Ο Πλάτων είναι χωρισμένος πενηντάρης.
Μαίνεται κατά μόνας, κι όπως ομολογεί,
στις ξανθές έχει μάλλον προτίμηση,
κυρίως σ’ εκείνες με τα μπακιρένια δάχτυλα
που σχίζουνε το δίχτυ του καημού του
σαν βιολιών δοξάρια εξεγερμένα.
Θα μας κατατροπώσει το σκοτάδι
κι άντε τότε να γυρεύεις τα ρέστα
απ’ τον πατέρα σου που ήθελε να σε βγάλουν
Πλάτωνα κάποιο απόγευμα στην Καλαμάτα.
(Ο πατήρ του πατρός σου Πλάτων κι αυτός,
του Βαλκανικού μετώπου παλαίμαχος).
Το σκοτάδι μάς παίζει κι εντός έδρας μονότερμα
κι εμείς αρκούμαστε να εισπνέουμε εις μάτην
αύρες παραμυθητικές.
Αύρα, λοιπόν, παρήγορη και παραπονεμένη
είναι ο μύθος του Πλάτωνα.
Κι ο καθείς των οικείων του μύθων δεσμώτης.
Όταν γυρίζει το κεφάλι προς τα πίσω
και προς το στόμιο της σπηλιάς λοξοκοιτά,
βλέπει τα όντως όντα, δηλαδή
τους κροτάφους του που γκριζάρουν,
το ξαφρισμένο στέρνο του
και τον φακό της άτρωτης καρδιάς να τρεμοσβήνει.
Κι αν συνηθίσει στ' άσπρο φως, σιγά σιγά θα δει
μσ’ από τους ατμούς μιας άπιαστης ιδέας
την αυτοχειρία του αδελφού του το ογδόντα,
τη μάνα του στου θανάτου την όψη
και τις λεγόμενες κακές ή ατυχείς στιγμές
που μας παραμερίζουν.
Η αλληγορία του σπηλαίου έχει κάνει
τον Πλάτωνα κουρέλι. Χρειάζεται ανάπαυση.
Ανάπαυσον, ο Θεός, τον δούλον σου, Πλάτωνα,
και κατάταξον αυτόν εν Παραδείσω,
όπου χοροί των Αγίων, Κύριε,
χοροί Αγίων κι όσα άλλα
εξίσου μας χρωστάς, λόγου χάριν
σπίθες παρηγορητικές
να στραφταλίζουν στ’ άβγαλτα νυχάκια των εμβρύων
και πλήθος ξαναμμένες Κυριακές.
Τα όντως όντα, Κέδρος, 2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου