Κυριακή 7 Ιουνίου 2020

Σωτήρης Πατατζής-Περιμένοντας ενα καράβι

Σωτήρης Πατατζής, ΕΑΜίτης συγγραφέας, μάστορας του λόγου - Ατέχνως

Κατάγεται από τη Μεσσήνη, σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και εργάστηκε σα δημοσιογράφος. Πρωτοπαρουσιάστηκε με τα διηγήματά του «Ματωμένα Χρόνια» (1946) που βραβεύτηκαν στο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Αντίστασης, κατασχέθηκαν το 1948 και ξαναβγήκαν το 1965, μαζί με όλη την αντιστασιακή εργασία του συγγραφέα. Το 1948 έδωσε τη «Μεθυσμένη Πολιτεία» που ξαναβγήκε το 1964 σε νέα μορφή και εκδόθηκε επίσης στα γαλλικά. Το 1952 κυκλοφόρησε τη συλλογή διηγημάτων του «Νεράϊδα του Βυθού» και το 1963 το δοκίμιο «Ι.Σοφιανόπουλος, ένας επαναστάτης χωρίς επανάσταση». Ασχολήθηκε επίσης με το θέατρο όπου έδωσε την «Επιστροφή από το Μπούχενβαλντ», τις διασκευές «Καλός στρατιώτης Σβέϊκ» και «Δον Καμίλλο», το ιστορικό δράμα «Διάκος» και άλλα. Μετέφρασε πλήθος ξένα μυθιστορήματα και ιστορικά έργα.

            Η γυναίκα του η Άννα πρήστηκε και πέθανε. Να πεθάνεις είναι εύκολο πράμα. Κάποτε μάλιστα είναι κι όμορφο. Κλείνεις τα μάτια, κλείνεις το στόμα, κλείνεις τ’ αφτιά – κι άσε τους ανθρώπους να βογγάνε πάνω στη γη. Η Άννα το ’κλεισε το στόμα της προτού πεθάνει, από τότε που το πρώτο τους παιδί σκοτώθηκε στον πόλεμο της Αλβανίας. Δε μιλούσε ποτέ. Όλη τη μέρα στεκότανε βουβή και κοίταζε ολόισα μπροστά της, επίμονα κι απελπισμένα, σα να ’θελε να τρυπήσει τον τοίχο με κείνο το σβησμένο βλέμμα.

            Ο άντρας της πήγαινε κοντά της και την παρηγορούσε.

            - Μίλησε Αννούλα, πες κάτι. Όταν δε μιλάς σκουριάζει η γλώσσα σου. Μας βρήκε η μπόρα δίχως σκεπή. Ο πόλεμος είναι μια μπόρα. Κάποτε θα περάσει. Κι όλοι οι άνθρωποι θα πούνε: Αχ! Ε, τι λες;

            Εκείνη όμως δε μιλούσε. Μονάχα μια φορά του ’δειξε το μονάκριβο Μιχαλάκη τους που πρήστηκε και είπε :

- Θα πεθάνει.

Αυτός πήγε να την αγκαλιάσει που επί τέλους μίλησε. Ξαφνικά όμως σκοτείνιασε το μούτρο του κι έσφιξε το κεφάλι του παιδιού του στον κόρφο του.

- Όχι, δε θα πεθάνει. Είσαι η στρίγγλα και γυρεύεις να το φας. Δε θα πεθάνει. Το πρήξιμο δεν είναι βόλι. Εκείνον τον έφαγε βόλι καφτό, το ξέρεις!

Η Άννα κάρφωσε πάλι τα μάτια της στον τοίχο και δεν ξαναμίλησε. Κι ο Μιχαλάκης όλο βογγούσε ξαπλωμένος στο πάτωμα.

Τότε αυτός πήγε στο παράθυρο και κολλώντας το μάγουλό του στο τζάμι, έβλεπε τους ανθρώπους που περπατούσαν κάτω στο δρόμο βιαστικοί και ταραγμένοι. Σα φοβισμένα πουλιά, έτσι είναι τα πουλιά, όταν φτερουγίζει πάνω απ’ το κεφάλι τους το γεράκι.

Ο δυνατός αγέρας έσπρωχνε τους ανθρώπους που τρεκλίζανε σα μεθυσμένοι. Κ’ οι πιπεριές του δρόμου, αναμαλλιασμένες κουνιόνταν πέρα δώθε κ’ έλεγες πως τώρα θα ξεριζωθούν και θ’ αρχίσουν να χοροπηδάνε σαν θεότρελα κορίτσια.

- Άννα, της είπε πάλι μαλακά. Έρχεται ένα καράβι με σιτάρι. Το γράφουν όλες οι εφημερίδες. Η εφημερίδα, το ξέρεις, δεν μπορεί να γράφει ψέματα. Όμως πώς να πλευρίσει με τούτο το διαβολόκαιρο; Χμ. Εκείνος που έχει τα γένια έχει και τα χτένια. Το καλό είναι που έρχεται. Όλες οι μηχανές του φουλ. Θα μου πεις: Κι αν το μπομπαρδίσουνε; Όχι, δεν το μπομπαρδίζουνε. Έχει τη σημαία με τον κόκκινο σταυρό. Αυτό είναι μεγάλο πράμα. Χίλια ντελφίνια το πάνε από μπρος και χίλια από πίσω. Το ντελφίνι, Αννούλα, είναι ευλογημένο πράμα. Και το καράβι είναι ευλογημένο. Για τη μπόμπα, μη μου μιλάς. Είναι σύνεργο του διαβόλου. Μα δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Το καράβι θα ’ρθει. Καρτέρα λίγο και θα ιδείς.

Η Άννα όμως ήτανε πολύ βιαστική. Δεν μπορούσε να περιμένει. Πέθανε κείνο τ’ απόγεμα κοιτάζοντας πάντα ολόισα μπροστά της.

Έκλεισε τα μάτια, έκλεισε τ’ αφτιά. Το στόμα το ’χε κλείσει ζωντανή. Και τώρα βόγγαγε συ Μιχαλάκη όσο θέλεις. Και συ καράβι μου μπορείς να δέρνεσαι ασταμάτητα στο πέλαγος, να γίνεις ένα φάντασμα και ποτέ σου να μην ξαποστάσεις σε λιμάνι. Ναι, κάποτε είναι ωραίο πράμα να πεθαίνεις.

Αυτός δεν έκλαψε. Μόνο σταύρωσε τα χέρια και της είπε :

- Άννα γιατί μου το ’κανες αυτό;

Ο Μιχάλης δεν κατάλαβε τίποτα. Ήτανε πάντα τυλιγμένος με τις κουρελούδες εκεί στη γωνία. Δεν είχανε κρεβάτι. Τίποτα δεν είχανε πια. Τα πούλησαν όλα. Κι έχασκε η καμαρούλα τους άδεια, κρύα και θλιβερή, ακριβώς σαν γεροντοκόρη δίχως μπροστινά δόντια που σε υποδέχεται χαμογελώντας φριχτά.

Περίμενε να περάσει κείνο το κάρο της Δημαρχίας που μάζευε τους φτωχούς νεκρούς από τους δρόμους της Αθήνας. Μα δεν πέρασε. Κ’ έμεινε ξάγρυπνος όλη τη νύχτα κοντά της και κοντά στο Μιχαλάκη του που όλο βογγούσε.

Δεν μπορούσε να τους δει έτσι καθώς κολυμπούσαν και οι τρεις τους στο σκοτάδι· πού να το βρεις το φως; Όμως τους ένιωθε πολύ κοντά του. Η Άννα έτσι αμίλητη ήτανε και ζωντανή. Κι έτσι κολυμπούσαν κάθε βράδυ στο σκοτάδι. Στιγμές στιγμές ξεχνούσε πως η Άννα ήτανε νεκρή. Σηκωνότανε, πήγαινε στο τζάκι κι έβλεπε την πηχτή νύχτα που κρεμότανε από τον ουρανό. Αχ! ωραία ήτανε έτσι. Ας μην ξημερώσει ποτέ. Κι ας μην ακούσει το κάρο που θα χοροπηδάει στο χαλασμένο δρόμο. Μόνο τούτα τα βογγητά, θεέ μου!

-          Μη βογγάς, είπε στο παιδί. Τι καταλαβαίνεις με τα βογγητά;

Ο Μιχαλάκης δεν απάντησε.

- Σου μιλάω, μ’ ακούς; Ε; Θέλεις να γίνεις και συ σαν τη μάνα σου; Να μη μιλάς ποτέ;

Κι όταν ο Μιχάλης ξαναβόγγηξε, όρμησε κατά πάνω του αγριεμένος και τον έπιασε από το λαιμό.

- Άτιμο παιδί, θα σε πνίξω. Σου αρέσει να με σφάζεις. Σου αρέσει, ναι. Λοιπόν και γω, θα ‘ρθει ώρα που… Κι έσφιξε δυνατά το λαιμό του παιδιού.

Ο Μιχάλης ξύπνησε κι έβγαλε μια πνιγμένη κραυγή :

«Μάνα».

Και τότε αυτός, τρομαγμένος, σήκωσε τα μάτια κι είδε την αυγή που χαμογελούσε γαλήνια πέρα απ’ τα τζάμια.

Πήρε τα δάχτυλά του απ’ το λαιμό του παιδιού κι άρχισε να του χαϊδεύει τα μαλλιά.

- Φώναξέ τη, φώναξέ τη. Μπορεί και να ‘ρθει, όταν θ’ ακούσει τη δική σου φωνή.

Ύστερα στάθηκε μια στιγμή κοιτάζοντας την ατάραχη αυγή. Έτριψε τα μάτια του και πέρασε την παλάμη του στο μέτωπό του.

- Όχι, δε θα ‘ρθει, Μιχαλιό μου. Είναι κουφοί οι νεκροί. Μην τη φωνάζεις. Μόνο να βογγάς. Βόγγηξε όσο θέλεις, σου το λέω εγώ. Οι άνθρωποι γι’ αυτό έρχονται στη γη.

Σηκώθηκε κι έφερνε βόλτες σκυφτός. Κι όλο μουρμούριζε : «Γι’ αυτό έρχονται, γι’ αυτό έρχονται».

Όταν ξημέρωσε καλά, οι άνθρωποι άρχισαν πάλι να πηγαινόρχουνται βιαστικοί κι ανήσυχοι, κάτω στο δρόμο. Σε λίγο φάνηκε το κάρο. Ένας άνθρωπος τον βοήθησε και την έβγαλαν έξω. Της φίλησε τα μαλλιά κι ύστερα την πέταξαν πάνω σε άλλους νεκρούς.

Κι έφυγε η Άννα. Πριν τους θάψουν θα τους γδύσουν αυτούς. Μα τι πειράζει. Δεν ντρέπουνται οι νεκροί.

Όταν μπήκε πάλι μέσα του φάνηκε πως η καμαρούλα τους είχε αδειάσει πιο πολύ. Κι η ζωή του άδειασε ξαφνικά, σαν το γεμάτο τσουβάλι που σκίστηκαν οι ραφές του καθώς το σήκωνε ο γερανός. Κρέμεται πια το άδειο τσουβάλι στο γάτζο. Κι ο αγέρας το κουνάει πέρα δώθε.

Σκέπασε καλά το Μιχαλάκη του και κατέβηκε στο δρόμο. Στη γωνία ένας γέρος έχει απλωμένο το χέρι του δίχως να βγάζει μιλιά. Οι βιαστικοί σπρώχνουν με τους ώμους τους τ’ απλωμένο χέρι. Όμως ο γέρος το ξαναφέρνει στη θέση του με μια αφάνταστη επιμονή.

Αυτό του ’κανε μεγάλη εντύπωση. Στάθηκε μπροστά του και τον κοίταζε πολλή ώρα. Κι έτσι άξαφνα, χωρίς να ξέρει γιατί, τον ρώτησε :

- Πεινάς; 

Ο γέρος τον κοίταξε μια στιγμή σα ζώο που πεθαίνει και δεν του μίλησε.

- Να κάνεις υπομονή, του είπε πάλι. Όξω το πέλαγος έχει φουρτούνα, πώς θέλεις να πλευρίσει;

Όμως ο γέρος, σα να μην τον άκουγε, κοίταζε αμίλητος τα μάτια των περαστικών.

Κι αυτός σήκωσε τους ώμους και προσπέρασε. «Θα ‘ναι σαν την Άννα» σκέφτηκε.

Πλανήθηκε άσκοπα πολλές ώρες και κατά το μεσημέρι βρέθηκε στο Πασαλιμάνι. Κάθησε στο μουράγιο και αγνάντευε πέρα μακριά τη θάλασσα. Πόση θολούρα έχει εκεί κάτω!

Μπροστά του ένα παιδί κάτι σιγυρίζει μέσα σε μια βάρκα. Όταν τελείωσε, κουλούριασε ένα σκοινί στο δεξί του χέρι και του φώναξε :
            - Κρεμανταλά μου, πιάστο! Και το πέταξε πάνω στο μουράγιο.

Πήρε το σκοινί και κοίταξε το παιδί σαστισμένα.

- Τι μου το δίνεις;

- Τράβηξέ το μωρέ να πλευρίσω! Μπα!

Το τράβηξε. Το παιδί άπλωσε τα χέρια του για να μη χτυπήσει η βάρκα στο μουράγιο. Ύστερα έβγαλε από τη βάρκα με προσοχή έναν τενεκέ σκεπασμένο με βρεμένα πανιά. Ήρθε κοντά του και τον κοίταξε με περιφρόνηση.

- Είσαι βουνίσιος; του είπε.

- Εγώ; Γιατί ρωτάς;

- Ρωτάω. Σου πέταξα το παλαμάρι και συ… Μμμ. Βλέπω κοιτάζεις τη θάλασσα με μεγάλο μεράκι. Μήπως λογαριάζεις να πνιγείς;

- Να πνιγώ! Έκανε βυθίζοντας το βλέμμα του στο βρώμικο βυθό του λιμανιού. Ύστερα ρώτησε το παιδί αφαιρεμένα :

- Τι έχεις μέσα στον τενεκέ;

- Κορδόνια.

- Κορδόνια; Α να χαθείς.

-Ρε μπάρμπα μου, με βλέπεις και βγαίνω απ’ τη θάλασσα, τι θέλεις να ’χω μέσα;

- Ξέρω γω;

- Καλά κάνεις και δεν ξέρεις.

Άρπαξε τον τενεκέ τον έβαλε στον ώμο του. Προτού να φύγει γύρισε και του ’πε :

- Αν θέλεις να πνιγείς βρες κανένα άλλο μέρος. Θα μαζευτεί πολύς κόσμος εδώ και θα ’ρθούνε και πολισμάνοι. Εγώ μόλις βλέπω πολισμάνους μου φαίνεται πως βλέπω τ’ άντερά μου.

Πήγε καμιά εικοσαριά βήματα περπατώντας με μια βιασμένη γρηγοράδα, γέρνοντας το κορμάκι του από το βάρος του τενεκέ. Ξαφνικά σταμάτησε και γύρισε πίσω. Ακούμπησε τον τενεκέ μπροστά στα πόδια του και χώνοντας το χέρι του κάτω από τα βρεμένα πανιά, έβγαλε τρία χοντρά ψάρια.

- Πάρτα. Μόλις τα φας μπορείς να ζήσεις τρεις μέρες. Γιατί να πνιγείς;

 

            Αυτός πήρε τα ψάρια και δε μπόρεσε να μιλήσει. Θόλωσαν τα μάτια του. Έγιναν όπως και η θάλασσα εκεί στο βάθος. Τέλος έκλεισε το κεφάλι του παιδιού στις χούφτες του.

            - Καλό μου, χρυσό παιδί. Μοιάζεις με το Μιχαλιό, το ξέρεις;

            - Τι είναι αυτός ο Μιχαλιός;

            - Ένα ορφανό είναι. Θα του τα ψήσω.

Καθώς μιλούσε ζούλαγε με τα δάχτυλά του την τρυφερή σάρκα των ψαριών. Ένιωθε μια παράξενη ηδονή γι’ αυτό. Κι όλο μουρμούριζε : «Θα του τα ψήσω, θα του τα ψήσω».

            Ξαφνικά σούφρωσε τα φρύδια του κι έγινε πολύ σκυθρωπός.

            - Κατεργάρη, είπε σιγά. Είναι σκοτωμένα με δυναμίτη.

            - Ναι. Κ’ ύστερα;

            - Κ’ ύστερα… Θεότρελο παιδί. Άμα σε πάρουν χαμπάρι οι γερμανοί θα σε στήσουν στον τοίχο.

            Το παιδί στάθηκε μια στιγμή σκεφτικό. Ύστερα έσκυψε απότομα κι έβαλε πάλι τον τενεκέ στον ώμο του.

- Ας με στήσουν, μουρμούρισε. Γεια σου.

Το κοίταζε μέχρι που χάθηκε σ’ ένα στενό δρόμο. Έχωσε κι αυτός τα ψάρια στην τσέπη του και περπατούσε άσκοπα πάνω στο μουράγιο. Πέρα, μακριά η θάλασσα γινόταν όλο και πιο σκοτεινή. Φαντάστηκε κείνο το καράβι ν’ ανεβοκατεβαίνει στα κύματα και να πορεύεται στα τυφλά, όπως η τύχη. Πού να πρωταράξει η Τύχη; Οι άνθρωποι απλώνουν τα κοκαλιάρικα χέρια τους και τη φωνάζουν από παντού. Είναι τόσο πολλοί οι άνθρωποι! Στα σκαλιά του μουράγιου είδε τρεις ναυτικούς ξυπόλυτους. Έχουν τα χέρια τους πλεγμένα μπροστά στα γόνατα και σφιγμένοι ο ένας κοντά στον άλλο, κοιτάζουν αμίλητοι τα νύχια των ποδιών τους. Κατέβηκε κι αυτός. Ήταν ωραία εδώ. Ο αγέρας δεν το ‘πιανε καθόλου. Μπορείς να κοιτάς τη θάλασσα και να φαντάζεσαι τ’ αγκομαχητό του καραβιού.

- Εγώ λέω πως θα ’ρθεί, τους είπε άξαφνα. Σε λίγο θα ιδούμε τον καπνό του.

Ο πιο γέρος σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε.

- Ποιος θα ’ρθεί; Ρώτησε.

- Το καράβι. Ένα καράβι φέρνει σιτάρι, τι περιμένετε λοιπόν εσείς;

Ο ακρινός ήταν ένας παράξενος άνθρωπος. Είχε μια μούρη μακριά σαν τ’ αλόγου, κοκαλιάρικη και γεμάτη σπυριά. Θα ’τανε πολύ νέος, μα τα πιο πολλά του δόντια είχανε πέσει. Και κείνα που μένανε ήταν κατακίτρινα και μεγάλα σαν κουκιά. Έμοιαζε στ’ αλήθεια μ’ ένα γέρικο κοκαλιασμένο άλογο που ψόφησε κάνοντας μια στερνή γκριμάτσα πόνου.

Σήκωσε κι αυτός το κεφάλι και τον ρώτησε :

- Εσύ περιμένεις το καράβι;

- Ναι.

Ο γέρος κάτι μουρμούρισε. Και τότε ο αλογομούρης άρχισε να γελάει δυνατά κουνώντας μπρος πίσω το κορμί του, σα να ‘θελε να πάρει φόρα να πέσει στη θάλασσα.

- Τι χασκαρίζεις εσύ! Θα ’ρθεί, περίμενε και θα ιδείς. Σήμερα θα ζήσει μονάχα αυτός που μπορεί να περιμένει. Εγώ της είπα : «Καλή μου Άννα, καρτέρα λίγο».

Ο γέρος σηκώθηκε και είπε αργά.

- Για ποια Άννα μιλάς;

Κι ο αλογομούρης μουρμούρισε.

- Άφησέ τον. Είναι τρελός.

   Ο γέρος όμως τον κοίταξε με πολλή συμπόνια. Ύστερα τον έπιασε απ’ το μανίκι και τον κούνησε, όπως κάνει κανείς όταν θέλει να ξυπνήσει έναν άνθρωπο κοιμισμένο.

            - Εγώ, του είπε, σου δείχνω τη θάλασσα και σου λέω : «Να η ζωή». Μπορείς να παλέψεις με τα κύματα; Είμαστε σαν τα μπρίκια που τα βρήκε ο γαρμπής. Ποιος θα γλιτώσει; Μονάχα κείνο που μπορεί να παλέψει. Λοιπόν, το καράβι, καλέ μου άνθρωπε, βούλιαξε.

            - Βούλιαξε;

            - Ναι. Τι είναι ένα καράβι φορτηγό; Ένας αθώος άνθρωπος που τον σφάζουν. Αυτό είναι. Λοιπόν στον πόλεμο πάντα αθώοι σφάζουνται.

            - Εσύ… Πώς το ξέρεις ότι βούλιαξε;

            - Εμείς εδώ μόνο αυτά τα πράγματα ξέρουμε. Πότε φτάνουν τα καράβια, πότε ξεκίνησαν, τι φορτίο κουβαλάνε. Ακόμα και τι ρότα έχουνε μπορούμε να σου πούμε.

            Αυτός έπλεξε τα χέρια του μ’ απελπισία και κοίταζε πέρα στη σκοτεινιασμένη θάλασσα, όπως η Άννα κοίταζε τον τοίχο. Όλα θόλωσαν μέσα του και μπροστά του. Τα ξάρτια κάποιου καϊκιού μισοβουλιαγμένου στο λιμάνι μπλέχτηκαν με τον κρύο σταχτερό ορίζοντα. Πόσο πλησίασε ο ορίζοντας! Γλίστρησε αθόρυβα προς τη γη και την έζωσε σα μιαν απέραντη θολή φωτιά. Ο κόσμος στένεψε γύρω του. Έγινε ένας μικρούτσικος κύκλος που όλο κ’ έκλεινε γυρεύοντας να τον πνίξει.

            Κι η μορφή της Άννας μπερδεύτηκε μες στο μυαλό του με την εικόνα κάποιου καραβιού που βούλιαζε στ’ ανοιχτά, ενώ γύρω του μούγγριζαν λαίμαργα τα κύματα.

            Έχωσε τα χέρια του στην τσέπη του κι άγγιξε τα ψάρια· τα ’σφιξε με δύναμη και μουρμούρισε : «Έτσι, ε;». Ύστερα ανέβηκε τα σκαλιά κι έφυγε τρέχοντας.

            Περνώντας μπροστά από το γέρο πάλι κοντοστάθηκε. Του ’πιασε κι αυτός το απλωμένο χέρι και το κούνησε δυνατά, έτσι όπως κάνει κανείς όταν θέλει να ξυπνήσει έναν κοιμισμένο.

            - Βούλιαξε, δυστυχισμένε άνθρωπε, του είπε.

            Στο σπίτι, ο Μιχάλη του βογγούσε πάντα. Έσκυψε, του χάιδεψε τα μαλλιά και πιάνοντας ένα ψάρι από την ουρά το κούναγε πάνω από το κεφάλι του. «Μιχαλιό, Μιχαλιό», έκανε χαρούμενος.

            Το παιδί άνοιξε μια στιγμή τα μάτια του, τα τέντωσε κι ύστερα πάλι τα ‘κλεισε.

            Αυτός σηκώθηκε και πήγε ν’ ανάψει τη φωτιά. Τότε είδε πως δεν είχε ξύλα. Έψαξε παντού για να βρει ένα σανίδι. Τίποτα. Στο τέλος πήρε μια μικρή πιατοθήκη και την έσπασε. Έβαλε τα ξύλα στη σειρά κι όταν θέλησε να την ανάψει δε βρήκε σπίρτα. Άρχισε πάλι να ψάχνει παντού. Και κει που κοίταζε στα συρτάρια και στις τρύπες, ρώτησε σε μια στιγμή :

            - Άννα, πού έβαλες τα σπίρτα;

            Στο τέλος απελπίστηκε. Τον έπνιξε κι η οργή. Κάθησε στο παράθυρο έτσι για να ηρεμήσει μια στιγμή.

            Ναι, οργή ήτανε αυτό.

            Θύμωνε με την Άννα που του ’φυγε έτσι ξαφνικά, με το Μιχάλη που δεν έπαυε ποτέ, με το καράβι που κόλλησε στα ανοιχτά , με τον εαυτό του τον ίδιο – μ’ όλα.

            Έμπηξε τα νύχια στις χούφτες τους κ’ ήθελε να δώσει μια γροθιά στο τζάμι και να φωνάξει. Να μπήξει μια κραυγή που θα δρόσιζε τούτη τη λαύρα που έκαιγε στα στήθια του : «Άτιμοι άνθρωποι, άτιμε Θεέ».

            Ακούμπησε το μάγουλό του στο τζάμι κι ένιωσε ένα ξαλάφρωμα γλυκό με το κλάμα. Έκλαψε αθόρυβα πολύ. Ύστερα, έτσι μηχανικά, άρχισε να παίζει απλώνοντας τα δάκρυά του πάνω στο γυαλί. Και τότε! Πίσω από το τζάμι ένας παράξενος κόσμος άρχισε να χορεύει. Τα πράγματα ξέφυγαν από τα καθιερωμένα σχήματά τους και η κίνησή τους πήρε έναν αλλόκοτο ρυθμό. Κι έβλεπε κάτω στο δρόμο μούτρα πλατσωτά με τα μάτια χαμένα στις τεράστιες διογκώσεις των μήλων. Πελώρια κεφάλια που ταλαντεύονταν μ’ αβεβαιότητα πάνω στα στραγγισμένα κορμιά. Και τις πιπεριές που δέρνονταν σα χαροκαμένες μάνες.

            Όπου να ’τανε θ’ άρχιζε να πέφτει η νύχτα. Ο ίσκιος της πλανιότανε κιόλας πάνω στις ψηλές σκεπές και στο βάθος των δρόμων.

            Ξαφνικά μες στα μουγγρητά τ’ αγέρα ήρθε κι άλλο μούγγρισμα. Θα ‘λεγες πως σπαράζει το βουνό κ’ οι αναστεναγμοί του ξέφευγαν απ’ τις σπηλιές και κυλούσαν στους δρόμους της πολιτείας. Ήταν κάποια διαδήλωση.

            Έφτασαν ουρλιάζοντας μπροστά στο σπίτι του – ένας χείμαρρος από οργισμένα φαντάσματα. Έμοιαζαν όλοι μεταξύ τους, στη γύμνια, στην ξυπολυσιά, στη δίψα για τη ζωή. Ήταν τα παιδιά της μάνας – της Συφοράς.

            Εκεί μέσα μπορούσες να φωνάξεις. Να βρίσεις τους ανθρώπους, να βρίσεις και το θεό. Ν’ αφήσεις τον πόνο σου και την οργή σου να ξεσπάσουν. Είσαστε όλοι μαζί εκεί. Κι όλες οι φωνές γίνονται μια φωνή δυνατή.

            Βγήκε στην πόρτα. Είχε ακόμα τα ψάρια στην τσέπη του. Ζυγιάστηκε μια στιγμή σαν τη σταγόνα του νερού που κρέμεται πάνω στο φύλλο της ιτιάς. Βλέπει το ποτάμι η σταγόνα και δειλιάζει : «Πού θα με βγάλει τάχα τούτος ο χείμαρρος που μουγγρίζει;»

            Όμως έρχεται ξαφνικά ένας αγέρας δυνατός και τινάζει το φύλλο της ιτιάς. Κλείνει τα μάτια η σταγόνα και γίνεται ένα με τη θολή μάζα του νερού. Προχωρεί μαζί του. Η μοίρα του ποταμιού είναι πια και δική της μοίρα.

            Ένιωθε μια πρωτόγονη ζεστασιά ανάμεσα σε τούτα τα βασανισμένα πρόσωπα με τα φλογισμένα μάτια. Δίπλα του βαδίζει ένας ψηλός άντρας με μουστάκι και με μια φανέλα ναυτική. Κι όπως τον θαύμαζε – πώς του ’ρθε; - του ‘σφιξε το μπράτσο δυνατά : «Αδερφέ μου».

            Ο ψηλός άντρας γύρισε, και κοίταξε μια στιγμή και χαμογέλασε.

            - Είναι για το καράβι που βούλιαξε; του είπε πάλι.

            - Όχι είναι για ψωμί.  

            - Ψωμί! Μπράβο. Και για σπίρτα πρέπει να φωνάξουμε. Στην τσέπη μου έχω τρία ψάρια ωμά.

            - Πρώτα απ’ όλα είναι το ψωμί.

            - Έχεις δίκιο. Εκείνο το καράβι έφερνε ψωμί. Είσαι ναυτικός;

            - Ήμουνα κάποτε…

            - Μπράβο. Εγώ σου δείχνω τη θάλασσα και σου λέω : «Να η ζωή». Λοιπόν αύριο, να το ξέρεις, θα πάω να ρίξω δυναμίτες εγώ.

            Όταν πέρασαν μπροστά από το γέρο στάθηκε μια στιγμή και του ’πιασε τ’ απλωμένο χέρι.

            - Περιμένεις, τι περιμένεις; Σου είπανε: βούλιαξε! Εγώ σου δείχνω τη θάλασσα και…Όχι, κάθησε στη γωνιά σου. Δεν είσαι εσύ γι’ αυτά.   

            Στην πλατεία, μπροστά στο Υπουργείο, τους χτύπησαν οι χωροφύλακες. Η νύχτα ξεχύθηκε ορμητικά στους δρόμους της Αθήνας. Ο ψηλός άντρας με τη ναυτική φανέλα του ’σφιξε δυνατά το χέρι. Ύστερα του φάνηκε πως τον τράβηξαν σε μια γωνιά. Ένα χλιαρό υγρό τον γαργαλούσε στον κόρφο. Κι όλα γύρω του άλλαζαν όψη σα να τα ’βλεπε πάλι μέσα από το δακρυσμένο τζάμι του παραθυριού του. Θόλωσαν στο μυαλό του οι εικόνες. Δεν μπορούσε να πει αν έβλεπε όνειρο ή στ’ αλήθεια γίνονταν όλα αυτά. Του φάνηκε λοιπόν πως η Άννα έψενε τα ψάρια σε μια κατακόκκινη φωτιά.

            Κι όλο μιλούσε, μιλούσε.

            Είδε κι ένα άλογο γονατισμένο που ξαφνικά ορθώθηκε κι άρχισε να καλπάζει αφηνιασμένα στον κάμπο. Αυτό το άλογο έγινε σιγά σιγά περήφανο καράβι. Κι ο κάμπος, μια θάλασσα γαλήνια.

            Κι όσο το καράβι σίμωνε στη στεριά, τόσο η νύχτα γινότανε πιο μαύρη, πιο μαύρη!



Σωτήρης Πατατζής (1917-1991)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου