Μια φοβερή γαλήνη
έχει απλωθεί στην κάμαρά μου
απόψε…
και με τυλίγει παράξενα
Με πνίγει
το τραγούδι ενός σκύλου
καθώς σκίζει τη νύχτα
και το γάβγισμα
ενός μεθυσμένου εγγλέζου
που περνάει κάτω,
απ’ το παράθυρό μου.
Στο 17 δωμάτιο του “Νικόζια”
είν’ όλ’ απόψε χωρίς ζωή.
Το παλτό πούναι κρεμασμένο
σ’ ένα παράξενο καλόγερο
ένα πράσινο τραπεζομάντηλο
η οδοντόβουρτσα που κοιμάται
μέσα σ’ ένα ποτίρι,
ο καθρέφτης κι’ η καράφα
με το νερό.
Όλα τάχει σκεπάσ’ η πλήξη
Μονάχα το τσιγάρο
ζει τη ζωή του
ανάμεσα στα δάχτυλά μου
που σπαράζουν.
Σε λίγο κι’ αυτό θα πεθάνει.
Και καθώς θα καρφώσω
τα μάτια μου στην πόρτα
θα φανερωθεί η μορφή σου
για να ζωντανέψει λίγο
τούτη την κάμαρα
που απόψε έχει πνιγεί μέσα στους βάλτους
μιας ανείπωτης ανίας.
Μπουλούκια, 1940
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου