Ογκώδης, με πλούσια λευκά μαλλιά και βλέμμα που ακτινογραφούσε τον συνομιλητή του, ο Πεντζίκης τη δεκαετία του ’30 ανέλαβε το φαρμακείο του πατέρα του στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, στο ισόγειο του Μεγάρου Βαρβιτσιώτη. Εξωτερικά το φαρμακείο έδινε την εικόνα ενός παραδοσιακού φαρμακείου, με γυάλινα βάζα στις βιτρίνες, τα οποία περιείχαν πρώτη ύλη για χειροποίητες συνταγές. Πολλές από αυτές τις έφτιαχνε στο γουδί ο ίδιος ο Πεντζίκης, καθώς γνώριζε τις θεραπευτικές ιδιότητες των βοτάνων έχοντας σπουδάσει φαρμακευτική στο Στρασβούργο. Η βιτρίνα του καταστήματος παραπλανούσε τον ανυποψίαστο πελάτη, ο οποίος μπαίνοντας μέσα έβλεπε μια συντροφιά από ιδιόρρυθμους τύπους να συζητούν έντονα και τον ιδιοκτήτη του φαρμακείου να φωνάζει «Δεν έχουμε, δεν έχουμε!» προτού ο πελάτης ζητήσει το φάρμακο που χρειαζόταν.
Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η αφρόκρεμα της καλλιτεχνικής διανόησης θεωρούσε υποχρέωσή της, όταν βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, να περάσει από το φαρμακείο του Πεντζίκη και να συνομιλήσει με τον ιδιοφυή ιδιοκτήτη του. Λογοτέχνης και εικαστικός, Θεσσαλονικιός και Ευρωπαίος, παραδοσιακός και μοντέρνος, χριστιανός και κομμουνιστής, σώφρων και σαλός συνάμα, ο Πεντζίκης έδινε την εντύπωση ότι πολλοί άνθρωποι είχαν συμπτυχθεί σε έναν. Η γραφή του, με επιρροές από τη βυζαντινή γραμματεία και τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό, έφερε την προσωπική του σφραγίδα. Ισχυρή προσωπικότητα, δεν δίστασε κάποτε να βάλει στη θέση του τον μορφωτικό ακόλουθο της αμερικανικής πρεσβείας, ο οποίος ακούγοντας έναν μονόλογο του Πεντζίκη του είπε σε άπταιστα ελληνικά:
«Εγώ δεν καταλαβαίνω αυτά που λέτε. Είμαι από χωριό».
«Από ποιο χωριό, αν επιτρέπετε;» ρώτησε ο Πεντζίκης.
«Από τη Νέα Υόρκη», είπε ο μορφωτικός ακόλουθος, σίγουρος πως τον είχε αιφνιδιάσει.
«Α, ναι, την ξέρω. Καθαρά προσφυγικός συνοικισμός», σχολίασε ατάραχος.
Ο Πεντζίκης θεωρούσε τη φράση «το βιβλίο κυκλοφορεί άδετο, όπως και ο συγγραφέας του» την καλύτερη κριτική που του είχε γίνει. Λέγεται πως όταν είπε εξοργισμένος σε κάποιον συνομιλητή του «δεν έχω σάλιο να σε φτύσω» κι εκείνος του αποκρίθηκε «δεν πειράζει, θα περιμένω», έβαλε τα γέλια και τον έκανε κολλητό του.
Επικίνδυνοι συγγραφείς, σελ. 556-558
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου