( Στον Αναστάση Βιστωνίτη)
Τι είχες πριν έρθεις εδώ
Βλέποντας κάθε μέρα
Τον ίδιο γέρο να σκουπίζει τα χρόνια του
Και να τα πετάει απ το μπαλκόνι
Ώρα που η μέρα προσπαθεί να γίνει μέρα
Σ΄αυτό το πρωί που μαζεύεται γκρίζο γκρίζο
Γύρω απ’ το σκοτωμένο σώμα του Μάρτη
Έπειτα έρχεται η θάλασσα
Μάτια μαζούτ
Το λεξικό δίχως λέξεις πιά
Δεν μπορείς να μεταφράσεις τον εαυτό σου
Ούτε σ’ αυτό το τίποτα σταχτοδοχείο
Πού είχες
Πιο γεμάτο απ’ τις στάχτες του χτες
Κι άλλα πράγματα π΄αρχίζουν να σε κοιτάζουν
Απ τα’ ανοιχτό παράθυρο
Ουρανός
Πιο κόκκινος απ ό,τι τον ονειρεύτηκε ο Σταέλ *
Απόκρημνος
Γρατζουνισμένος από γκρεμισμένα νύχια
Και κάτι σα λέξη που δίστασε
Γλίστρησε απ’ το ποίημα και χάθηκε
Όπως εσύ
Που «αν πηδήξεις απ το φλεγόμενο κεφάλι σου θα σκοτωθείς»
Γράφεις τώρα μ’ ένα πρόσωπο πεπρωμένο
Τυλιγμένο σ’ ένα μαύρο πανί
Και μιλάς για το μαύρο ποντάροντας μαύρο
Πάνω σ΄ένα σώμα χαρτί
Είδωλο απ’ το βραχυκύκλωμα της ψυχής
Στο άσπρο μιας οροφής
Όπου στροβιλίζεται ο εαυτός σου
Στεφανωμένος με φως
Σε μιαν αποστροφή της γραφής προς το τίποτα
Επιστρέφοντας κι επιστρέφοντας
Γυρνώντας τους θεατές μέσα σ’ ένα γύρο θανάτου.
Συγκ. Συλλογή: Φύλακας Ερειπίων, Σελ.131-132, Εκδόσεις ΠΛΕΘΡΟΝ
Αναδημοσίευση από το προφίλ του Σπύρου Αντωνόπουλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου