Ενσυναίσθηση
Κάθε που γελάς
ένα γεράνι σκάει
στ' αντικρινό περβάζι
Κάθε που στενάζεις
ένα κόκκινο μήλο
πέφτει στο χώμα
(Απόπειρα εξόδου 1975-1981, 1982)
Ο νεκρός του καφενείου
Χρόνια τώρα μετά τον Εμφύλιο
στέκει νεκρός
στην καρέκλα του καφενείου
θαρρείς και τον δέσαν πισθάγκωνα
Οι Αρχές αποφάνθηκαν
πως δεν πρόκειται να μυρίσει
Είναι τόσο αραιοκατοικημένος ο τόπος
Πάντως για κάθε ενδεχόμενο
έχουν εντολή να τρενάρουν
την ανακοίνωση του θανάτου
όσο μπορούνε
Αποφεύγουν έτσι τις ανακρίσεις
και την πάντα πιθανή περίπτωση
να σπάσει ο διάολος το πόδι
στις διαδικασίες απόκρυψης στοιχείων
Η γνωστοποίηση του θανάτου εξάλλου
μπορεί να προκαλέσει ανησυχίες
κι άντε να σταματήσεις τους χωριάτες
άμα το πάρουν χαμπάρι
(Του ανταποκριτή μας, 1985)
Σαν έρθουν
Σαν έρθουν
οι μικροί μετανάστες
με την πτήση του Μάρτη
σαν έρθουν
τα χαριτωμένα νεγράκια
με τις κραυγίτσες του ήλιου
στην κρήνη του ράμφους
θα εκραγώ κι εγώ
πρωινό τριαντάφυλλο
Για την ώρα
ρίξτε μια ριπή από φως
στο νυχτωμένο μου στήθος
(Μοντέλο σώματος, 1988)
Ο Γκεβάρα
Με αφορμή μια φωτογραφία
Σε ατμοσφαιρικό μπαράκι
πίνεις γουλιά γουλιά την οδύνη
κόσκινο κάνοντας τη σιωπή
με αναμμένα τσιγάρα
Στο άλλο τραπέζι ο Γκεβάρα
θερισμένος κάμπος
Νύχτα φυσάει στα μαλλιά του
σβήνουν γύρω τ' αστέρια τα κίτρινα
Από μια άποψη ήσουν τυχερός
δικέ μου Τσε
Έπαιξες κι έχασες
Εμάς έλα να δεις
που χάνουμε χωρίς να παίζουμε
(Ανοιγμένη φλέβα, 1991)
Η μπαλάντα των δασκάλων
Έχουν κι οι δάσκαλοι
το δικό τους τρόπο
να διαφεύγουν το θάνατο
Κάθε που σημαίνει η ώρα
και χαμηλώνει το σύννεφο
καταφεύγουν στο γύρο των παιδιών
καμώνονται την Ελένη
χτενάκι σκαλώνουν στα μαλλιά
στρείδια στα βραχάκια τα στιλπνά
των κοριτσίστικων ματιών
στο γέλιο το τρεχούμενο
πέφτουν μουσκίδι γίνονται
στεγνώνουν στο φράχτη των δοντιών
φωτιά στα μαύρα τόπια
βάζει ξανά η μέρα
(Το περίστροφο της σιωπής, 1996)
Ο ένοικος της τρίτης ερημίας
Αν τύχει και τηλεφωνήσετε σε άνθρωπο περασμένης ηλικίας
που ξέρετε πως ζει μονάχος του μη βιαστείτε να κλείσετε όσο
πολύτιμος κι αν είναι ο χρόνος σας όσο ανυπόμονους κι αν σας
έκανε η ζωή μην πείτε βγήκε ή ίσως πέθανε γιατί τότε δεν
τρέχει τίποτα θέμα υπάρχει αν ζει κι είναι στο σπίτι του μην
κλείσετε λοιπόν δεν ξέρετε μπορεί εκείνος στη λίγη
συγκατάβαση που θα δείξετε ανήμπορος να σέρνεται φίδι στο
θερισμένο δάπεδο και να προφτάσει ο δύστυχος δεν ξέρετε έτσι
μ' ένα τίποτα σώζεται ο άνθρωπος
(Τεστ κοπώσεως, 2002)
Νόστοι μεσήλικος
Κάθε που γυρίζω στη μικρή πατρίδα
πληθαίνουν τα άγνωστα πρόσωπα
οι σκιές στους δρόμους
τα σπίτια που μπάζουν νερά της βροχής
τα μνημόσυνα του Σαββάτου
Κάθε που επιστρέφω στη μικρή πατρίδα
όλο και πιο λίγο φθείρεται η παλάμη μου
από θερμές χειραψίες
Γυναίκα μόνη μπροστά στη θάλασσα
Ο ήλιος τη βρίσκει στο μπαλκόνι να κοιτάζει πέρα την
απέραντη θάλασσα
Όταν παίρνει να τρεμίζει το φως κατεβαίνει στο κύμα
βρέχει τη μοναξιά της κι ανέρχεται
Μπαίνει ολόκληρη στον καθρέφτη κι επιστρέφει μισή
Ύστερα βγαίνει στο μπαλκόνι και ξαναπαίζει το άγαλμα
Κόπωση θέας και γλαρώνει
Σε μπαμπάκι χιόνι πέφτει και βλέπει μια γυναίκα σ' ένα
μπαλκόνι να κοιτάζει πέρα την απέραντη θάλασσα
Συνέρχεται κι είναι ακόμα εκεί
Ώσπου ο ήλιος σβήνει στο νερό και μια νύχτα τυφλή φράζει
το βλέμμα
Στύβει τότε τα μάτια της κι ένα δάκρυ ζεστό την κάνει
λιώμα
(Μικρές ανάσες, 2010)
Οι γιαγιάδες
Πάνε πια οι γιαγιάδες του παλιού καιρού
οι μαυροφόρες εκείνες που ξέραμε
με τα βαριά φουστάνια το σφιχτοδεμένο μαντίλι
οι φαφούτες εκείνες με το τσαλακωμένο πρόσωπο
το δειλινό στο βλέμμα
Τώρα οι γιαγιάδες αλλάξανε
απόχτησαν τρόπους ντεκολτέ διαζύγια
πρόσωπα σιδερωμένα και στίλβουν
βάφουν τους πόθους ενυδατώνουν το ψέμα τους
εκβάλλουν στα μικρά café σερφάρουν
μα σαν έρθει η ώρα που σπάζουν οι φλέβες
και το αίμα ξαναβρίσκει το χρώμα του
τρέχουν να κρυφτούν πανικόβλητες
πίσω απ' τη φυλλωσιά της δικής τους γιαγιάς
σαν άλλοτε που γύφτος έφτανε
ο φόβος στην πόρτα τους
Καφές στη Δεσκάτη
στον Μιχάλη Γκανά
Περαστικός απ' τη Δεσκάτη ένα καλοκαίρι είπα να
δροσιστώ λιγάκι στην περίκλειστη σαν κούπα πλατεία της
Έπινα τον καφέ μου που λες κάτω απ' το πλατάνι όταν
αίφνης –ποιος να το ’λεγε– κάθεται στο τραπέζι μου
αμίλητος και νυχτωμένος ο Χρήστος Μπράβος
Καλώς τον λέω έκπληκτος τι να σε κεράσω
Έναν σκέτο λέει κι ανάβει τσιγάρο
Τι κάνεις ρωτάω γράφεις τίποτα καινούριο
Τι να γράψεις αποκρίνεται χωρίς το θάνατο πάνω απ’ το
κεφάλι σου
κι ένα κύμα καημού σκεπάζει τα λόγια του
Καπνίζεις βλέπω καπνίζεις ακόμα παρατηρώ αμήχανα
Δε βαριέσαι λέει εμένα με σκότωσαν τα ποιήματα με το
σκοτάδι τους όχι το τσιγάρο με το φαρμάκι του
Εκείνη την ώρα σήμανε το ρολόι της πλατείας κι όπως
έκανε να φύγει τα δέοντα στο Μιχάλη λέει και τράβηξε
χαμηλά για τον Αλιάκμονα ενώ πίσω του έριχνε τα μήλα
της η μαύρη μηλιά του
(Χαμηλά ποτάμια, 2015)
Πηγή: https://ennepe-moussa.gr/%CF%83%CF%84%CE%B1-%CE%B2%CE%B1%CE%B8%CE%B9%CE%AC/%CE%B4%CE%AD%CE%BA%CE%B1-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B8%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%83%CE%B7-%CE%BC%CE%B1%CF%81%CE%BA%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%85?fbclid=IwAR1LozIVaQILPmiDktk_fNVFLloOc9c1tdR7P5hgACRVc5s8uui-7VgYb4c
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου