(Στον Philip Ramp)
Τη μεγάλη Παρασκευή
η Παναγιά ξαναγίνεται το πρόσωπο της ημέρας
και η δική μου μάνα ξεμαρμαρώνει.
Δε φοράει πια εκείνο το ροζ
που τη θάψανε
κι ούτε κατεβαίνει ολοένα
με το κουτί της μαζί.
Τη Μεγάλη Παρασκευή
η μάνα μου ζωντανή, ζεστή σαν το κερί
φοράει το τετριμμένο και μαζί το άλλο.
Το νύχι της το προτελευταίο
παχουλό στις άκρες σαν το δικό μου
άγνωστη
όταν κρυφοσκεπόταν
και κρυφοαμάρτανε
μακριά μου
σαν αρχίζει τον ατέλειωτο θάνατό της
ΜΕ ΒΑΣΑΝΙΖΕΙ.
Οι κληρονόμοι της μάνας
είναι τα πράγματα
μα εγώ τρίβω τη μουσούδα μου στα πράγματα
σα γάτα που λέρωσε στο σαλόνι
καταπίνω μετανοιωμένη
τα σάλια και τα αλάτια μου
και τρέχω να κρυφτώ στην πάνω σκάλα
το μεγάλο αιλουροειδές
την ανεβαίνω με κουτρουβαλάει
τη σκαρφαλώνω και με φτύνει
Κάηκε το πλατύσκαλο
κοπήκαν τα σκοινιά
Μαζεύτηκαν στην άκρη της τρύπας
τα φοβερά σκαθάρια
Μάνα κινδυνεύω
Αιωνία σου η μνήμη
Κινδυνεύω πολύ
Αιωνία σου η μνήμη
Ποιήματα, 1963-1977
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου