Οι γέροι ναυτικοί σπασμένες άγκυρες
γεμάτες φύκια και σκουριά στο φυρονέρι.
Καράβια θαλασσόδαρτα που γύρισαν
μια μέρα στο λιμάνι απ’ άλλα μέρη.
Και τώρα δίχως άλμπουρα σαπίζουνε
στους γέρικους τους μώλους αραγμένα
ναυάγια που τα κύματα τα φέρανε
και τάχουνε στους άμμους ξεβρασμένα.
Σαν ήμασταν παιδιά μάς διηγήθηκαν
πως μια γλυκιά, ανοιξιάτικην ημέρα
είδανε ξάφνου μακριά στην πλώρη τους
σαν μια μεγάλη πέτρα, σμαραγδένια.
Ένα νησί κατάμονο κατάφυτο
πανέμορφον εφάνταζε στον ήλιο
στα σύνορα του κόσμου σαν να ήτανε
της γαλανής της χίμαιρας βασίλειο.
Ενώ μες στην υδάτινη επιφάνεια
μαζί με των ανθών την ευωδία
σκορπίζονταν υπέροχη, πρωτάκουστη
απ’ άγνωστο νησί, μια μελωδία.
Είδαν πίσω απ’ τα βράχια να προβάλλουνε
κεφάλια γυναικών και να κοιτάνε,
κι απλώνοντας τα χέρια για χαιρέτισμα
γλυκά, προκλητικά να τους γελάνε.
Κι οι ναυτικοί, σκυμμένοι απ’ το κατάστρωμα
σαν πάνω από ένα θαύμα λες σκυμμένοι
ακίνητοι, κρατώντας την ανάσα τους
κοιτάζαν τις σειρήνες μαγεμένοι.
Κανείς τους δεν μιλούσε -και καθένας τους
είχε τους άλλους όλους λησμονήσει-
Όλη η ψυχή τους ήτανε στα μάτια τους,
έτοιμη προς εκείνες να πηδήσει…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου