Κατακαλόκαιρο, μεσημέρι, σε ασπρόμαυρο όνειρο.
Πέρα από τʼ Αϊγιοργίτικα σπίτια.
Προς τα χωράφια που απλώνονταν ως την Άλλη Μεριά.
Μαζεύοντας –παιδιά– κάτω απʼ τον ήλιο, βατόμουρα.
Κι αντίκρυ, ο αδερφός μου, άσπρος όπως το χιόνι.
Μʼ έναν αιφνίδιο τρόμο κοιτάζοντας.
Βαθιά στο μάκρος του δρόμου•
όπου μέσα από σύννεφο σκόνης
προχωρούσε το κάρο με τα τέσσερα κατάμαυρα άλογα.
Με τον καροτσέρη πάνω αδύνατο, σχεδόν οστεώδη.
Σχεδόν δίχως πρόσωπο.
Με το πρόσωπο λιωμένο
κάτω από την καυτή αντηλιά.
Και ψηλά, πολύ ψηλά τα γεράκια.
Σκίζοντας αργά, σάμπως ακίνητα, τον αέρα.
Κι όλα βουβά πέρα ως πέρα και σάμπως ρευστά και τρεμώδη.
Και σάμπως φανταστικά μέσα στο θάμπος της μέρας κι ασάλευτα.
Μα ούτε λύπη μέσα μου, ούτε φόβος.
Πάρεξ μια ομορφιά μόνο, αβάσταχτη, που μου κεντούσε τα μάτια.
Και μια ευτυχία που σμίγαμε πάλι, παιδιά.
Μακριά, στα χωράφια που απλώνονταν
πριν από την Άλλη Μεριά.
Μαζεύοντας, κάτω από έναν κάτασπρο ήλιο, βατόμουρα.
[Από το «ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ» – 1993]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου