ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΝΟΣ ΚΟΖΑΚΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ’
Πώς και γιατί ο συνταγματάρχης Λιάπκιν κι ο ίλαρχος Γούγκερμαν μπάρκαραν στην Πόλη για τον Πειραιά
Η «Κλεοπάτρα», βγαίνοντας απ’ το μπουγάζι των Δαρδανελιών, βρήκε ένα μαΐστρο-τραμουντάνα, που κατέβαινε παγωμένος απ’ τους κάμπους της Θράκης. Πριν προφτάσει να πάρει στροφή αριστερά, για να γυρίσει την μάσκα της πρύμης στον καιρό, τα κύματα χίμηξαν ακράτητα και γέμισαν αφρούς την κουβέρτα. Οι επιβάτες του καταστρώματος ξύπνησαν ξαφνιασμένοι απ’ τ’ αρμυρό νερό που τους έλουζε. Μέσα στο μισοσκόταδο των κουραδόρων, τ’ απότομο μποτζάρισμα έριξε ανθρώπους και μπαγκάζια σ’ ανακάτεμα κωμικοτραγικό. Σύντομα όμως διαλύθηκε ο μικροπανικός. Ύστερ’ από δύο τρία χοροπηδήματα, το καράβι ήρθε στην καινούργια του ρότα, κατά την όστρια, έχοντας τον καιρό στη δεξιά μάσκα της πρύμης. Το ενοχλητικό μπότζι, το διαδέχτηκε μαλακό σκαμπανέβασμα. Η ησυχία απλώθηκε ξανά στο μεγάλο βαπόρι.
Στην κουβέρτα της πρύμης, πάνω σ’ ένα κασόνι, ένας άντρας ήταν καθισμένος. Ο διακαμός του μόλις ξεχώριζε κάτω απ’ τ’ αδύναμο φως ενός μισοκοιμισμένου λαμπιονιού. Ψηλός και γεροδεμένος φαινόταν να’ ναι. Καθώς ο σηκωμένος γιακάς της στρατιωτικής χλαίνης και το χωμένο ως τα φρύδια πηλίκιο του ’κρύβαν το μισό πρόσωπο, δεν ξεχώριζε παρά ένα φαρδύ σταχτί μουστάκι, που ’πεφτε πάνω σε σαγόνι τετράγωνο, χοντροπελεκημένο. Μια σβησμένη γόπα ήταν, από ώρες κολλημένη στα χείλια του. Πλάι στο κασόνι κειτόταν μια βαλίτζα παλιά, ξεφτισμένη, δεμένη με σπάγγους. Σε τούτο το αρκετά κακοπαθιασμένο σουλούπι, δυο πλατιές χρυσές σπαλέτες, θαμπές και τσαλακωμένες από ’να παγκόσμιο και δυο εμφύλιους πολέμους, έδιναν κάποιον αέρα μεγαλοπρέπειας. Δυο σπαλέτες συνταγματάρχη του ρωσικού στρατού: του στρατού του Θεού και του Τσάρου.
Το ξεροβόρι που σάρωνε την νυχτερινή θάλασσα, δεν φαινόταν να ενοχλεί το συνταγματάρχη. Είχε το μάτι του καρφωμένο μπροστά, σε κάποιο αόριστο σημάδι του ορίζοντα? τόσο ασάλευτα καρφωμένο, που ήταν φανερό πως δεν έβλεπε τίποτα. Ίσως ο λεγάμενος να ήταν συγκεντρωμένος στον εαυτό του, αδιαφορώντας για τα στοιχεία που λυσσομανούσαν ολόγυρά του. Ίσως, πάλι, η νιρβανική του αφαίρεση να χρωστιόταν σε μια μπουκάλα βότκα, που το χέρι του χάιδευε στοργικά στη βαθιά τσέπη της χλαίνης του.
Ψηλά στον ουρανό, τ’ αστέρια κυλούσαν το μονότονο δρόμο της αιωνιότητας, ανάμεσα στα ξεφτισμένα σύννεφα τ’ ανέμου. Κατά τα μεσάνυχτα, πίσω απ’ τα βουνά της Τροίας, το φεγγάρι της χάσης πρόβαλε πορφυρό κι ακαθόριστο. Η καμπάνα της πλώρης σήμανε σκάντζα–βάρδια. Μερικοί ναύτες δρασκέλισαν την κουβέρτα, πηγαίνοντας στα πόστα τους, ενώ άλλοι κατέβηκαν στο καμπούνι της πλώρης, να κοιμηθούν. Κάποιος θερμαστής, πασπαλισμένος καρβουνόσκονη, σκυμμένος στα ρέλια, τραγουδούσε μελωδικά την παλιά καντσονέτα της πατρίδας του, της Νάπολης:
Sul mare lucido
L’astro d’argento…
Μα ούτε η θάλασσα ήταν διάφανη, ούτε το φεγγάρι ασημένιο. Η τραμουντάνα κάλπαζε στα κύματα, σαν ξεχαλινωμένη Βαλκυρία. Απ’ τις καμπίνες, απ’ τους κουραδόρους, από παντού αναδινόταν, προς το κατάστρωμα, ο βόγγος κι η μπόχα της ναυτίας. Τα κύματα, γοργότερ’ απ’ το δρόμο του καραβιού, προφταίναν απανωτά την πρύμη κι έσπαγαν στις λαμαρίνες της με μανία. Η προπέλα πάλευε αγκομαχώντας μέσ’ στην αστάθεια των οργισμένων νερών. Άλλοτε περιστρεφόταν με κόπο μέσ’ στα βάθη των νερένιων όγκων• άλλοτε γύριζε σαν τρελή ανάμεσα στο αφρό των κυμάτων.
Πέρα, κάτω, στον ορίζοντα του Νοτιά, αχνογράφηκαν τα βουνά της Μυτιλήνης, στεφανωμένα πύρινη λάμψη. Κάποιο δάσος πρέπει να καιγόταν• κι η φωτιά, θρεμμένη απ’ τον άνεμο του πελάγου, σκορπούσε στα θέμελα τ’ ουρανού σαν πελώριο φεγγίο. Στην Ανατολή, τα βουνά της Μικρασίας υψώνονταν σκοτεινά, μόλις χρωματισμένα απ’ τις κρεμεζιές αχτίδες του φεγγαριού.
Το βαπόρι πήρε στροφή και μπήκε στο μπουγάζι της Λέσβος, που ο καιρός δεν το ’πιανε τόσο πολύ. Τα κύματα γίνηκαν μαλακότερα• μα χτυπούσαν το σκάφος από δίπλα, κάντοντάς το να μποτζάρει ενοχλητικά.
Το γαλήνεμα του ανέμου φαίνεται να ξύπνησε το Ρώσο συνταγματάρχη απ’ τον όρθιο ύπνο του. Με νευρική χειρονομία πέταξε τη σβηστή γόπα στο νερό. Κατόπι έβγαλε απ’ την τσέπη το μπουκάλι, το κόλλησε στα χείλη του και το βύζαξε με βουλιμία.
- Ε, Νταβίντ Μπορίσιτς! Βλέπω πως φροντίζεις για την κεντρική θέρμανση του αμαρτωλού σαρκίου σου!
Ο συνταγματάρχης τράβηξε την μπουκάλα απ’ το στόμα του και κοίταξε, με μάτι σκυθρωπό, τον άνθρωπο που του μίλησε. Ήταν ένας άντρας ψηλός, λιγνός, ντυμένος με την σκοτεινόχρωμη τουλούπα των Κοζάκων. Η αστραχάνινη παπάχα, στραβοβαλμένη στο ξουρισμένο κεφάλι του, του’ κρυβε το δεξί αυτί. Οι κατακαίνουργες σπαλέτες πετούσαν μαλαματένιες σπίθες, κάτω απ’ το νυσταγμένο λαμπιόνι. Το γαντοφορεμένο χέρι του έπαιζε νευρικά μ’ ένα φίνο κουρμπάτσι.
Ο Κοζάκος προσπαθούσε να σταθεί ντούρος, δίχως να το κατορθώνει. Ήταν το μπότζι του βαποριού, που τον έκανε να σαλεύει πέρα δώθε. Μα ήταν και κάτι άλλο. Ο συνταγματάρχης τον αναμέτρησε, απ’ την κορφή ως τα νύχια, με το σκληρό του μάτι• και με φωνή αυστηρή το αποπήρε:
- Ίλαρχε Γιούγκερμαν, δεν είμαι ο Νταβίντ Μπορίσιτς, μα ο συνταγματάρχης Λιάπκιν. Πρέπει να είσαι τύφλα στο μεθύσι, για να ξεχνάς σε τέτοιο σημείο τους στρατιωτικούς κανονισμούς.
Ο Κοζάκος χαχάνισε περιφρονητικά, και κάθισε πλάι στο συνταγματάρχη:
- Δε βαριέσαι, αδερφάκι! Επειδή γλιτώσαμε από του Μπολσεβίκους τις στολές και τις επωμίδες μας, δεν σημαίνει πως έχουμε και τους βαθμούς μας…
Τα φρύδια του Λιάπκιν έσμιξαν άγρια:
- Τότε, βγάλε τις επωμίδες σου και πέτα τες στη θάλασσα, οπόταν θα’χεις το δικαίωμα να με λες Νταβίντ Μπορίσιτς και να σε λέω Βασίλη Κάρλοβιτς. Μα όσο επιμένουμε να τις έχουμε στους ώμους μας, θα είσαι ο ίλαρχος Γιούγκερμαν και θα είμαι ο συνταγματάρχης Λιάπκιν.
Ο Γιούγκερμαν σήκωσε τους ώμους. Όλ’ αυτά δεν τα σκέφτηκε ποτέ. Ξακολουθούσε να φορεί την στολή των Κοζάκων για τρεις λόγους: γιατί του πήγαινε ωραία• γιατί την είχε συνηθίσει, και γιατί δεν είχε άλλο ρούχο να φορέση. Όσο για το βαθύτερο νόημα μιας οποιασδήποτε στολής, δεν νοιάστηκε ποτέ• ούτε τον καιρό που ο συνταγματάρχης Λιάπκιν μπορούσε να του κοπανίσει πενθήμερο περιορισμό για αντικανονικό χαιρετισμό ανωτέρου. Τώρα μάλιστα, που το οριστικό γκρέμισμα του τσαρικού καθεστώτος ισοπέδωσε τα πάντα –όχι τόσο στη Ρωσία, όσο στους Άσπρους φυγάδες του Εξωτερικού-, ο ίλαρχος Γιούγκερμαν νοιαζόταν για τις σπαλέτες του Λιάπκιν, του Βράγγελ, του Κολτσάκ και του Τσάρου – Θεός σ’ χωρέσ’ τον! – όσο και για μια παλιά κυλότα του, που ξέχασε στο σπίτι μιας Εβραίας, όταν οι Κόκκινοι μπήκαν στη Χερσώνα κάπως αναπάντεχα.
Μα ο Λιάπκιν επέμενε στη συζήτηση. Σαν Ρώσος καθαρόαιμος, που οι περιστάσεις τον ανάγκασαν να μην ανοίξει το στόμα του δώδεκα ώρες, πέθαινε για κουβέντα ανώτερη, φιλοσοφική, δίχως αρχή και τέλος, χωρίς συγκεκριμένο σκοπό και νόημα• φτάνει να υπάρχουν πιθανότητες διαφωνίας, να γίνει καυγατζίκος, ν’ ανάψουν τα αίματα:
- Κατάλαβες, Γιούγκερμαν – αν και το ξερό φιλανδικό κεφάλι σου δεν κατάλαβε, ποτέ του, τίποτα! Όσο φοράς τις επωμίδες των Κοζάκων της Φρουράς, έχεις και τις ανάλογες υποχρεώσεις.
Ο Γιούγκερμαν έσαξε την παπάχα πάνω στο ξουρισμένο κεφάλι του και είπε με ύφος τάχα σοβαρό:
- Δεν μου λες, Νταβίντα Μπορίσιτς. Εσύ φοράς τις επωμίδες του συνταγματάρχη, κι εγώ του ιλάρχου. Αν σε βρίσω, μπορείς να με κοπανίσεις ένα μήνα φυλακή; Όχι! Το λοιπόν, τις φοράμε – δεν τις φοράμε, το ίδιο κάνει!
Τα μάτια του Λιάπκιν πέταξαν σπίθες:
- Να σου κοπανίσω ένα μήνα φυλακή, δεν μπορώ. Μα σ’ αρπάζω απ’ το λαιμό και σε στέλνω μεζέ στα σκυλόψαρα!
Μιλώντας έτσι, άρπαξε το Γιούγκερμαν απ’ το γιακά με τη χερούκλα του, και τον τράνταξε πέρα–δώθε.
- Ε! Λιάπκιν! τραύλισε ο Γιούγκερμαν. Μη θυμώνεις έτσι! Σατανά! Μ’ έπνιξες! Στ’ αστεία μιλούσα! Δεν μπορεί να χωρατέψει κανείς μαζί σου!
Το χέρι του Λιάπκιν έπεσε άτονο. Τα μάτια του ξανασκοτείνιασαν:
- Ήσουν πάντα θρασύς και παλιάνθρωπος. Κάτι τέτοιες κόνιδες, σαν κι εσένα, μόλυναν το ρωσικό στρατό…
Ο Γιούγκερμαν τον άφησε να μιλάει, δίχως να διαμαρτύρεται. Σαρκαστικό χαμόγελο παραμόρφωσε τα στενά του χείλια.
- Κάτι ήξερε ο Αρκάνωφ που’θελε να σε νοτυφεκίσει, ξακολούθησε ο Λιάπκιν, για εγκατάλειψη θέσεως ενώπιον του εχθρού. Μα δεν τον άφησαν… Αν είχαμε ξεπαστρέψει μερικά καθάρματα σαν τα μούτρα σου, δεν θα’ χαμε καταντήσει αυτού που βρισκόμαστε…
Σιωπή. Το βαπόρι, τώρα, προχωρούσε στ’ ακύμαντο μπουγάζι της Λέσβος. Ο αγέρας είχε καταλαγιάσει• η θάλασσα φλοίσβιζε με τρελούς αφρούς. Απ’ την κορφή τ’ ουρανού, το φεγγάρι φώτιζε τα ολόγκρεμα βουνά της Μικρασίας και τις ολόφωτες πλαγιές του νησιού. Μια οσμή νυχτερινής υγρασίας, γεννημένη στις ρίζες του δάσους, αναδομένη απ’ τους κλώνους των δέντρων, πλανιόταν πάνω στη θάλασσα, προάγγελος της στεριάς στο θαλασσινό ταξιδιώτη. Κάποιο ξαστέρωμα στην Ανατολή προμηνούσε τον ερχομό της αυγής.
- Αλήθεια, ρώτησε ο Γιούγκερμαν το Λιάπκιν. Δεν μου πες πως έτυχε να συνταξιδεύουμε σε τούτο το βαπόρι…
Ο Λιάπκιν άναψε τσιγάρο• ρούφηξε τον καπνό με λαιμαργία, κι αποκρίθηκε:
- Σαν μπήκαν οι Κόκκινοι στην Οντέσα, έφυγα. Τι ήθελες να κάνω; Πολέμησα, λαβώθηκα, σκοτώθηκα. Ποιο το όφελος; Ο πόλεμος στις στέπες της Ουκρανίας ήταν φοβερός…
- Ναι, ξέρω, είπε ο Γιούγκερμαν.
- Τι ξέρεις; Εσύ, όταν δεν πλιατσικολογούσες, σε κάποιο χωριό των μετόπισθεν θα’χες κονεμένη την ίλη σου!
- Όχι δα, Νταβίντ Μπορίσιτς! Και το πλιάτσικο έχει τους κινδύνους του!
Ο Λιάπκιν κάγχασε :
- Για να το λες εσύ, ο τόσο ειδικευμένος περί τα τοιαύτα, έτσι πρέπει να’ ναι! Εμείς όμως που πολεμούσαμε μονάχα για τη Ρωσία, είδαμε μαύρες μέρες πάνω στ’ άσπρο χιόνι της στέπας. Είμαστε ένας προς δέκα. Οι Κόκκινες μεραρχίες κατέβαιναν απ’ το Βοριά, σαν αμέτρητα κοπάδια λύκων, διαφεντέψαμε το άγιο χώμα της πατρίδας μας σπιθαμή προς σπιθαμή, με την ελπίδα πως κάποτε θα γινόταν το θάμα, να ξεκαθαρίσουμε την άγια Ρωσία απ’ την κόκκινη πανούκλα…
Τα μάτια του Λιάπκιν μισόκλεισαν• το σβησμένο τσιγάρο τρεμούλιασε κάτω απ’το μογγόλικο μουστάκι του. Το πέταξε κι αυτό στη θάλασσα. Έβγαλε ξανά την μπουκάλα, ρούφηξε δυο γουλιές βότκα κι είπε με φωνή βραχνή:
- Φαίνεται πως ο Θεός δεν ήταν με το μέρος μας…
- Τι ανακατεύεις το Θεό στις υποθέσεις των ανθρώπων; μουρμούρισε ο Γιούγκερμαν. Έχεις την ιδέα πως ο Πανάγαθος κάνει πολιτική;
Ο Λιάπκιν του ’ριξε αυστηρή ματιά και ξακολούθησε:
- Έφτασα στην Πόλη. Οι τσέπες μου ήταν φίσκα στα ρούβλια• μα με την οκά να τα πουλούσες, δεν έπιανες την αξία του χαρτιού. Του κάκου προσπάθησα να βρω καμιά δουλειά. Ήταν, όμως, κι άλλος λόγος που μ’ ανάγκάσε να φύγω από εκεί…
- Ποιος;
Η μορφή του συνταγματάρχη συννέφιασε:
- Η συμμαχική κατοχή. Στην Ουκρανία είχα γνωρίσει πολλούς από τους Αγγλογάλλους αξιωματικούς που βρίσκονταν στην Πόλη. Άλλοτε, όταν τους μιλούσα, στέκονταν κλαρίνο. Τώρα, όταν με συναντούσαν, γύριζαν τα μούτρα αλλού. Ένας συνταγματάρχης ανύπαρχτου στρατού, που ψάχνει να βρει δουλειά γκαρσονιού, για να μην πεθάνει της πείνας… Το ίδιο θα ’κανα κι εγώ, αν ήμουν στην θέση τους. Η επιμονή μου να φορώ τη στολή, τους ενοχλούσε…
- Γιατί δεν την έβγαζες;
- Κι εσύ, γιατί δεν τη βγάζεις;
Ο Γιούγκερμαν γέλασε:
- Εγώ; Μα δεν τα λογάριασα ποτέ αυτά. Εξ άλλου είμαι συνηθισμένος να γυρίζουν οι άνθρωποι τα μούτρα τους αλλού, όταν με συναντούν…
- Βέβαια! παραδέχτηκε ο Λιάπκιν. Τέτοιος που είσαι!
- Και γι’ αυτό έφυγες απ’ την Πόλη;
- Ναι. Έμαθα πως στην Ελλάδα έχω ελπίδα να βρω καμιά δουλίτσα. Ίσα–ίσα να τρώγω, να κοιμάμαι και να ’χω μιαν αξιόπρεπη στολή. Εκεί δεν με ξέρει κανείς, και δεν ξέρω κανένα…
- Στην Ελλάδα πηγαίνω κι εγώ, είπε ο Γιούγκερμαν. Δεν τα κακοπερνούσα στην Πόλη, μα είχα ατυχίες. Κάποιος Εγγλέζος αστυνομικός παρεξήγησε κάτι επιχειρήσεις που ’κανα με κάποιον Αρμένη, και μου ’πε να περάσω απ’ τη Διασυμμαχική Αστυνομία. Προτίμησα να μπαρκάρω στο πρώτο βαπόρι που έφευγε. Κι επειδή έτυχε το βαπόρι τούτο να πηγαίνει στην Ελλάδα, πηγαίνω εκεί κι εγώ…
Χαμογέλασε κι έβγαλε το πορτοφόλι του:
- Ευτυχώς κατάφερα να πάρω μαζί τα κεφάλαιά μου, που, για κάθε ενδεχόμενο, τα είχα ρευστοποιήσει: δέκα χιλιάδες ελβετικά φράγκα. Τα βλέπεις; Μ’ αυτά περνάω δυο χρόνια. Ύστερα, έχει ο Θεός…
Κάτω απ’ το μουστάκι του Λιάπκιν σχεδιάστηκε ειρωνικό χαμόγελο:
- Δεν μου λες, Βασίλη Κάρλοβιτς; Από το μισθό που δεν σου ’δινε ο Βράγγελ τα κονόμησες αυτά;
Ο Γιούγκερμαν σήκωσε τους ώμους:
- Μην είσαι κουτός! Μου τα ’δωσε ένας Εβραίος, στη Χερσώνα, να του φυλάξω. Δεν τον ξαναβρήκα• χάθηκε στην αναμπουμπούλα. Θαρρώ πως σκοτώθηκε…
- Και σ’ τα ’δωσε ένα λεπτό ακριβώς προτού τον σκοτώσουν. Δεν είν’ έτσι;
- Τι κάθεσαι και ψιλολογείς; Το γεγονός είναι πως τα χρήματα έμειναν σ’ εμένα. Ήσαν πέντε χιλιάδες ελβετικά. Με κάτι επιχειρήσεις που ’κανα στην Πόλη, τα τριπλασίασα. Αναγκάστηκα, όμως, να δώσω πέντε χιλιάδες στον Άγγλο αστυνομικό, για να μη με πάει συνοδεία στην Αστυνομία κι εκτεθώ στο δρόμο. Έτσι, μου απέμειναν δέκα χιλιάρικα.
- Και δεν μου λες; Τι είδους επιχειρήσεις έκανες στην Πόλη, με τον Αρμένη;
- Χημικά και φαρμακευτικά προϊόντα. Φέρναμε ενέσεις κακοντυλάτ, και κινίνο χύμα. Μα κάποιος συναγωνιστής –ένας παλιάνθρωπος– είπε στην Αστυνομία πως το κακοντυλάτ ήταν μορφίνη, και το κινίνο κοκαΐνη. Άειντε ν’ αποδείξεις το αντίθετο στους στενοκέφαλους Εγγλέζους αστυνομικούς! Προτίμησα, λοιπόν, να φύγω για την Ελλάδα…
- Όπου οι Έλληνες αστυνομικοί είναι πλατιά πνεύματα, και δεν υποψιάζονται άδικα τους έντιμους εισαγωγείς χημικών και φαρμακευτικών προϊόντων!
Γέλασαν κι οι δυο. Ο Γιούγκερμαν σηκώθηκε:
- Πάω για ύπνο. Θα σε ξαναϊδώ πιο ύστερα.
- Καλύτερα να μη με ξαναϊδής. Δεν είναι σωστό, εσύ, ένας επιβάτης της πρώτης θέσης, να κάνεις παρέα μ’ έναν επιβάτη του καταστρώματος…
Ο Γιούγκερμαν κατάλαβε. Στάθηκε προσοχή, χτύπησε τις σπιρουνάτες μπότες του, χαιρέτησε στρατιωτικά κι είπε:
- Όπως διατάζετε, κύριε συνταγματάρχα!
Έκανε αψεγάδιαστη μεταβολή. Τακ-τακ τα τακούνια• τζιγκ – τζιγκ τα σπιρούνια. Και τράβηξε σκουντουφλώντας κατά την Α΄ θέση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β
Τ' όνειρο
Όταν η «Κλεοπάτρα» φούνταρε στη ράδα, μπρος στην κοιμισμένη Μυτιλήνη, μόλις αχνορόδιζε η Ανατολή. Τη νύχτα της τραμουντάνας και της φουρτούνας την ακολούθησε γλυκοχάραμα ήρεμο κι απαλό πάνω στη γη, που ξυπνούσε πρόσχαρα πάνω στη θάλασσα, που λικνιζόταν με βαθύχρωμες ανασαιμιές. Λευκή καταχνιά πλανιόταν νωχελικά στους κυματισμούς του λιόφυτου κάμπου, ως τα ριζά των βουνών. Από τα σπίτια της πολιτείας και των ολόγυρα χωριών μερικοί καπνοί, το ίδιο άσπροι με την καταχνιά που καθόταν στη γη, ψήλωσαν νωχελικά προς το σταχτή αυγερινό ουρανό, κι απόμειναν μετέωροι στην αδράνεια του ψυχρού αγέρα. Οι ανάριες φωνές των ανθρώπων που είχαν ξυπνήσει, αντηχούσαν με καθαράδα κρουστού κρυστάλλου μες στην ύλη της πεντακάθαρης σιωπής. Κάποιος πετεινός λάλησε, κάποιο πουλάκι κελάηδησε. Ο ουρανός της Ανατολής φωτίστηκε διακριτικά, προμηνώντας τον ερχομό της ημέρας. Κατά το βασίλεμα, οι κορφές των βουνών ρόδισαν αχνά, έτοιμες, πρώτες αυτές, να δεχτούν τις αχτίνες του ήλιου.
Με το φουντάρισμα της άγκυρας, μερικές νυσταγμένες βάρκες πρόβαλαν άπ' το λιμάνι. Ο θόρυβος που 'καναν τα κουπιά τους χτυπώντας το πηχτό νερό, αντηχούσε υγρός ως την κουβέρτα της πρύμης, όπου στεκόταν ο συνταγματάρχης Λιάπκιν. Δεν ήταν κανείς επιβάτης να ξεμπαρκάρει. Από την πρώτη βάρκα, που ακοστάρησε στη σκάλα, ανέβηκαν ένας λιμενικός κι ένας τελωνειακός. Στη δεύτερη ήσαν δυο επιβάτες -ένας άντρας και μια γυναίκα. Μέσα στο θαμπό φως της αυγής, ο Λιάπκιν δεν κατάφερε να ξεδιαλύνει τα χαραχτηριστικά τους. Νέοι φαίνονταν να είναι. Καθώς η γυναίκα σηκώθηκε άπ' τον πάγκο της βάρκας, να πηδήξει στο κεφαλόσκαλο, το λιγνό κορμί της βεργολύγισε με παιδική ευκολία. Ο άντρας είχε όμορφη κορμοστασιά κι αυτός.
Ο συνταγματάρχης, σκυφτός στα ρέλια, κοιτούσε την πολιτεία, που λες και ζωντάνευε όσο το φως της ημέρας ερχόταν κι άπλωνε πάνω στα σπίτια της. Η ψυχή του, γαληνεμένη με την απαλάδα του εωθινού, δόθηκε σε θύμησες παλιές, πνιγμένες άπ' το βραχνά μιας ολάκερης ζωής. Το πράσινο νησί με τους κυματιστούς ελαιώνες, τα σκοτεινόχρωμα κυπαρίσσια, που ορθώνονταν στον ουρανό σε στάση ευλαβικής προσευχής, η πλούσια βλάστηση κάθε λογιώ δέντρων και θάμνων, που ξεχυνόταν ως το γλαυκό νερό της ήμερης θάλασσας, η άσπρη πολιτεία, που μέσα στο μισόφωτο της χειμωνιάτικης αυγής είχε απάνω της τη σφραγίδα του ήλιου. Ο ουρανός αγνός, διάφανος, στολισμένος με τα στερνά αστέρια, που χαροπάλευαν στον ερχομό της μέρας κι άλλα μύρια μικροπράματα, άπιαστα κι ασήμαντα, μα που μιλούσαν σε κάποια κρυφή γωνιά του μέσα κόσμου του. Όλ' αυτά του θύμισαν μιαν εποχή της ζωής του, την πιο ξεχασμένη, μα και την πιο ευτυχισμένη: τα τέσσερα χρόνια που σπούδαζε γεωπόνος στο Μονπελιέ.
Η «Κλεοπάτρα» σφύριξε. Ο εργάτης της πλώρης άρχισε, μ' αγκομαχητό, να βιράρει την άγκυρα, σκορπώντας, ολόγυρα στο καράβι, ένα σύννεφο από αχνό, που το χρύσιζαν οι πρώτες αχτίνες του ήλιου. Στο πρυμιό άρμπουρο κυμάτιζε το γαλάζιο παντιεράκι του Λόυντ Τριεστίνο και στο πρυμιό κοντάρι, ένας μελαχρινός μαρινάρος ισάρησε την ιταλιάνικη σημαία. Πάνω στην τιμονιέρα, το κουδουνάκι του τηλέγραφου, χτύπησε πρόσω ολοταχώς. Το μαύρο βαπόρι προχώρησε, στεφανωμένο λευκούς αφρούς, στα πρασινωπά νερά της μισοκοιμισμένης θάλασσας.
Χτες βράδυ, όταν τέλειωσε την κουβέντα του με τον Λιάπκιν, ο Γιούγκερμαν κατέβηκε στο σαλόνι της Α' θέσης. Η μεγάλη αίθουσα, με τους λευκοχρωματισμένους ξύλινους τοίχους, ήταν έρημη. Ο στιούαρτ είχε σβήσει τα περισσότερα φώτα και λαγοκοιμόταν πίσω άπ' το τεζάκι του μπαρ. Ο ίλαρχος χασμουρήθηκε βαριεστημένα. Δεν νύσταζε. Ήταν συνηθισμένος να κοιμάται τις λεγόμενες μικρές ώρες, που, τις πιότερες φορές, ήσαν αρκετά μεγάλες. Σεργιάνισε άσκοπα ανάμεσα στα τραπέζια με τα πράσινα τραπεζομάντιλα, ρίχνοντας απελπισμένες ματιές στο σκοτάδι της νύχτας, που βούλωνε τα στρογγυλά φιλιστρίνια. Στο τέλος, πήρε απόφαση να πάει να κοιμηθεί. Άλλη λύση δεν υπήρχε.
Από τ' ανοιχτό φιλιστρίνι της καμπίνας του, ο άνεμος του φουρτουνιασμένου πελάγου έμπαινε ψυχρός, ανεμίζοντας τις κουρτίνες του κρεβατιού. Το νερό της θάλασσας έσπαζε με θόρυβο στα πλευρά του καραβιού. Η μπουκάλα και τα ποτήρια του λαβομάνου σιγοτραντάζονταν από τις στροφές της προπέλας.
Ο Γιούγκερμαν σφάλιξε το στρογγυλό κρύσταλλο και γδύθηκε σιγανά. Μην έχοντας προφτάσει να πάρει τη βαλίτζα του, για να φορέσει πιτζάμες, απόμεινε με το πουκάμισο και το σώβρακο. Στάθηκε, μια στιγμή, συλλογισμένος, υπολογίζοντας κατά που πέφτει η Ανατολή. Σαν τη βρήκε, γονάτισε στο τριμμένο χαλί και προσευχήθηκε με κατάνυξη.
Γιούγκερμαν 1ος Τόμος, Εκδόσεις Εστία 2000, Σσ.35-342, Πρώτη Έκδοση Έργου:1938.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου