ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
Πίσω από τους μουντούς μπερντέδες των δέντρων
– κάτι στο χώμα ανάμεσα στη βίαιη γονιμότητα και στο σάπιο
κρέας- κόκκινο το φεγγάρι ανεβαίνει σαν φόβος πια και μόνο.
Ο σκύλος με το στομάχι του βαρύ απ’ όλη την τρυφερότητα
της άσπορης καρδιάς μου, αδειάζει τα σωθικά του στο μαύρο χώμα.
Το σπίτι μουγκό, φιμωμένο με γάζες-ενοχές, γάζες-μνήμες·
ξανθές γυναίκες χαμογελούν και χάνονται κάτω από πεσμένους
σοβάδες. Άντρες γυμνοί μελαγχολούν στο άδειο της νύχτας.
Όλα ανασαίνουν βαριά σαν να ‘χαν καταπιεί το κώνειο
κι η παραλυσία να προχωρούσε αργά, όπως το ασημένιο φως στις πλάκες.
Ξαφνικά σαν μπουντρούμι φαίνεται η ζωή
κι η κάθε εποχή ν’ αρχίζει μια νέα, τη δική της καταστροφή.
Μεσ’ απ’ τον άλογο πόνο του ζώου, τρεμουλιαστή ανεβαίνει η ώρα·
σπάνια είχε ποτέ κανείς τόση μικρή ελπίδα.
Μύρισαν δάκρυα τα χόρτα κι όπως έμπαινε μια άνοιξη
κάπου… από κάπου, το πεύκο, στο σκοτεινό του μέλλον
βυθισμένο, ελάχιστ’ από τους κίτρινους ανθούς θελγόταν.
Κάποιος άνεμος σηκώθηκε βάρβαρος
σαν βιαστικός εραστής χωρίς φαντασία
κι όλα τα ποιήματα που είχα ακούσει στη ζωή μου
ξανάρχονταν από μακριά να με κηδέψουν.
Κι ήταν σαν να ταξίδευα με τρένο,
ν’ άφηνα πίσω μου τη γη κάποιου κεφιού
και να ‘μπαινε το σώμα μου σε μελανό δρυμό.
Έφταιγε ο σκύλος που υπόφερε, έφταιγαν κι εκείνα τα ποιήματα,
που σαν φαντάσματα τριγύριζαν στον κήπο·
αλλιώς τα ήξερα, όταν ένας άγγελος, που θα ‘χει κιτρινίσει πια,
τα σκέπαζε με δάχτυλα μακριά κι έχυνε
μια άλιωτη μυρωδιά στα πρόσκαιρα στιχάκια.
Τώρα μοιάζει με παραίσθηση πως πράγματα αιώνια
σαν τις πέτρες, στις ρομαντικές σκηνές της ζωής μας,
καταδέχτηκαν να παίξουν ένα ρόλο. Ανάτειλε ο φόβος
μια κόκκινη σήψη. Λες: Έχει προχωρήσει
Και εσύ έχεις κλείσει τα μάτια.
– Επίλογος αέρα (1990)
ΤΟ ΑΝΘΟΣ ΔΙΔΑΣΚΕΙ
Όλα του σώματος χάνουν το νόημά τους
ενώ του δέντρου το άνθος πάντα κάτι σημαίνει·
επιμένει ν’ ανοίγει και στη γη να πέφτει
χωρίς να περιμένει προσωπικές απολαβές
χωρίς να λογαριάζει τι λειψή αθανασία
είναι ο καρπός…
Κοίτα τι οικειότητα με τον γκρεμό
έχει το κάθε τι που ανθίζει!
Πώς το λουλούδι δεν λέει ποτέ
να μην εκτελέσει τον προορισμό του;
Πώς όντας αποκομμένο απ’ την ανθρώπινη μοίρα
τη στεφανώνει στο τέλος;
Γιατί η μνήμη των ματιών
που λάτρεψα δεν με παρηγορεί
ενώ ακάθεκτη κατεβαίνω
και μόνο τα μυριοπέταλα γελάκια της φύσης
υψώνουν το στήθος μου;
Α, λέω, υπάρχουν μυστικά
που μόνο χάνοντας τα μαθαίνεις…
Αυτό που θέλω να μάθω απ’ έξω
είναι οι αόρατες πλευρές του ορατού·
το τοπίο να δω σαν κέντρο του κόσμου
κι όχι πια σαν το θεϊκό περίβλημα «εκείνου».
Να μ’ αφοπλίζει αποκλειστικά το δάσος
με τις αειθαλείς λαμπάδες του
κι η νύχτα
Να προχωράει μέσα μου
άπειρους ουρανούς βαθιά
χωρίς κανένα υποκοριστικό…
Φως να βγαίνει απ’ τις χλοερές χαραμάδες των φύλλων
όπως παλιά απ’ τις ίριδες των εραστών.
Α, πότε η φυλλοβόλα ομορφιά
θα μου επιβληθεί τελειωτικά
πότε θα μάθω ότι η φύση όλη
είναι έρωτας;
– Η ύλη μόνη (2001)
ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ ΜΕ ΕΛΑΧΙΣΤΑ
Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή
την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω
πώς κερδίζει πάντα αυτή
ενώ χάνουμε όλοι εμείς.
Πώς οι αξίες γεννιούνται
κι επιβάλλονται πάνω σ’ αυτό που πρώτο λιώνει:
το σώμα.
Πεθαίνω μες στο νου μου χωρίς ίχνος αρρώστιας
ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρρυνση καμιά
ανασαίνω κι ας είμαι
σε κοντινή μακρινή απόσταση
Απ’ ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει…
Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς
θα εφεύρει η ζωή
ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης
και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.
Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο·
πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις
τα πετάω.
Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω·
να φεύγουν τα περιττά λέω
να μπω στον ουρανό του τίποτα
με ελάχιστα.
– Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα (2005)
Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΣΤΗΘΟΥΣ
Το υπερώο του σώματος
απ’ όπου τα χλομά λιβάδια της σάρκας
έλαμπαν ακόμη πιο ελκυστικά
μες στο σκοτάδι
όταν με μισόκλειστα μάτια
ήταν σαν ν’ άκουγες τους αγωγούς του αίματος
ν’ αδειάζουν και να ξαναγεμίζουν.
Το θείο μπαλκόνι
που μόνο στο πολύ πόνο
ζάρωνε και κρυβόταν
πίσω απ’ τα σκούρα·
το ανώγειο της καθημερινότητας
όπου άλλος αέρας φυσούσε
κι είχε τότε το φαΐ της ζωής
κάτι απ’ τη γεύση του συμβόλου·
το αίθριο με τη δική του είσοδο
την αυτόνομη σχέση του με την ψυχή
η εικονογράφηση μια ζωής άλλης
πάντα πιο μπροστά στη μέρα
πάντα πιο θαρραλέα στη μοίρα
τα αγάλματα της ελπίδας
με τις δύο εύγλωττες καμπύλες
έπεσε
γκρεμίστηκε
και βλέπω πια τη ζωή
από κάτω προς τα πάνω
βλέπω πως έχω πάντα
την ίδια διαφορά στήθους
με το άπειρο.
– Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα (2005)
Η ΟΥΛΗ
Αντί γι’ αστέρι μια ουλή έλαμπε πάνω απ’ τη γέννησή μου·
οι πόνοι που δοκίμαζα στο άπηχτό μου σώμα
πίσω με σπρώχναν στο σκοτάδι της αρχής,
μπουσούλαγα στο τίποτα, τα δάχτυλα μικρούτσικα
κρατάγανε το θάνατο, μαύρο γυαλιστερό παιχνίδι.
Δε θυμάμαι πώς έγινε κι άνθισα σε πληγή
πώς έμαθα να ισορροπώ ανάμεσα στο πύο
και στ’ ανοιχτά μου μάτια.
μα εκεί που η μάνα μου λογάριαζε πως σαν το φύλλο στο νερό
θα μ’ έπαιρνε αταξίδευτη το ρέμα του θανάτου,
με είδε αναπάντεχα να βγαίνω απ’ τα σκοτάδια.
Ποιος ξέρει μέσα σε μια νύχτα τι ανταλλαγές έγιναν,
τι έδωσα, τι πήρα, από τι παραιτήθηκα,
τι υποσχέθηκα και με κράτησε για υπηρέτριά της
η ζωή…
Ήταν εκβιασμός, συμφωνία, απειλή,
να, μια ευγνώμων θα ‘πρεπε για το πετσοκομμένο δώρο
της ύπαρξης ή εκδικητική; Να κοιτάω ψηλά
με είχανε διατάξει ή χαμηλά στη ρίζα της συγγνώμης;
Ποιας συγγνώμης, γιατί; Ποιο ήταν το βάρος
Το τόσο ασήκωτο που πριν καν ξεκινήσω
Με είχαν εξουθενώσει ή μήπως άλλο φορτίο ανάλαβα
και κούτσα κούτσα θα το πήγαινα ως το τέλος;
Έζησα κι άρχισα να παίζω.
Μ’ εμπιστοσύνη στηριζόμουνα στο μηχάνημα
κι ανέβαινα τις σκάλες.
Στο πατάρι έστησα το βασίλειο των ονείρων μου
από κομμένα φιγουρίνια. Φλωρεντία την έλεγα
τη μαγική μου πόλη, κυρίες λεπτεπίλεπτες και κύριοι με καπέλο.
Στην πορτούλα δίπλα ήταν το καζανάκι του μπάνιου
που ξέσπαγε πού και πού σαν κεραυνός
πάνω από τις άυλες συνήθειες των ηρώων μου.
Από κάτω ανέβαινε η ζέστα του κόσμου τούτου,
η κουζίνα ολόκληρη με μυρωδιές, θορύβους γνωστούς,
σπιτικές φωνές: Τι ώρα είναι; Καθάρισες πατάτες;
Η κουζίνα και η χάρτινή μου φαντασία –
τόσο νωρίς λοιπόν χαράζονται οι πόλοι;
– Επίλογος αέρα (1990)
ΣΤΟΝ ΚΟΥΡΕΑ
Άσπρο τριαντάφυλλο
η πετσέτα του κουρέα
γύρω απ’ το πρόσωπό σου
που σαν μαμούνι λαμπερό
στα πέταλα καρφώθη.
Τούφες τούφες στο πάτωμα
οι μέρες μου που σ’ αγαπούσα τόσο
ενώ ψαλίδιζε ο πολύλογος
αισθητικός της κεφαλής
ό,τι περιττό φυτρώνει μες στο χρόνο.
Αχ! Και σ’ έκανε ο ασυνείδητος αυτός
ακόμη πιο ωραίο·
γράφτηκε καθαρά η κατηφόρα των φρυδιών
και κάτω απ’ τους νεφρίτες των ματιών
μισάνοιγαν τα άνθη σου, τα χείλια.
Το μαγαζί τυπωνόταν μέσα μου
με κάθε λεπτομέρεια
Σιγά σιγά το τίποτα
που θα ‘τανε σε λίγο η ζωή μου
δίχως σένα
έμπαινε σουρνάμενο
στον παρφουμαρισμένο χώρο.
Μες στον καθρέφτη γέλασες
διπλώθηκα στα δύο
που σ’ είχα και θα σ’ έχανα
σαν τη ζωή που σταματάει
κλασική μ’ ένα ψαλίδι.
– Ενάντιος έρωτας (1982)
Πηγή: https://exitirion.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου