Σάββατο 6 Ιουνίου 2020

Jorge Luis Borges-Ροή των αναμνήσεων



Οι αναμνήσεις μου απ’ τον κήπο του σπιτιού μου:
ζωή καλοσυνάτη των φυτών,
ζωή ευγενική (καθ’ ότι μυστηριώδης)
και για να κολακεύεται απ’ τους άντρες.

Η φοινικιά η ψηλότερη σε αυτόν τον ουρανό
και σπουργιτιών ναός και καταφύγιο·
του στερεώματος κληματαριά με μαύρα τα σταφύλια,
και οι μέρες του καλοκαιριού κοιμούνταν στη σκιά σου.

Κόκκινος μύλος:

φτερωτή απόμακρη δουλευταρού στον άνεμο,
τιμή και καύχημα του σπιτικού μας – απ’ όλα τ’ άλλα

ο ποταμός επέρναγε κάτω από του νερουλά το καμπανάκι.

Πηγάδι κυκλικό, από το βάθος σου
εζαλιζότανε ο κήπος, κι εμείς
τρομάζαμε κοιτώντας μέσ’ από το άνοιγμα
το μπουντρούμι σου με το νερό σου το λεπτεπίλεπτο.

Κήπε, μπρος απ’ τον φράχτη σου τελείωναν
καρτερικά το δρόμο τους οι καροτσέρηδες·
φανταχτερό το καρναβάλι εναρκωνότανε
από τη φασαρία των καζού στις μούργες.

Το αλμασέν, του ταραφιού ο νονός,
έκανε πάντοτε κουμάντο στη γωνία·
αλλά είχες κι εσύ καλάμια, βελάκια για να φτιάχνεις
και για τις προσευχές σπουργίτια πλήθος.

Των δέντρων σου το όνειρο και το δικό μου
ακόμα μες τη νύχτα ανακατεύονται,
ο δε αφανισμός της κίσσας
αρχαίο φόβο έχει αφήσει μες στο αίμα μου.

Του βάθους σου τα λίγα μέτρα
εγίνανε για μας γεωγραφία·
ένας σωρός ήταν «το βουνό της γης»
και αποκοτιά μεγάλη το σκαρφάλωμά μας εκεί πάνω.

Κήπε, τελειώνω εδώ την προσευχή μου
και ακολουθώ τη θύμηση για πάντα:
ή θέληση ή τύχη –και χάριζαν παχιά σκιά–
ήσαν όλα εσένα δέντρα σου.

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου