Δευτέρα 15 Ιουλίου 2024

Αργύρης Χιόνης - Ποιήματα

 

ΟΙ ΧΕΛΩΝΕΣ

Οι χελώνες, αν δεν το ξέρετε, είναι από τα αρχαιότερα είδη του ζωικού βασιλείου· επιβιώνουν, σ’ αυτόν τον πλανήτη, εδώ και 150 εκατομμύρια χρόνια. Αυτή η μεγάλη εξελικτική επιτυχία τους οφείλεται βεβαίως στο όστρακό τους, αυτό το σκληρό, δερμικής προέλευσης, ακατάλυτο κέλυφος, που είναι, ταυτοχρόνως, η σωτηρία και το βάσανό τους, το καταφύγιο και η φυλακή τους. Για να καταλάβετε τι εννοώ, φανταστείτε τον εαυτό σας να κουβαλάει στη ράχη του ένα ολόκληρο σπίτι. Τι ασφάλεια, θα πείτε, ναι, αλλά και τι βάρος, τι απομόνωση…Γι’ αυτό και οι χελώνες είναι ιδιαίτε­ρα ενδοστρεφή άτομα, με πολλαπλά ψυχολογικά προβλήματα, όπως κλειστοφοβία, αγοραφοβία και άλλα τέτοια.

Η σωματική αυτή διάπλασή τους έχει, ως είναι φυσικό, επιπτώσεις και στην ερωτική ζωή τους. Φα­νταστείτε, δηλαδή, μια πέτρα γλιστερή να προσπαθεί ν’ ανέβει πάνω σε μιαν άλλη πέτρα, εξίσου γλιστερή. Πόσες προσπάθειες, θεέ μου, πόση αγωνία, πόσος χαμένος κόπος… Κι είναι γι’ αυτό που μόνο μία φορά το χρόνο καταφέρνουνε να σμίξουνε ερωτικά οι χελώνες. Όταν το καταφέρνουν όμως, το κάνουνε με τόση δύναμη, με τόση ορμή που από τα κελύφη τους πετάγονται σπινθήρες. Πλήθος δασών έχουν καεί εξαιτίας αυτού του βίαιου, αυτού του φλογερού σμιξίματος.

Πρέπει επίσης να σημειωθεί πως πρόκειται για ιδιαίτερα μακρόβια ζώα· έτσι αργοκίνητες που εί­ναι, φτάνουν στο θάνατό τους με μεγάλη καθυστέρηση, σχεδόν εκπρόθεσμα.

ΟΙ ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΕΣ

Στη Χρύσα Κοντοθεοδώρου

Γέμισε απόψε το περιβόλι μου πυγολαμπίδες, αστράκια ελάχιστα που αργοσβήνουν μες στη νύχτα.

Σβήνω όλα τα φώτα του σπιτιού, κάθομαι στο παράθυρο κι ανάβω ένα τσιγάρο. Κάθε φορά που το ρουφώ, γίνεται η καύτρα του πυγολαμπίδα.

Γοητευμένος από τούτο το παιχνίδι, καπνίζω ένα ολόκληρο πακέτο, ώς το χάραμα, ώσπου ένας βή­χας άγριος τα σπλάχνα μου αρχίζει να ξεσκίζει.

Δεν μετανιώνω όμως. Μπορεί να τρέχουν μάτια και ρουθούνια, μπορεί να μην μπορώ να ανασάνω, αλλά δεν μετανιώνω. Μετείχα, με τον τρόπο μου, κι εγώ στο θαύμα αυτό της φύσης.

ΟΙ ΕΜΒΑΔΕΣ

Στον Κωστή Παπαγιώργη

Οι εμβάδες ουδεμία σχέση έχουν με τις αμοιβάδες. Ζώα είναι κι αυτές, αλλά πολύ πιο εξελιγμένα. Είναι ένα είδος οικόσιτων υποζυγίων και, ως προς αυτό, διαφέρουν επίσης από τα υποδήματα που είναι υποζύγια ανοικτού εδάφους. Το γεγονός, ωστόσο, ότι οι εμβάδες κινούνται στο περιορισμένο εμβαδόν ενός σπιτιού, δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι διανύουν μικρότερες αποστάσεις από τα υπο­δήματα, ιδίως όταν πρόκειται για εμβάδες που μεταφέρουν εξαιρετικά δραστήριες οικοκυρές, οπλι­σμένες με σφουγγαρόπανα, σκούπες και ξεσκονίστρες, από δωμάτιο σε δωμάτιο και από μπάνιο σε κουζίνα κι από κουζίνα σε βεράντα και σε σκάλα και σε πεζοδρόμιο και πάλι πίσω, από δωμάτιο σε δωμάτιο… Χιλιόμετρα ολόκληρα διανύουν, κάθε μέρα, αυτά τα υπομονετικά υποζύγια, περιφε­ρόμενα μέσα στα περιορισμένα τετραγωνικά μιας κατοικίας.

Παρά την καθημερινή, σκληρή ταλαιπωρία τους, αυτά τα αγαθά ζωντανά ουδέποτε διεμαρτυρήθη­σαν ή εξέφρασαν το παραμικρό παράπονο. Αντίθετα, τα υποδήματα, όντα εκδικητικά από τη φύση τους, πρήζουν ή γεμίζουν με φλύκταινες και κάλους τα πόδια των αφεντικών τους.

Ένα άλλο αξιέπαινο χαρακτηριστικό των εμβάδων είναι η ολιγάρκειά τους. Εν αντιθέσει προς τα δήθεν κοινωνικά, αλλά στην ουσία, φαντασμένα υποδήματα, δεν χρειάζονται ούτε ξεσκονίσματα ούτε γυαλίσματα. Το μόνο που ελπίζουν (όχι απαιτούν) είναι τα πόδια που χώνονται μέσα τους να έχουν, προηγουμένως, πλυθεί, να έχουν αποκαθαρθεί από τη χυδαία υποδηματίλα ή ποδαρίλα, όπως συνήθως ονομάζεται.

Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, οι εμβάδες έχουν γίνει σύμβολο της τεμπελιάς, της απραξίας, της απόσυρσης από τη δράση. Οι επιβήτορές τους, όταν πρόκειται για άντρες και όχι για δραστήριες οι­κοκυρές, θεωρούνται κάτι σαν παραιτημένοι απ’ τη ζωή ή, απλώς, τεμπέληδες. Δεν υπάρχει τίποτε πιο ψευδές από αυτό. Ως απόδειξη περί του αντιθέτου, αρκεί να αναφέρω την περίπτωση των κυρίων Μπαλζάκ και Προυστ που, επιβαίνοντες των παντουφλών τους, διήνυσαν τεράστιες αποστάσεις μέσα στην αχανή στέπα της ανθρώπινης ψυχής. Χωρίς να έχω δει τις σχετικές πληροφορίες, φα­ντάζομαι ότι το ίδιο έπραξε και ο κύριος Ντοστογιέβσκη.

Ο ΚΑΤΩΒΛΕΠΑΣ

Μαρτυρίες για τον κατωβλέπα έχουμε από δύο πηγές· από τον Πλίνιο (βιβλίο VIII, 32), που φαίνε­ται ότι τον συνάντησε κάπου στα όρια της Αιθιοπίας, κοντά στις πηγές του Νείλου, και από τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου. Τον αναφέρει επίσης ο Leonardo da Vinci στο Bestiario του όπου εί­ναι σαφές ότι αντιγράφει τον Πλίνιο, αλλάζοντας ωστόσο (δήθεν τυχαία, εν είδει αβλεψίας) το όνο­μα και το φύλο του τέρατος, αποκαλώντας το η κατωπλέα (la catoplea).

Ο Πλίνιος τον περιγράφει ως εξής :

Κτήνος μεσαίου μεγέθους με αργόσυρτο βάδισμα. Το κεφάλι του είναι τόσο βαρύ που με μεγάλη δυ­σκολία το κουβαλάει στους ώμους του, κι είναι συνέχεια σκυμμένο προς τη γη. Ευτυχώς, γιατί αλλιώς ο κατωβλέπας θα αφάνιζε το ανθρώπινο είδος, αφού όποιος δει τα μάτια του πέφτει αμέσως νεκρός.

Στον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου, η περιγραφή του κτήνους είναι παρεμφερής. Αυτό ωστόσο που έχει ενδιαφέρον είναι ότι, εκεί, ο κατωβλέπας παρουσιάζεται σαν ένα θλιμμένο, θανάσιμα πληγω­μένο απ’ την ασκήμια του και, ως εκ τούτου, συμπαθητικό τέρας που εκφωνεί τα εξής, σχεδόν λυρι­κά, λόγια : Χοντρός, μελαγχολικός, αγριόθωρος, νιώθω συνέχεια, κάτω από την κοιλιά μου, τους αχνούς του βόρβορου. Το κρανίο μου είναι τόσο βαρύ που με τσακίζει· το σέρνω γύρω μου, αργά αργά, και, με ορθάνοιχτες μασέλες, φαρμακωμένα από το χνότο μου χορτάρια ξεριζώνω. Κάποτε, κα­ταβρόχθισα τα πόδια μου, χωρίς χαμπάρι να το πάρω.

Κανείς, Αντώνιε, ποτέ, τα μάτια μου δεν είδε, ή όσοι τα είδαν είναι πια νεκροί. Αν σήκωνα τα βλέφα­ρά μου, τα κόκκινα, πρησμένα βλέφαρά μου, θα πέθαινες, Αντώνιε, στη στιγμή.

Ο κατωβλέπας δεν υπάρχει πλέον· αφανίστηκε κι αυτός όπως, ας πούμε, ο τυραννόσαυρος. Υπάρ­χει ωστόσο ακόμα, για να μας τυραννά, ένα παρεμφερές, απέθαντο είδος, η χαμηλοβλεπούσα που όταν το βλέμμα της σηκώνει από τη γη και σε κοιτά κατάματα, τα γόνατα σου κόβει και τα ήπατα· υπάρχει ακόμα η Mona Lisa, η κατωπλέα του Leonardo.

ΤΟ ΑΛΟΓΑΚΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Η επιστημονική ονομασία του μεγάλου αυτού δικτυόπτερου εντόμου είναι Μάντις και του την έδωσαν, πρώτοι, οι αρχαίοι Έλληνες οι οποίοι, βλέποντάς το να κωλοκάθεται, να μένει ακίνητο ή να κινείται αργά, μπρος-πίσω, με ανασηκωμένο το κεφάλι και τα μπροστινά πόδια εκτεταμένα σε στάση ικεσίας, πίστευαν ότι διαθέτει υπερφυσικές ιδιότητες. Η δοξασία αυτή αντικατοπτρίζεται και σε άλλες γλώσσες. Έτσι οι Άγγλοι το ονομάζουν, επίσης, μάντιδα (soothsayer), οι Γερμανοί λάτριδα του Θεού (Gottes anbeterin), οι Γάλλοι προσκυνητήριο (prie-Dieu) και, χωρίς να το έχω ψάξει, υποπτεύομαι ότι και πολλοί άλλοι λαοί θα του έχουν δώσει κάποιο ανάλογο όνομα.

Ωστόσο, το αλογάκι της Παναγίας, το μόνο που δεν κάνει, όταν παίρνει αυτή τη στάση, είναι να προσεύχεται ή να ικετεύει· απλώς έχει στήσει ενέδρα κι ετοιμάζεται ν’ αρπάξει το πρώτο μικρότερο έντομο, που θα ‘χει την ατυχία να περάσει από μπροστά του, και να το καταβροχθίσει. Σ’ αυτή την εγκληματική δραστηριότητά του το βοηθά και η φύση (ευνοϊκή, ως γνωστόν, για τους δυνατούς και ανελέητη για τους αδύνατους) που το έχει προικίσει με μιαν εκπληκτική ικανότητα παραλλαγής. Με άλλα λόγια, παίρνοντας ακριβώς το χρώμα του περιβάλλοντος στο οποίο βρίσκεται, καθίσταται αόρατο για τα θύματά του, καθώς και για τους εχθρούς του που, έτσι κι αλλιώς, είναι ελάχιστοι.

΄

Ποτέ μου δεν το χώνεψα αυτό το αλογάκι, κι ας ήταν της Παναγίας. Σ’ αυτό πρέπει να έφταιξε κι η μάνα μου που, όταν ήμουνα παιδί, μου έλεγε να μην το πλησιάζω, να μην το πειράζω, γιατί, αν θύμωνε και μ’ έφτυνε στο πρόσωπο, θα τυφλωνόμουν. Πάντα λοιπόν το απέφευγα με δέος, όταν βρισκότανε μπροστά μου. Ωστόσο, μίσος, πραγματικό μίσος γι’ αυτό το άσπλαχνο ζωντανό, μίσος που ακόμη τρέφω, ένιωσα, για πρώτη φορά, όταν έμαθα ότι, αμέσως μετά τη σύζευξη, το θηλυκό καταβροχθίζει το αρσενικό, το οποίο, καίτοι, πιο ταχύ και με μεγαλύτερη πτητική ικανότητα από τη “συμβία” του, δέχεται παθητικά τη θυσία του για τη διαιώνιση του είδους και της ωμότητας. Από μια τέτοια διεστραμμένη ένωση, πώς θα ‘ταν δυνατόν να προκύψουν υγιείς γόνοι ; Οι νύμφες (γύρω στις διακόσιες), μόλις βγουν από τ’ αβγά τους, αρχίζουν ν’ αλληλοσπαράζονται.

Θα μπορούσε, βέβαια, κάποιος να μου πει : “Μα γιατί τα βάζεις με τα αλογάκια της Παναγίας ; Δεν βλέπεις τι γίνεται με τους ανθρώπους ;”. Και θα είχε δίκιο. Οι περισσότερες γυναίκες που γνωρίζω καταβροχθίζουν, μετά την τεκνοποίηση, τους άντρες τους. Μπορεί να μην τρώνε κυριολεκτικά τις σάρκες τους, αλλά κάνουν κάτι ακόμη πιο ωμό· αφανίζουν τις ψυχές τους. Μετά την τεκνοποίηση, ο άντρας παύει να είναι το κέντρο της προσοχής της γυναίκας, παύει να είναι ερωτικός σύντροφος και γίνεται αυτός που ξεβουλώνει νεροχύτες, βιδώνει βίδες, καρφώνει καρφιά και εξασφαλίζει στην οικογένεια τα προς το ζην. Από συγκεκριμένο πρόσωπο, από αντικείμενο αγάπης και πόθου, μεταβάλλεται σ’ ένα σκέτο Αυτός. Που είναι Αυτός ; Δεν ήρθε ακόμη Αυτός ; Τι κάνει πάλι Αυτός ;… Όσο για τους γόνους του ανθρώπου, ούτε αυτοί διαφέρουν από τις νύμφες της Μάντιδος. Ο αλληλοσπαραγμός τους, για την εξασφάλιση των πρωτείων, είναι καθημερινό, συνηθισμένο φαινόμενο. Η κοινωνία μας είναι γεμάτη Κάιν και Άβελ.

Τελικά, τα μόνα πραγματικά αγαπημένα, τα μόνα βαθιά, ώς τα γεράματα, ώς το τέλος, ερωτευμένα ζευγάρια που έχω γνωρίσει ήταν άκληρα.

Ο ΕΣΩΦΑΓΟΣ

Μνήμη Γιώργου Κ. Καραβασίλη

Ο Εσωφάγος είναι ένα ελάχιστο, αδηφάγο, αειφάγο τέρας, κάτι σαν σαράκι, αλλά πολύ πιο ύπουλο, πολύ πιο επικίνδυνο. Για να γίνω σαφέστερος, ενώ το σαράκι τρώει μόνο ξύλα και, τρώγοντάς τα, κάνει τόσο θόρυβο που είναι πολύ εύκολο να εντοπισθεί και ν’ αντιμετωπισθεί, ο εσωφάγος είναι παμφάγος και εντελώς αθόρυβος, δηλαδή μη εντοπίσιμος και αντιμετωπίσιμος. Τρυπώνει ύπουλα παντού, μέσα σε ξύλα, σίδερα, πέτρες, γυαλιά κι ανθρώπους, και κάνει τη δουλειά του, τη φρικτή δουλειά του, αργά αργά και συστηματικά και με μια τεχνική εντελώς πανούργα. Κατ’ αρχάς, για να εισχωρήσει μες στα θύματά του απαρατήρητος, ποτέ καινούργια τρύπα δεν ανοίγει, αλλά χρησιμοποιεί ήδη υπάρχουσες εισόδους όπως αστοκάριστες οπές από καρφιά ή βίδες, ανεπαίσθητες ουλές από σκουριά, ελάχιστες ρωγμές ή ραγισματιές, ένα σπυρί σπασμένο, ένα κακοσφραγισμένο δόντι… Ύστερα, εντός του θύματός του πλέον, αρχίζει να το αδειάζει, από μέσα, λίγο λίγο, ανεπαίσθητα σχεδόν, αφήνοντας ωστόσο, μέχρι τέλους, ανέπαφο το γενικό περίβλημα, το κέλυφος. Κι εδώ αρχίζει η τραγωδία. Γυρίζεις ένα βράδυ σπίτι σου, λιγάκι μεθυσμένος ίσως, και βάζεις το κλειδί στην κλειδαριά κι η κλειδαριά υποχωρεί και πέφτει αθόρυβα στο δάπεδο και το κλειδί σου μένει απορημένο μέσα σε μια υπερμεγέθη τρύπα κι ακουμπάς την πόρτα, δεν τη σπρώχνεις, απλώς την ακουμπάς, κι η πόρτα σωριάζεται αθόρυβα στη γη, κι εσύ, όχι ζαλισμένος από το πιοτό, αλλά απ’ όσα ανήκουστα συμβαίνουνε μπροστά σου, απελπισμένα αναζητάς έν’ αποκούμπι και γέρνεις ώμο και κεφάλι στον παραστάτη της εισόδου κι ο παραστάτης καταρρέει και το σπίτι ολόκληρο αφανίζεται αθόρυβα, χωρίς ούτε ένα κρακ, σαν ν’ άδειασε κανείς από ψηλά ένα σακί αλεύρι, σκόνη, μονάχα σκόνη που, όταν κατακάθεται, αποκαλύπτει έν’ άδειο οικόπεδο εκεί που ήτανε το σπίτι σου πριν λίγο.

Όλες αυτές οι πολυκατοικίες, όλοι αυτοί οι ουρανοξύστες, που φτιάχτηκαν για πάντα και καταρρέουν μ’ ένα τίποτε, μ’ ένα σεισμό μονάχα δύο Ρίχτερ, έχουν διαβρωθεί από αυτό το απεχθές, αυτό το ύπουλο ζωύφιο.

Το τραγικότερο όλων όμως είναι να συναντάς στο δρόμο φίλο σου, φίλο αγαπημένο που έχεις χρόνια να τον δεις, και με λαχτάρα να τον αγκαλιάζεις και να ανακαλύπτεις ξαφνικά ότι αγκάλιασες το τίποτε, αφού αμέσως σκόνη γίνεται, σκόνη που την τινάζεις απ’ τα ρούχα σου και συνεχίζεις να βαδίζεις μέσα σ’ αυτό τον εφιάλτη που λέγεται ζωή, αλλ’ είναι, στην ουσία, το βασίλειο του εσωφάγου.

.............................................................................................................................................................

                           Α’

Με μια σταγόνα νερό μες στην παλάμη μου

Πρέπει να προλάβω πριν εξατμιστεί

Ν’ αναπαραστήσω τις πηγές του ποταμού

Τον καταρράχτη και τον ποταμό τον ίδιο

Και τη θάλασσα και τη βροχή με μια σταγόνα ελάχιστη

Που τρέμει κι εξατμίζεται μες στην παλάμη μου


Β'
Ήμουνα λύκος
Ζούσα με το μίσος μου
Για το μίσος μου
Τις νύχτες αγρυπνούσα
Το θάνατο ετοιμάζοντας
Των προβάτων
Είμαι σκύλος
Ζω με τον αφέντη μου
Για τον αφέντη μου
Όργανο της στοργής και της οργής του
Τις νύχτες αγρυπνώ
Φυλάγοντας τα πρόβατά του
Ήμουν θηρίο κι είμαι ζώο
Ζώο πιο υπάκουο κι από πρόβατο
Γι'αυτό και δεν ανησυχεί ο αφέντης μου
Όταν καμιά φορά με την πανσέληνο
Μ'ακούει σαν λύκος να ουρλιάζω

Σαν ξημερώνει ξέρει πως το χέρι
Θα του γλείφω πάλι.

                            Γ’

Ήμουνα παρακλάδι ενός μεγάλου ποταμού

Νεροσυρμή μέσα σε ανθισμένο κήπο

Είπα “θα ποτίσω τον κήπο μου

Καρπούς απ’ τ’ άνθη του να δέσει”

Κι ολομεμιάς έγινα ποταμός μεγάλος

Και έπνιξα τον κήπο

Είπα “δεν πειράζει

Θα ποτίσω τώρα ολόκληρο τον κάμπο μου”

Κι ολομεμιάς έγινα θάλασσα

και έπνιξα τον κάμπο

Είπα “δεν πειράζει

Θα θρέψω τώρα τα ψάρια μου

θα ταξιδέψω τα καράβια μου”

Κι ολομεμιάς έγινα έρημος

Κι αφάνισα και ψάρια και καράβια

Είπα “δεν πειράζει

θα γίνω τώρα δρόμος για τα καραβάνια μου”

Από τότε περιμένω

Ούτ’ ένας καμηλιέρης δε με διάβηκε ακόμα

                      Δ’

Ήμουνα κάποτε ένα ήμουν ο βράχος

Με τις αιχμές μου τις καμπύλες μου

Τα νεύρα μου τις ρίζες μου βαθιά στη γη

Ύστερα ξαφνικά ήρθε η έκρηξη

Που με κομμάτιασε σ’ αμέτρητα κομμάτια

Κι έγινα πέτρες ή καλύτερα

Έγινα μια απ’ τις ανόμοιες πέτρες

Που αργότερα ήρθε η βαριά

Να διαμελίσει ακόμα μια φορά

Σ’ ακόμα πιο μικρά κομμάτια

Είμ’ ένα ελάχιστο χαλίκι

Ανάμεσα στ’ αμέτρητα άλλα χαλίκια

Ριγμένα εδώ μες στο καλούπι νιώθουμε

Τη γκρίζα μάζα του τσιμέντου γύρω μας

Να σφίγγεται να πήζει να μας δένει

Σε μια παράλογη καινούρια ενότητα

                         Ε’

Μακρύ ‘ταν το ταξίδι μου απ’ τις πηγές

Μέχρι τις εκβολές του ποταμού κυλώντας

Μες στο βυθό του αδιάκοπα

Αλλάζοντας σιγά σιγά σχήμα και βάρος

Αλαφρώνοντας έφτασα εδώ

Σε τούτη την ακτή ένα βότσαλο

Τώρα ανήκω πια στη θάλασσα

Και το ταξίδι έγινε λίκνισμα

Κύμα με παίρνει κύμα με φέρνει

Κι όλο στην ίδια θέση βρίσκομαι

Η φθορά μου βέβαια συνεχίζεται

Κι έγινε μάλιστα πιο γρήγορη ακόμα

Δεν είν’ μακριά η μέρα που θα γίνω

Μονάχα ένας κόκκος άμμου

Τότε θ’ ανήκω λίγο και στον άνεμο

                             Ζ’

Η μόνη αρετή που μου αναγνωρίζουν η αντοχή μου

Κατάλληλη για να χτιστούν τα σπίτια τους

Κι οι μάντρες γύρω από τα σπίτια τους

Κι οι τάφοι τους ν’ ασφαλιστεί η ζωή τους

Και το έχει τους κι η μνήμη τους

Κατά τ’ άλλα δεν είμαι γι’ αυτούς

Παρά ένα σύμβολο αναισθησίας

Καρδιά σαν πέτρα λένε όψη πέτρινη

Ακινησία της πέτρας πέτρινη σιωπή

Και λησμονούνε πως απ’ τη δική μου σάρκα

Γεννήθηκαν κορμιά τόσο ανάλαφρα

Τόσ’ όμορφα κι εκφραστικά μέσα στη γύμνια τους

Που βλέποντάς τα τώρ’ αυτοί να λιώνουν

Απ’ τη ζήλεια τους και να σκεπάζουν ντροπιασμένοι

Τα δικά τους άχαρα κορμιά μ’ άχαρα ρούχα

                  ΙΑ’

Ήταν ευτυχισμένο το μυρμήγκι

Είχε πασχίσει ώρες ολόκληρες

Και είχε καταφέρει να μεταφέρει

Ως το έμπα της φωλιάς του

Το τεράστιο ψόφιο σκουλήκι

Ήταν ευτυχισμένο το μυρμήγκι εκεί

Στη μέση της απέραντης πεδιάδας

Και περήφανο για τις δυνάμεις του

Που αν κι ελάχιστες κατάφεραν το ακατόρθωτο

Με τις δαγκάνες του βαθιά χωμένες

Στην τρυφερή σάρκα του σκουληκιού

Συγκεντρωνόταν για την τελευταία προσπάθεια

Όταν ήρθε το πουλί και καταβρόχθισε

Μαζί μυρμήγκι και σκουλήκι

Ήταν ευτυχισμένο το πουλί εκεί

Στη μέση της απέραντης πεδιάδας

Και περήφανο γιατί τα μάτια του

Μπορούσανε από ψηλά να διακρίνουν

Τη λεία του πάνω στη γη

Ήταν ευτυχισμένο και δεν είδε

Το παιδί που παραμόνευε πιο κεί

Με τη σφεντόνα

                   ΙΓ’

Είδε η πεταλουδίτσα το κερί

Και θάρρεψε πως ήταν το ΛΟΥΛΟΥΔΙ

Που σ’ όλη τη μικρή ζωή της ονειρεύονταν

Όταν χωμένη μέσα στα λουλούδια

Ρούφαγε χυμούς γνωστούς κι αρώματα συνηθισμένα

Κάνοντας κύκλους γύρω του δε χόρταινε

Να βλέπει τα κλεισμένα πέταλα

Αυτού του χρυσαφένιου μπουμπουκιού

Το γοητευτικό του τρέμισμα σαν κινημένο

Από μυστικόν αγέρα κι έτρεμε κι αυτή

Από τον ίδιο μυστικόν αγέρα κινημένη

Μικραίνοντας τους κύκλους της

Χώθηκε τελικά στην αγκαλιά του

Τ’ ονειρεμένο άρωμα ήταν η μυρουδιά

Απ’ τα καμένα της φτερά

Κι ο θείος χυμός η γεύση η πικρή

Στην προβοσκίδα της τής τέλειας ομορφιάς η γεύση

                  ΙΖ’

Ετούτος ο καθρέφτης ο παλιός

Έχει φθαρεί από την επαφή

Με τόσα πρόσωπα

Θάμπωσε γέμισε αποτυπώματα

Ματιών που κάποτε κοιτάχτηκαν

Μες στο γυαλί του μ’ έκπληξη

Η θαυμασμό ή χαρά ή θλίψη

Χείλια και δάχτυλα σα νεκροί νάρκισσοι

Μες στο θαμπό νερό του αδύνατο να κοιταχτείς

Χωρίς τον κίνδυνο να μπερδευτείς

Και να πιστέψεις για πρόσωπό σου

Είν’ άλλο πρόσωπο ή το συνταίριασμα

Από παράταιρα κομμάτια

Και να χαθείς μέσα σε τούτο το λαβύρινθο

Μορφών που ήταν κάποτε

Και να μην είσαι πια

                 ΚΑ’

Όταν πρώτη φορά το φόρεσα

Ετούτο το κοστούμι ήτανε κρύο και δύσκαμπτο

Κι ένιωθα σα φυλακισμένος μέσα στις ραφές

Τα φερμουάρ και τα κουμπιά του

Κι ήτανε οι κινήσεις μου αφύσικες

Και το περπάτημα ή το κάθισμα

Κι ακόμα η σκέψη και τα αισθήματά μου

Γίνανε ξαφνικά ενέργειες συνειδητές

Κι έγινε το κορμί μου ένας ξένος

Που ήταν δυνατό να παρακολουθώ τη συμπεριφορά του

Βέβαια όλα τούτα στην αρχή

Γιατί αργότερα σιγά-σιγά μαλάκωσε

Υποτάχτηκε ετούτο το κοστούμι

Πήρε το σχήμα του κορμιού μου

Και τον τρόπο των κινήσεών μου

Που γίναν πάλι ασυνείδητες κι ελεύθερες

Τόσο που να θαρρώ συχνά πως είμαι

Μονάχα με το δέρμα μου ντυμένος

                          ⃰

Όταν πρώτη φορά χώθηκε μέσα μου

Ήταν ανήσυχος και τρομαγμένος

Παίδευε αδιάκοπα τα φερμουάρ και τα κουμπιά μου

Και με κινήσεις νευρικές πάσχιζε να ξηλώσει τις ραφές μου

Το σχήμα να μου δώσει του γυμνού κορμιού του

Ένιωθε σαν παγιδεμένο ζώο

Κι έπρεπε σαν κλουβί ν’ αντισταθώ

Σκληρά στην αρχή χωρίς παραχωρήσεις

Ώσπου να λησμονήσει αυτό που ήταν πριν

Ώσπου να συνηθίσει στη δική μου φόρμα

Κι ύστερα να ενδώσω δήθεν να προσποιηθώ

Ότι αυτή ‘ναι η φόρμα η δική του που εγώ δέχτηκα

Κι έτσι να φτάσει τώρα στο σημείο να πιστεύει

Ότι ποτέ του δεν υπήρξε έξω από μένα

Σα νάμουνα το ίδιο του το δέρμα

                             ΚΔ’

Το επάγγελμά μου είναι να μεθάω τους άλλους

Όλη η ζωή μου εξαρτιέται από των πελατών τη μέθη

Κι αυτή δεν πρέπει να ‘ναι γρήγορη ούτε ξαφνική

Αλλά αργή μεθοδική γιατί έτσι μόνο

Γίνεται κατανάλωση κρασιού μεγάλη

Κι ύστερα οι πελάτες μου δεν πρέπει

Να νιώθουν μόνοι ή γελοίοι με τη σκέψη

Ότι αμέθυστος εγώ γελάω με τα καμώματά τους

Έτσι αναγκάζομαι κι εγώ να πίνω

Και να μεθάω μαζί τους και να τραγουδάω

Κι όλες τις τρέλες που αυτοί κάνουνε

Να κάνω όλη τη νύχτα ώς τα ξημερώματα

Ώσπου να μείνω μόνος

Και με κατεβασμένα τα ρολά

Να κάτσω να μετρήσω τις εισπράξεις

Ποιήματα από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη «Μεταμορφώσεις», (1974)

Πηγή: https://lavivifiante.wordpress.com/2016/09/19/%CE%B1%CF%81%CE%B3%CF%8D%CF%81%CE%B7%CF%82-%CF%87%CE%B9%CF%8C%CE%BD%CE%B7%CF%82-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1/


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου