Σονέτο μάλλον απαισιόδοξο
Το γυμνασμένο μάτι του τραμπούκου
να διέκρινε άραγε των ροδόδεντρων την αρμονία;
Όχι - όχι - μιαν απέραντη ηθικολογία
δε θα βοηθήσει να κάνουμε καλλίτερο τον κόσμο
να ελπίζεις - να ελπίζεις πάντα - πως ανάμεσα εις τους ανθρώπους
- που τους ρημάζει η τρομερή "ευκολία" -
θα συναντήσεις απαλές ψυχές με τρόπους
που τους διέπει καλοσύνη - πόθος ευγένειας - ηρεμία
ίσως όχι πολλές - ίσως να 'σαι άτυχος: καμία -
τότες εσύ προσπάθησε να γενείς καλλίτερος
εις τρόπον ώστε να έρθει κάποια σχετική ισορροπία
άσε τους γύρωθέ σου να βουρλίζονται πως κάνουν κάτι
σύ σκέψου - τώρα πια - με τι γλυκιά γαλήνη
προσμένεις να 'ρθ' η ώρα να ξαπλώσεις στο παρήγορο του
θανάτου κρεβάτι.
Η εικών
τα σκυλιά π' αλυχτούν μέσα στη νύχτα
ο βαθύς ίσκιος των δέντρων
το πρωινό κελάδημα του κορυδαλλού
το τραγούδι του νερού που τρέχει από την πηγή
τι ανταμοιβή -η μόνη-
για τα βαλαντώματα
τους γόους
τις οιμωγές
αυτών που πρόλαβε η καταιγίδα
αυτών που τους εβασάνισαν τα πονηρά δαιμόνια
αυτών που αισθάνθηκαν
-οδυνηρά βέβαια-
όλες τις αποχρώσεις και
των αισθημάτων και των χρωμάτων
το ρέκασμα της αγωνίας
και τ΄απαλό μινύρισμα της τρυγόνας
ας ρίξουμε λουλούδια εκεί που εστάθηκε το τέρας
ας οδηγήσουμε στα ευεργετικά φρέατα τους "απολύτους
εραστάς της αληθείας"
ας ορκισθούμε πως δεν θα πεθάνουμε ποτέ
Το λίκνον ο λίχνος
πάντοτε αγαπούσα
-με πάθος-
κάθε εκδήλωση της ζωής
όμως δεν μ' ένοιαζε
ο θάνατος
τώρα που μ' άφησες να ξαποσταίνω
πλάι στο λαμπρό φως
των ωραίων ματιών σου
τώρα αγαπώ ακόμη περισσότερο τη ζωή
και δε θα 'θελα
να πεθάνω πια
ποτέ
Η ΣΗΜΑΙΑ
Μην αψηφάς την αγάπη:
δεν είν' έμορφα τα κλαϋμένα μάτια.
Όμως να μην αργήσεις:
θα μας ξανάρθεις γλήγορα, πάλι, δεν είναι;
Εγώ, κάθε φορά που πάει ν' αποτολμήσει κάτι
έρχεται αυτό το σύννεφο ελπίδων
όλο άσπρες κι απαλά ρόδινες απατηλές νταντέλες.
Συνετιστείτε:
κάθε μέρα δεν είναι δυνατό να στήνεται η καρμανιόλα.
Λίγο λίγο θ΄ασπρίσουν τα μαλλιά σας:
άσπρη σημαία.
Η άσπρη σημαία είναι το σημάδι
πως παραδίδεστε και πως τα κάστρα πια για πάντα
καταρρέουν.
ΤΙΜΩΝ Ο ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Εφανταζούντανε εαυτόν
σαν
ψωριασμένο λύκο
καθώς όλ' οι άνθρωποι
αλυχτούσανε γύρω του
οι λυσσαγμένοι
σκύλοι
αλλ' επί τέλους εκατάλαβε
-πόσον αργά Θεέ μου!
πόσο αργά-
πως έτσι
π ά ν τ α
γίνεται:
να επιτίθενται οι άνθρωποι
- άγρια κι αλύπητα -
στον κάθε μεμονωμένο τους συνάνθρωπο
όμοιοι
με
λυσσασμένα
σκυλιά
Σύντομος Βιογραφία του Ποιητού Kωνσταντίνου Kαβάφη (και του καθενός μας – άλλωστε)
...δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
K. KABAΦH H πόλις
νταλγκαδιασμένος και βαρύς
γυρνάει τα στενορρύμια
της πολιτείας της άχαρης
που τρώει τα σωθικά του
σ' αυτήν εδώ γεννήθηκε
σ' αυτή θε ν' αποθάνη
εδώ πίκρες τον πότισαν κρουνηδόν
εδώ τον βασανίσαν
μόνος του
πίστεψε - φορές -
πως τη χαράν ευρήκε σπανίως
κάποτε θέλησε κι' αυτός
κάπου μακρυά να φύγη
μα εκατέβη στο γιαλό
και δεν είχε καράβι
ESSAI SUR L'INÉGALITÉ DES RACES HUMAINES
ξεχνιέται ο Αδόλφος Χίτλερ;
αλήθεια -των αδυνάτων αδύνατο-
ποτές δεν εκατάφερα να καταλάβω
αυτά τα όντα που δεν βλέπουνε
το τερατώδες κοινό γνώρισμα τ' ανθρώπου
-το εφημέριο
της παράλογης ζωής του-
κι ανακαλύπτουνε διαφορές
-γιομάτοι μίσος- διαφορές
σε χρώμα δέρματος φυλή
θρησκεία
ΟΥ ΔΥΝΑΤΑΙ ΤΙΣ ΔΥΣΙ ΚΥΡΙΟΙΣ ΔΟΥΛΕΥΕΙΝ...
σειώντας το μαντήλι
καλωσορίζουμε
αυτούς που έρχονται
ή χαιρετούμε -απλώς-
κείνους που φεύγουν;
αν η νύχτα ακολουθεί
τη μέρα
βέβαια η μέρα πάλι
δε θα διαδεχθεί τη νύχτα;
τα ίδια φύλλα όπου είχανε
πέρσι τα δέντρα
δε θα τα έχουμε κι εφέτος
-ξανά- την Άνοιξη;
στον ίδιο πάντα ορίζοντα
δεν καταλήγει
ο κάθε ουρανός;
θεώρηξις
για
πλήρης αποχή; absteme
από τρελούς
κι από παιδιά
μάθαμε την αλήθεια
αυτήν που απεσιώπησαν
και λογικοί
και γέροι
πέστε μου πόσοι νοσταλγοί
ζήτησαν να γυρίσουν
κι όμως στο τέλος δεν το έπραξαν
μη ξανανοσταλγήσουν
ΤΟ ΚΟΥΤΙ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ
Η Ιστορία!
τι αβασάνιστες πληροφορίες συνεκράτησε
τι λανθασμένες φήμες μας μετέδωσε!
Πόσα χουνέρια και τι πλεκτάνες!
Α! η Κλειώ! Μα βέβαιο
πως εσημείωνε ό,τι κι αν άκουγε:
φαίνεται πως πολύ λίγο θα την σκότιζε
ν' αντιληφθεί
τι ήτανε αλήθεια
και τι δεν ήταν!
Μια ολόκληρη ζωή σπουδής και προσοχής και έρευνας
μας επιτρέπει σήμερα
ν' αποκαλύψουμε -να πούμε-
πως όλα τα περί Πανδώρας
και του κουτιού της
είναι ανάξια λόγου παραμύθια...
Ούτε η Πανδώρα ούτε οι θεοί
βάλανε τίποτα μες στο κουτί
κι ούτε με τ' άνοιγμα
φύγαν τα δώρα
(που δεν υπήρχαν).
Προσποιήσεις ψευτιές (φτηνές ψευτιές)
ανέντιμες υποσχέσεις και προδοσίες
μας κάναν να
πιστέψουμε πως κάτι έκλεινε μέσα το
κουτί
που είχε η Πανδώρα!
Κι αν υπήρξαμε μωρόπιστοι
άνθρωποι και κουτοί
(πρώτος εγώ)
πάντως είμαι σε θέση σήμερα
να βεβαιώσω
πως και κουτί
(ν' ανήκει στην Πανδώρα)
ακόμη δεν υπήρχε!
ΤΑ ΒΑΣΑΝΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
καθώς ανέμισαν
τα μαλλάκια της
έτσι μπροστά στα μάτια
μου
λες και σαν ξαφνικά να ξύπνησα
και για πρώτη φορά
την είδα
-και την επρόσεξα-
την ωραία
νεαρή
κόρη
με συνεκίνησε
η αρμονία
των κινήσεών της
η ραδινότης των μελών
του κορμιού της
η γοητεία του βλέμματός
της
η απαλή στρογγυλάδα
των μαστών της
η όλη χάρη τέλος
που ανεδίδετο
από το
κομψό
ολόδροσο
πλάσμα
κι αμέσως σκέφτηκα
-και "φιλοσόφησα"-
ο νους μου πήγε
στον αγαθό εκείνον
που μπορεί κάποτε
-μα είμαι βέβαιος-
να υποφέρει
μαρτυρικά
να δυστυχήσει
σα θα φαντάζεται
πως έχει σκέψη
κι έχει ψυχή
το τρυφερό
το αιθέριο
το
πλασματάκι
και να ματώνει η καρδιά του
ν' απελπίζεται
ως θ' αποδίδει
έστω και
κόκκο νου
στ' ολότελα
άδειο
μικρό
κρανίο
ΕΙΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΝ ΜΠΑΚΕΑΝ
που ενδιαφέρθηκε για "πρόσφατα" ποιήματά μου
πράγματι η
"ποιητική" παραγωγή μου
τώρα τελευταία
είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη
όχι βέβαια πως έχω πια πάψει
και ποιήματα
και στίχους
και παραμύθια
ν' αραδιάζω
και να κρυφολέω στον εαυτό μου
όμως ως παραλείπω
να τα σημειώσω στο χαρτί
τα λησμονώ
και φυσικά δεν
έχω πια τίποτα να παρουσιάσω
άλλωστε και κανείς δεν μου τα ζητά:
είδα τι λίγη σημασία
γύρω μου
δώσαν
και δίνουνε στα ποιήματα
για έναν μελλοντικό σχολιαστή
θαν' υπεραρκετά
τα ποιήματά μου τα παλιά
και πόσον εύγλωττη
θα είναι
η σιωπή η τωρινή μου
ΠΕΡΙ ΑΜΑΔΡΥΑΔΩΝ
τη λεύκα που αντικρίζω
από το παρεθύρι μου
την αγαπώ
χρόνια τώρα -χειμώνα καλοκαίρι- την παρακολουθώ
από του σύνεγγυς
άλλοτε με τις φουντωτές τις φυλλωσιές
άλλοτε με τα ξερά της τα κλαριά
μες στους βοριάδες
όμως ποτέ μου δεν την είδα την αμαδρυάδα
της
που πρέπει να την κατοικεί
όσο και αν επρόσεξα
όσο κι αν ώρες ατελείωτες
δεν έπαψα κρυφά
να τηνέ παρακολουθώ
ίσως να μην υπήρξαν οι αμαδρυάδες;
αυτό όμως
δεν το 'πε ποτέ κανείς!
λέω μήπως απόθανε από καιρό
η δικιά μου η αμαδρυάδα
και μήπως -από χρόνια τώρα-
να προσετέθηκε κι αυτή
στις τόσο αμείλικτες
και τόσο αφόρητα βασανιστικές γύρω μας
απουσίες;
ΜΑΛΛΟΝ Ή ΗΤΤΟΝ
έ! όχι και να λογίζεται
καλός ορύκτης
κείνος που καταχωνιάζει
βαθιά στα έγκατα της γης
την πάσα αλήθεια
το κάθε μυστικό
την όποια λύση!
πρέπει όλα να ειπωθούν
πρέπει τα πάντα πια να βγούνε στο φως
για να πετάξουμε απ' τα γλωσσάρια
τις δυο ασήμαντες
άχρηστες όσο και κούφιες λέξεις:
το "πάντοτε" και το "ποτές"
και να το πάρουμε τελειωτικά
απόφαση:
η σάρκα -ναι- είν΄ πρόθυμη
όμως το πνεύμα
φορές φορές
-ωιμέ-
είν' ασθενές
νεράιδες
και τα δέντρα
στην
αμφιλύκη
και στις άγκυρες
του
σαλπιγκτού
Η ΑΔΕΛΑΪΣ ΤΩΝ ΥΠΟΦΗΤΩΝ
Το άκρον άωτον στην επιστήμη της υπερευαισθησίας: η αγάπη
Του άκρου αώτου της ευαισθησίας; Πάλε η αγάπη!
Βέβαια, κι η ατέρμονη προσδοκία, στη ζωή, της έρημης χαράς.
Βάλε και τα μάτια: μυριάδες μάτια,
σωροί ματιώνε,
άπειρα ζεύγη ματιών,
με τη γοητεία τους, το καθένα,
το χρώμα τους, το βλέμμα τους, τη γλώσσα τους
και το γλωσσάριό τους,
το γέλιο τους, τα δάκρυα και τη θλίψη τους, τον έρωτά τους,
ή και την αδιαφορία τους ακόμη.
Μάτια ορθάνοιχτα, σφαλιχτά, μάτια που κρατούμε κρυφά, φανερά
μυστικά, μέσα στα ίδια μας τα μάτια, πάντα, πάντα.
Μάτια γυναικών, πουλιών, παιδιών,
μάτια όπου δεν είδαμε, κι όπου μας είπανε πολλά γι΄αυτά.
Μάτια γλαρά, νυσταγμένα, μάτια γιομάτα πόθους:
άστρα σπινθηροβόλα, υπέρλαμπρα, ατέλειωτα πάνω
στον στοργικό ατελείωτο νυχτερινό μας ουρανό.
Κι όμως: φ ι λ ι ά σ τ α μ ά τ ι α δ ε ν ε ί ν α ι χ ω ρ ι σ μ ό ς
Η ζωή , η γνώση,
η γνώση της ζωής (των ματιών πάντα)
να ΄ναι τροφή ονείρου απαλού,
ή μήπως παραλήρημα;
Λέω,
για τις κληρομαντείες,
υπόλογοι
θα 'ν' οι υποφήται του Ναού
της ζωής (της δόξας) των ματιών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου