Να μπεις στο βλέμμα του,
να δεις το βλέμμα του:
ένας αλλότριος ουρανός,
που δεν υποπτευόσουν τους ανέμους, τα άστρα
ή έστω το όνομά του,
σκεπάζει την ταράτσα όπου κάθεσαι.
Δες, αυτός που κάθεται πλάι σου
ξαπλώνει συγχρόνως στη νύχτα
κάτω απ’ τα δέντρα κάποιου λόφου,
που μπορείς ακόμα να μαντέψεις στον ορίζοντα,
και σφίγγει γύρω από τους ώμους το μανδύα
μιας παλιάς σκέψης, παλιάς
που ακόμα τον ματώνει∙
στην ταράτσα λέτε λίγα λόγια,
κι ο άνεμος, που με την ακανόνιστη πνοή του
σας συντροφεύει,
είναι η παλίντροπη περιπλάνηση της ψυχής του
πάνω στην ταράτσα, χορταστική
σαν μια μπουκιά φρέσκο ψωμί,
και το γυμνό διάστημα που μας βαραίνει μ’ όλα του τα μάγια,
που τυλίγει και ξετυλίγει όνειρα, λόφους, αίμα,
το χρόνο πληγώνει και σας απομακρύνει
ατέλειωτα τον ένα από τον άλλο.
[Μετάφραση: Χριστόφορος Λιοντάκης]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου