Πόλη κοιμισμένη η αμαρτία
την ξύπνησες για να την κατακτήσεις.
Οι θεοί είναι μικροί, έλεγες, χρειάζεται η άβυσσος
για να γεννηθεί ένα αστέρι.
Το σχέδιο του κόσμου με είχε περιγράψει
η αυγή μάγισσα γερασμένη
με παρέδιδε στη νύχτα
ύπνος χωρίς θαύμα.
Η αμαρτία ήταν με σηκώσεις ως το βουνό
να με πεις θυμάρι, πέτρα
ήταν να σε κοιτώ
με τ’ άλογα να μεγαλώνεις
και να τ’ αφήνεις πίσω
στη σιγουριά.
Τι θλίψη ν’ αναχωρείς με τα σύννεφα
και να μην ξέρω ποιο άστρο
θα κλείσει τον κύκλο σου!
Άνθος η αγάπη σου, είπε ο Μεγαλέξαντρος
κι η αφοσίωσή σου
η καταδίκη του λουλουδιού.
Ξεχνάς τους διάττοντες
που αγγίζουν τα φυτά
και τα κάνουν αγγέλους ή κάκτους;
Ξεχνάς τα φύλλα που ξυπνούν
και τραγουδούν και πλάθουν
τις ρίζες;
Παίζουν με το κρίνο και το χαμό
διστάζουν ή ανατρέπουν…
Πώς ν’ ανασάνει το άνθος σου;
Το κρύβεις με την κοιλιά σου
το λες καρπερό, ωραίο
μα εκείνο και στο τέρας θέλει να ελπίζει
και στην εξαφάνιση
και στη σταύρωση.
Τι ζωή;
Τι ζωή εξημερώνεις, προγκίπισσα;
Έφερες κουνάβια
κι αγριόγατους
μεγάλα μυρμήγκια του Ισημερινού
τα πεύκα προστατευμένα απ’ την καταιγίδα
στρογγύλεψαν
μαλάκωσαν οι βελόνες τους
σ’ ευχαριστούν.
Μα κάποτε θα σηκωθούν
θα ζητήσουν πίσω την τρέλα τους
και τον κακό καιρό
τη νύχτα να τα τραβάει στο πέλαγος
με το βοριά
τ’ αστροπελέκι πάλι θα τα σκλαβώσει.
Τι ερπετά, τι έντομα
η ευτυχία των ανθρώπων
έτσι όπως την κρατούν επίμονα
τόσο κοντά στο χώμα!
Ποιήματα, 1963-1977
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου