Τετάρτη 5 Μαΐου 2021

Δ. Λιαντίνης–Αλδεβαράν



Οἱ πρῶτες παπαροῦνες τοῦ Μάη
ραμφίσανε μέ αἵματα τῆς ἄνοιξης
τό λαχουρί φουστάνι.
Δαμάστηκεν ὁ ἵμερος τῆς χλόης καθώς οἱ ἡλιαητοί
γιόρτασαν τήν γιορτή τῶν ταυροκαθαψίων.
Ἀπάντεχα μᾶς ξέβρασε ἡ βάρκα τῆς ἐλπίδας
στήν ἀκροπελαγιά τῆς μνήμης.
Χέρια καιρό γυμνασμένα γιά τό δοξάρι καί τόν πόλεμο
πού δέν ἄνοιξαν δρόμο καί πόρο
γιά τήν μεγάλη χώρα.
Ποῦ εἶναι τῆς γιορτῆς τό ρηγικό κεμέρι
ἡ σπατάλη μας ἀσπέδιστη
στοῦ κόσμου τήν ἀγυρτεία.
Ποῦ εἶναι τῆς Κυριακῆς τό αὔγασμα
μέ τά σπασμένα κρύσταλλα τῆς καμπάνας
καί τό μακεδονήσι στά μαλλιά.
Κι ὁ ξυλοκόπος τοῦ ὕπνου πού ἀνέβαινε
σκαλί – σκαλί τήν σκάλα
νά πριονίσει τό ἀσημόδεντρο στό δάσος τοῦ φεγγαριοῦ.
Ποῦ εἶσαι κλεισμένη ὦ!
στόν στειχιωμένο πύργο τῆς σιωπῆς
πιό ψηλή ἀπό τοῦ ἥλιου τόν ἴσκιο.
Ἄσπρη σάν τόν περιστεριώνα
πού ἀδιάκοπα κυβερνᾶ τά φτερά τῶν ἤχων.
Τήν ἔγνοια μας στούς λαμνοκόπους ἀφήσαμε
τῶν πουλιῶν.
Καί τοῦ ψωμιοῦ τόν κόπο καί τό κρασί
στήν ἁπλωσιά τοῦ ἀργέστη καί τόν καιρό
τόν πρωτομάστορα.
Ψηλώσαμε τήν ἐλεγεία της βροχῆς ἴσαμε τίς κορφές
τῶν κυπαρισσιῶν.
Τῶν κυπαρισσιῶν πού λογχίζουν ἀνάηχα τά σωθικά τῆς νύχτας.
Τά ἔργα καί οἱ μέρες μας
σκουτάρια καί φλάμπουρα νά φοβερίζουν τόν χάροντα
καβαλάρη στό ἀντίδρομο στρατοκαρτέρι.
Θά γράφεις μέ τό δάχτυλο
στήν μάταιην εὐκολία τῆς θάλασσας
τόν ἔρωτα καί τήν μακρυνή φωνή σου.
Καί θά κοιμᾶσαι σάν παιδί
στῶν ρόδων τά ματόφυλλα.
Ὅταν θά λαμπαδιάζεις μόνη ἐσύ
ἀσύγκριτη
στ’ ἀρκουδορέματα καί τίς ὀροσειρές τῆς μνήμης.

(Δ. Λιαντίνης, ΟΙ ΩΡΕΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ, Ποιήματα, σελ. 20-21)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου