Ορθός στη μέση του ναού
στέκεται και ζυγιάζει
στο χέρι το σπαθί του την ελπίδα στο μυαλό του.
Μπορεί οι φίλοι του στην Σπάρτη κάτι να πετύχουν
ίσως και πέρα στην Αθήνα συμβεί καμιά μεταβολή
κι ο Ξέρξης
όσο κι αν είναι απίθανο
κάπως να συμβάλει.
Φτάνει να μείνει ζωντανός, ορθός ή κι ακουμπώντας στον βωμό
πεσμένος έστω μπρούμυτα στις πλάκες
φτάνει να κρατήσει λίγες μέρες
να μην βιαστεί να προδικάσει την κρίση των Θεών.
Ίσως να γίνουν όλα πιο απλά.
Σαν πέσει η νύχτα, μπορεί να κοιμηθούνε οι φρουροί
και τότε ξεγλιστρώντας θα φτάσει ως τη Μεσσηνία.
Την πρώτη πέτρα
την έχτισαν τα χέρια της μητέρας.
Μιά μιά οι σειρές υψώνονται στην πύλη και καθώς γέρνει ο ήλιος
Βυθίζονται στον ίσκιο
τα πόδια
το κορμί
τα χέρια των χτιστάδων.
Λίγο ακόμα
και θα πέσουν στο σκοτάδι
καρατομημένα
τα κεφάλια.
Τότε αυτός
ορθός στη μέση του ναού
θα μπήξει μες στο στήθος του το ξίφος.
Εδώ που έχω καταφύγει
σωριάζονται μιά μιά οι εποχές
βαριές σαν πέτρες.
Ορθός στη μέση της ζωής
δεν ζυγιάζω τίποτα.
Ξέρξης κι Αθήνα δεν υπάρχουν.
Είμαι προδότης για τη Σπάρτη και για τους είλωτες σπαρτιάτης.
Με το σπαθί χαράζω
στα στεγνωμένα χείλη
το χαμόγελό μουΠηγή: «Ευθύτης οδών» (1959). Στη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα 1941-1974. Αθήνα: Καστανιώτης 1978.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου