό του ποιητικού του σώματος.
Πρώτη μας έγνοια λοιπόν στη «μετάφραση» του σώματος αυτού είναι η οικουμενικότητα του μηνύματός του, η οποία συνίσταται από την αγάπη.
Η ομορφιά του φυσικού κόσμου, η ανθρωποκεντρική φύση της ποίησής του (όρος που τον αποδέχεται ο ίδιος), το μήνυμα της αγάπης. Απλά πράγματα. Απλοϊκά, θα έλεγαν πολλοί. Στον χαρακτηρισμό αυτό την απάντηση τη δίνει ο ίδιος: «Υπάρχουν δυστυχώς εποχές που γίνεται κανείς απλοϊκός λέγοντας την αλήθεια». Κι εδώ θέλω να κάνω μια δεύτερη επισήμανση σχετικά με τα μηνύματά του, τα οστά, όπως τα αποκαλώ, του ποιητικού του έργου. Εκείνο που σώζει τα μηνύματά του από την απλοϊκότητα είναι, νομίζω, η ειλικρίνεια του ποιητικού του λόγου («Είμαι ό,τι γράφω, είμαι το πρόσωπό μου», έχει πει). Και μαζί με την ειλικρίνεια του ποιητικού του λόγου είναι κι η εσωτερική του ανάγκη για ποιητική έκφραση. Κανένα ποίημα του Νικηφόρου δεν δίνει την εντύπωση ότι γράφτηκε απλώς για να γραφτεί, ότι είναι δηλαδή το αποτέλεσμα του ποιητικού εργαστηρίου. Τίποτα δεν είναι προσποιητό ή επιτηδευμένο. «Το γράψιμο αποτελεί ατομική ανάγκη. Ανάγκη της ίδιας της ύπαρξης... Το γράψιμο για μένα σημαίνει ζωή», λέει, και εξηγεί: «Έζησα γράφοντας. Δεν εννοώ βιοποριστικά, αλλά βιολογικά. [...] Αυτοί οι κόσμοι των συναισθημάτων που συσωρεύονταν μέσα μου θα μπορούσαν να με είχαν σκοτώσει αν δεν έγραφα» Πόσοι ποιητές θα μπορούσαν με πάσα ειλικρίνεια να το πουν αυτό ή να κάνουν την ποιητική τους εξομολόγηση γράφοντας το περίφημο και εμβληματικό «Αν δε μούδινες την ποίηση, Κύριε»;
Αλλά ένα ποίημα δεν είναι μόνο τα θέματά του, όπως ένα σώμα δεν είναι μόνο τα οστά του, παρόλο που στη μετάφραση, δυστυχώς, πολλές φορές αυτά που μεταφέρονται είναι μόνο τα οστά του ποιητικού κειμένου. Τα οστά χρειάζονται σάρκα και τα μηνύματα γλωσσική έκφραση.
Και πάλι, όμως, δεν θέλει εδώ να επιχειρήσω μια φιλολογική ανάλυση της γλώσσας ή της τεχνοτροπίας του Νικηφόρου. Ως «μεταφραστής», ακόμα ψάχνω τη συνισταμένη του έργου του. Ποιο είναι λοιπόν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα της γλώσσας του που πρέπει οπωσδήποτε να «μεταφραστεί» μαζί με τα θέματά του;
Πέραν του ότι υπήρξε μια από τις πιο γνήσιες λυρικές φωνές της γενιάς του, εκείνο που ξεχωρίζει, πιστεύω στη φωνή του είναι η απλότητα στην έκφραση. Είναι ένας ποιητικός λόγος που, όπως σωστά επισημάνθηκε, «ξαφνιάζει με την "απλότητά του», αλλά και με την πληρότητά του, θα πρόσθετα εγώ. Και όπως η απλότητα των θεμάτων του δεν σημαίνει απλοϊκότητα, έτσι και η απλότητα στην έκφραση δεν σημαίνει περιορισμένη δημιουργική φαντασία ή έλλειψη γλωσσοπλαστικής πρωτοτυπίας. Αντίθετα, είναι το αποτέλεσμα μιας συνειδητής προσπάθειας από τον ποιητή να γίνει προσιτός ο λόγος του και κατανοητό το μήνυμά του. Πρόκειται, όπως παρατηρεί ο Βιτσέντζο Ρότολο, για «μια απόλυτη συνταύτιση κοσμοθεωρίας - γλώσσας», μια απόλυτη συνταύτιση δηλαδή θεμάτων και έκφρασης. Δηλώνει ο Νικηφόρος σχετικά: «Προσπάθησα κατ' αρχήν να διατηρήσω τη σαφήνεια μες στο λόγο μου. [...] Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως μιλάμε στον άλλο άνθρωπο. Βέβαια είναι πολύ δύσκολο το να μπορέσει να φτάσει κανείς στην εντέλεια του απλού αυτού λόγου». Πράγματι, κάτι πολύ δύσκολο, κάτι όμως που πετυχαίνει ο Νικηφόρος, όχι από κάποια έμφυτη ευκολία στο γράψιμο, αλλά με κόπο και βασανιστική επεξεργασία του υλικού του. Είναι μια περίτεχνη και δουλεμένη απλότητα. Και όπως η αγάπη αποτελεί την πεμπτουσία του ποιητικού του μηνύματος, έτσι και στην έκφραση αυτού του μηνύματος, πάλι η αγάπη είναι που αποτελεί το κλειδί. Λέει ο Νικηφόρος: «Το χρυσό κλειδί της απλότητας/ του λόγου προς όλα τα πλησίον μας / πλάσματα το έχει και αγάπη». Δεύτερη έγνοιά μας λοιπόν στη «μετάφραση» του έργου του είναι η απλότητα της γλωσσικής έκφρασης.
Αλλά ακόμη κάτι λείπει από το σώμα που θέλουμε να «μεταφράσουμε», εκείνο που πέρα από τα οστά και τη σάρκα δίνει ζωή στο σώμα. Το αίμα δηλαδή. Ποιο είναι το αίμα στο ποιητικό σώμα; Δεν πρωτοτυπώ όταν λέω ότι το αίμα ενός ποιήματος είναι το συναίσθημα. Μιλάει για το αίμα ενός ποιήματος και ο Νικηφόρος: «από μέσα μου έρευσε πολύ αίμα [...] χιλιάδες χιλιάδων φύλλα χαρτιού, μουσκευτήκανε στο τραπέζι μου». Μπορεί τα θέματά του να είναι απλά, η γλώσσα του απλή, αλλά το συναίσθημα στα ποιήματά του τα διαποτίζει με μια εξαιρετική δύναμη και αποτελεσματικότητα: «Αναβράζουν οι φθόγγοι στην ψυχή και στο αίμα μου», λέει. Είναι ένας ποιητικός λόγος πλασμένος με αίμα (άλλοτε το λέει ψυχή) που του προσδίδει μεγάλη συναισθηματική φόρτιση. Και το συναίσθημα στο ποιητικό σώμα του Νικηφόρου είναι έντονο, φτάνει στα όρια πολλές φορές της συναισθηματικότητας, χωρίς όμως να ξεπεράσει τα όρια αυτά. Κινείται όμως. Θα έλεγα, μονίμως στο μεταίχμιο. Και όπως η απλότητα στα μηνύματά του σώζεται από το να γίνει απλοϊκότητα από την ειλικρίνεια του ίδιου, έτσι το συναίσθημα σώζεται από το να γίνει συναισθηματικότητα από την αγνότητα της ψυχής του. Η ποίησή του αναβλύζει από δική την ψυχή, ώστε ο κάθε στίχος διαποτίζεται από τις προσωπικές του αρετές της καλοσύνης, της ταπεινοφροσύνης, της αθωότητας και της αγάπης από τη μία, κι από την άλλη από τη θλίψη και την αγανάκτηση που αυσθάνεται για την αδικία που βλέπει γύρω του. Έχει πει ότι ποτέ δεν έγραψε πράγματα τα οποία δεν πέρασαν από μέσα του, γιατί το θέμα αυτό που πάει να γεννηθεί περνώντας από μέσα μας τροφοδοτείται από την ίδια μας την ψυχή. Χωρίς ένα μέρος της ψυχής η ποίηση δεν υπάρχει, πρέπει να είναι φορτισμένη από τον ψυχικό παράγοντα του ανθρώπου.
Γι' αυτό και διαιωνίζεται, γίνεται ένα κομμάτι της ζωής που ο χρόνος δεν μπορεί να το εξαφανίσει ποτέ Διαποτισμένες λοιπόν από το αίμα (την ψυχή) του ίδιου, οι λέξεις χάνουν τη συμβατική, καθημερινή τους σημασία και μετουσιώνονται ώστε να εκπέμπουν φως και ζωή εσαεί:
ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Και πάλι φωτιές τριγυρίζουνε
μέσα μου, γυρεύοντας διέξοδο. Είναι
οι λέξεις που καίγονται, χάνουν
το επίγειο βάρος τους, παίρνουν
την ιδιότητα του ήλιου
να γίνουνε ποίηση.
(Εκκρεμής δωρεά)
Τρίτη μας έγνοια λοιπόν στη μετάφραση του ποιητικού σώματος του Νικηφόρου είναι η μεταφορά της συναισθηματικής του φόρτισης.
Αυτά τα τρία στοιχεία λοιπόν: το οικουμενικό του μήνυμα, η απλή του γλώσσα, ο συναίσθηματικός του στίχος. Στοιχεία που δεν πρέπει να λείπουν από τη «μετάφραση», από τη μεταφορά του έργου του. Αλλά υπάρχει ακόμα το ερώτημα: Γιατί να μεταφραστεί; Και γενικότερα. Γιατί να διαβάζεται το έργο του σήμερα; Και απαντώ: Πρώτον, διότι τα θέματά του (τα οστά της ποίησής του): η αγάπη, η ειρήνη, η αδικία, ο θαυμασμός αλλά και ο σεβασμός για το φυσικό περιβάλλον, παραμένουν περισσότερο από ποτέ επίκαιρα και οικουμενικά. Ανταποκρίνονται στις
βαθύτερες ρίζες της ανθρώπινης ύπαρξης. Πράγματι, αποτελούν το σκελετό της ανθρώπινης υπόστασης. Δεύτερον, διότι η απλότητα στην έκφραση (η σάρκα της ποίησής του) αποτελεί μια ευπρόσδεκτη όαση στο χώρο της ποίησης, ειδικά στη μεταμοντέρνα εποχή που ζούμε.
Δεν ξεχνούσε ο Νικηφόρος ότι γράφοντας μιλούσε σε άλλους και σεβόταν την απλή αναγνώστη του, ενώ διαβάζοντας ποίηση σήμερα οι αναγνώστης αισθάνεται πολλές φορές ότι είναι περισσότερο λαθραναγνώστης ή ωτακουστής της προσωπικής μαρτυρίας ενός ξένου που δεν τον υπολογίζει καν. Και τρίτον, διότι συχνά στην τέχνη σήμερα το συναίσθημα (το αίμα της ποίησής του) παραγκωνίζεται προς όφελος μιας στείρας εγκεφαλικότητας, ενώ στην ποίηση τουλάχιστον εκείνο που πείθει τον αναγνώστη είναι το συναίσθημα και όχι η επιχειρηματολογία.
Μιλώντας ο ίδιος ο Νικηφόρος για τη σύγχρονη ποίηση και τη σχέση της με το κοινό, είπε ότι «ο κόσμος δεν διαβάζει ποίηση, γιατί η ποίηση δεν τον πιάνει. Δεν έχει συγκίνηση, που είναι το υπόστρωμα της ζωής».
Ξεκίνησα το μικρό μου επίλογο στο έργο του Νικηφόρου Βρεττάκου παραθέτοντας μια από τις πολλές σημασίες του αγγλικού όρου «translate» («μεταφράζω») και προσπάθησα να εντοπίσω το ποιητικό σκήνωμα, τα ποιητικά λείψανα, που σύμφωνα με τον όρο εκείνο πρέπει να μεταφερθούν σε άλλη τοποθεσία, να εντοπίσω εκείνο που άφησε πίσω του και που δεν πρέπει να λείψει στη μετάφραση» του έργου του. Δεν ξέρω αν τα κατάφερα ή αν τον αδικώ. Πάντως, τελειώνοντας το μικρό αυτό επίλογο, έχω την εντύπωση ότι εκείνο που εντόπιτα είναι ένα ποιητικό σώμα ακόμα ζωντανό και ότι στην περίπτωση του Νικηφόρου ταιριάζει περισσότερο όχι η συγκεκριμένη σημασία του αγγλικού όρου «translate», αλλά η αρχική σημασία του ελληνικού όρου «μεταφράζω». Εξηγώ τι εννοώ. Όταν στην πρώτη ραψωδία της Ιλιάδας (στ. 140) ο Αγαμέμνων θέλει να τελειώσει τη συζήτηση με τον Αχιλλέα, του λέει: «ἀλλ᾿ ἤτοι μὲν ταῦτα μεταφρασόμεσθα καὶ αὖτις» [«αλλά αυτά τα πράγματα θα τα ξαναθεωρήσουμε αργότερα»].
Έχω την εντύπωση, δηλαδή, ότι εντέλει αυτό ακριβώς έκανα κι εγώ σε αυτό το κείμενο. Μεταφράζομαι τον Νικηφόρο ξαναθεωρώντας και ξανασυζητώντας το ποιητικό του έργο. Επίλογος, ναι, αλλά εύχομαι ο επίλογος στο έργο του Νικηφόρου Βρεττάκου να είναι μακρύς, να διαρκεί εσαεί και εσαεί να «μεταφραζόμεθα» το έργο του.» σελίδα 135-145
Εκδ. Ποταμός& Ευγ. Παπαδημητρίου & Κ. Βρεττάκος, 2012
44 Σε δρόμο της Αθήνας, με τον νεαρό, τότε David Connolly, την εποχή της γνω ριμίας τους 1987)
45: Μετάφραση David Connolly
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου