{Θα προσδιόριζα, ακριβέστερα, πως η ποιητική γλώσσα, όντας μια γλώσσα “επαναστατική”, αντιμάχεται προπαντός τη γλώσσα της πολιτικής, τη γλώσσα της γραφειοκρατίας, τη γλώσσα της εξουσίας και της καταπίεσης που συμπορεύεται με οποιαδήποτε εξουσία. Θα ’λεγα ακόμα πως ο ποιητής μυρίζεται, ξέρει τι σόι κοπρισμένο παράγωγο είναι η γλώσσα (και η γραφή) της εξουσίας, ποια τάξη την παράγει και γιατί την παράγει. Γι’ αυτό, το πρόβλημα του ποιητή δεν είναι μονάχα να ξεφύγει από τις παγίδες της αλλοτρίωσης, αλλά ταυτόχρονα να περάσει από την περιοχή της κοινόχρηστης (άχρωμης, ουδέτερης) ποιητικής γλώσσας, στην “προσωπική” γλώσσα κι από κει και πέρα να περάσει στο μεγάλο χώρο της “κοινής” που είναι η ευρύτερη, η ανεκτίμητη κι ανεξάντλητη (αληθινό ορυχείο) γλώσσα του λαού, πράγμα που κατάφερε ο Κορνάρος π.χ. ή ο Σολωμός. Κι αυτό σημαίνει απόσβεση του εγώ, προχώρεμα από την ατομική συνείδηση στη συλλογική, ταύτιση του ποιητή με τη γλώσσα, με το λαό, με την ελευθερία. Αυτή την ένταξη του ποιητή στη συλλογική συνείδηση δεν θα ήθελα να βιαστούμε να την ονομάσουμε –με όρους σύγχρονους– “πολιτικοποίηση”, “στράτευση” κ.λπ., ας την πούμε καλύτερα “πράξη”, δηλαδή κατάχτηση του εαυτού του και της ποίησης, επιβαλλόμενη σημαίνουσα παρουσία, επιβαλλόμενο “παρόν” του ποιητή στον κοινωνικό χώρο, στο προσκλητήριο της εποχής του. Είναι ίσως το “παρόν” που γίνεται κάποτε συνεχές “παρόν”, διάρκεια, ίσως αιωνιότητα.
Τάκης Σινόπουλος
ομιλία του στο Πάντειο τον Ιανουάριο του 1975}
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου