STRADA
Σαρανταέξι μέρες ένα ταξίδι ατέλειωτο
Μα χάρηκα
Βλέποντας τον Ιωσήφ στην αποβάθρα
Με τα μαλλιά στο χέρι
και τα μάτια στην καρδιά
Χωρίς τις πυραμίδες του
Στους ώμους.
Τόσο βαριές στ’ αλήθεια
Για ώμους φτιαγμένους
Από ουτοπίες
*Aπό την Ανθολογία “Ποίηση ’67-’72”.
*
ΟΧΙ
Βρέχει, βρέχει αδιάκοπα, κι ο φόβος των ανθρώπων
εισδύει στο βασίλειο του φωτός.
Ό,τι άρχισε με θαυμασμό τελειώνει με τρόμο.
Πόσες αναμνήσεις κρατά αυτός ο εύφορος κήπος!
Το χιόνι λιώνει, μα από την γκρίζα επιφάνεια των
βράχων, που την καλύπτει στάχτη, δεν τρέχει νερό:
μόρια σκόνης αιωρούνται σε μια ομίχλη γιορταστική.
Όλο κι απομακρύνομαι, Θεέ μου, από τη λάμψη
τούτης της νύχτας.
*Από τη συλλογή “Μέρες Ηδονής”, εκδ. Φόρμα, 1990.
*
ΠΑΙΖΩ ΚΑΙ ΧΑΝΩ
Κάτω από το φως της σεληνιακής νύχτας ένας σκυφτός και σιωπηλός
άντρας ρίχνει τα χαρτιά. Το πρόσωπό του έχει την επίμονη έκφραση
του παίκτη, αυτός, όμως, χαμένος μες στους υπολογισμούς, συλλογίζεται
με τη μεγαλύτερη διακριτικότητα την ημέρα.
Είναι η ωριμότητα ή η σύμπτωση που με σπρώχνει κοντά του, όση ώρα
διαρκεί ο περίπατος στα βάθη της πόλης που του ανήκει;
Σκόρπιες λέξεις, παραβιάσεις, τραντάγματα καρδιάς, μια γενικότερη
αταξία, κι Εκείνη, που άξεστη και θλιβερή, χτυπώντας με στο πρόσωπο,
δαγκώνει τα χείλη μου αναζητώντας τι;
«Μητέρα», ψελλίζω κατάκοπη, «δεν φταίω εγώ αν χάθηκα σε κόκκινη
ομίχλη. Δες!»
Αυθυπαρξία μοναδική.
*Από τη συλλογή “Άγρια Αγγελική Φωτιά”, εκδ. Άγρα.
Πηγή: https://tokoskino.me/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου