Τί γίνεται άμα
στράφτει στην πέρα χώρα του μνημονικού
και αντανακλά σκηνές που μέλλει να συμβούν
σε χρόνο ανύποπτο
ένα κοριτσάκι τρέχοντας
άκρη άκρη του γιαλού
ν' ανασηκώσει το τραπεζομάντιλο της θάλασσας (Dalí)
και το άλλο πίσω από το τσέρκι του
στο μάκρος ενός δρόμου μελαγχολικού (De Chirico)
ένα τρίτο ανάγερτο στον καναπέ
με τα σκέλη ανοιχτά (Balthus)
το αμύγδαλο του κόσμου
είναι βαθιά κρυμμένο
και παραμένει αδάγκωτο
μυριάδες δυνατότητες φρικιούν
γύρω μας κι ούτε που καθόλου εγγίζουμε
οι ηλίθιοι
δεν καταλάβαμε ποτέ πώς σκέπτονται τα περιστέρια
δυο σπιθαμές πάνω από το κεφάλι μας
παίζεται αυτό που χάσαμε ήδη
πριν υπάρξει
το σώμα τούτο που είμαι
προηγήθηκε μια θάλασσα
γεμάτη από μικρά λευκά κυλιόμενα
φωνήεντα που κρούονται: άλφα έψιλον ιώτα
θα 'λεγες από τότε ακόμη
στη στάση που είχα πριν μες στη Μητέρα κατεβώ
φώναζα μ' όλη μου τη δύναμη
αεί αεί αεί
μα ποτέ κανείς δε θέλησε να με πιστέψει.
2.
Α ναι παρά τη θέλησή μου
έγινε ο κόσμος έτσι που
γράφω σαν να 'χω αποσχιστεί απ' τη μοίρα μου
το αμύγδαλο του κόσμου
είναι πικρό και δεν
γίνεται ναν το βρεις παρεχτός αν
κοιμηθείς μισός έξω απ' τον ύπνο
μεγεθύνονται τα σπίτια
τρομερές γυναίκες απέχοντας απ' το
λυτό μαλλί τους όσο η βροντή απ' τη λάμψη της
παν μοιράζοντας τις άχνες
δω κι εκεί τ' ουρανού
οι οπές
παραπλανούν το θάνατο
τις νύχτες
που μιλάω σαν ν' ανασκαλεύω αστερισμούς
στη θράκα την επάνω μια στιγμή σχηματίζεται
η όψη που θα μου έδινε
ο Θεός εάν ήξερε
πόσο η γη στ' αλήθεια μού στοιχίζει
σε απόγνωση
σε διάφορα ψιθυρισμένα μες στη νύχτα «ἐπέπρωτο»
σε κυπαρίσσια
αιωνόβια σαν ποιήματα
που ζητώντας να φκιάσω απραγματοποιήθηκα.
3.
Έλα τώρα
δεν πα να μην αρέσεις
το παν είναι η ρότα σου
κόντρα στην κοινωνία τούτη
την ανασχετικήν ηλιθιότητα
σγουρά μαλλιά που βγάνουνε σπινθήρα
τόμου τα χτενίσεις
θαύμα
έλα μπρος δεύτερε και κρυφέ
μου εαυτέ καιρός
να προφέρεις με δέος τα λόγια
που αρμόζουν στην περίσταση
και δη τα ωραία και τ' απαγορευμένα
ποίηση
πού μα πού λοιπόν
δένει μια τέτοια λάμψη τον καρπό της;
κάτι το δίχως άλλο
πρέπει με τρόπο να 'χει αφαιρεθεί
από την υδρόγειο
για ν' ασθμαίνει τόσο
να χλωμιάζει
και το πένθος ν' απλώνεται
άδικα των αδίκων
το αμύγδαλο του κόσμου
πάλλει μες στα φυλλώματα
του Παραδείσου ερήμην
πάλλω κι εγώ μέσα στα λόγια που εν αγνοία μου αφαιρώ
από κάποιο τέλειο επίτευγμα
ώσπου τέλος μού απομένουν
δύο ή τρεις ορθές κολόνες
και στους τοίχους μια νωπογραφία
θα 'λεγες Κρητομινωική (εάν στο αναμεταξύ
δεν μου είχαν απαλείψει
τις θάλασσες και τις ωραίες εκείνες γυμνόστηθες γυναίκες)
σώζονται ακόμη κάτι κρίνοι
ασύλληπτοι από τους συγχρόνους μου
όπως άλλωστε και οι στίχοι αυτοί:
μία έκλειψη ολική
την ώρα που κοιμούνται οι πάντες μες στ' Αστεροσκοπεία.
4.
Όλα να τα 'χεις
πάντα κάτι λείπει
αρκεί να μη συντελεσθεί το Ακέραιο
και η Τύχη νιώθει ευτυχής
τις νύχτες που εμφανίζονται στην ίδια θέση
τα μάτια τα εχθρικά σαν άστρα
διαγράφονται οι σκιές που κατεβαίνουν
μία μία στον Άδη
όπως τα μαύρα εκείνα στις πλευρές αρχαίου αγγείου
που το παν σκυφτές παρθένες
χρειάζεται
να 'μαστε μνήμονες του πιο τρομερού αγαθού που εδόθηκε ποτέ
από 'να σ' άλλον άνθρωπο
η αγάπη
μοιάζει με δυο ποτήρια σε στιγμή ενθουσιασμού
ντινγκ
λάμψη
θρύψαλα
θυμηθείτε τη Maria Alcaforado
και τον Noël Bouton de Chamilly
τη Jettchen και τον Heinrich von Kleist
τον φίλο μας Βλαδίμηρο και την περίφημη Λιλή
που να πάρ' η ευχή
βρέθηκε πάντα να ζητάμε
ίσα ίσα εκείνο πού δε γίνεται
ψηλά σε κάτι ουράνιες Αίτνες κάτι πέλαγα ορεινά
σε απόσταση ψυχής ερημικής
θάλλει φαίνεται ακόμη
το αμύγδαλο του κόσμου
άμε δάκρυ μου άμε
πάρε τους δρόμους τ' ουρανού
για σένα η αγρυπνία ετούτη.
5.
(Ακόμα ένα τσιγάρο
που να βαστάει ωσότου ξεψυχήσουμε
δυο τρία λεπτά ζωή
με στιγμές αλήθεια υπέροχες
αυλές όπου ακατανόητα μεγαλώσαμε
κι εσύ πικρέ που το 'βαλες γινάτι
να βρεις να κόψεις λέει το αμύγδαλο του κόσμου
και σου απόμεινε το χέρι
γράφοντας κάτι ποιήματα
λευκά στη μαύρη τη σελίδα επάνου
ποιός ποτέ κατάλαβε
τα δειλινά που τ' άντεχες μην και δακρύσεις;
υπάρχει ένας προδότης μέσα σου
που η ώρα του θά 'ρθει να τιμωρηθεί
ω φίλοι
αν κάποιος από μας αμάρτησε
πρέπει να 'ναι ο Θεός
χαλάλι του
ψάξαμε ψάξαμε όσο γίνεται
να ' μαστε άνθρωποι σωστοί
σε μια ταράτσα πάνου από τη θάλασσα
κοίταξε:
σπαν τ' αστέρια ένα ένα
και το ύστερο πάει φωσάκι του τσιγάρου σου
κι εκείνο σώνεται
πάτα το χάμου
αντίο.)
6.
Θε μου
αν η αλήθεια γίνεται
κάποτε μουσική που τρώει την ύλη
πρέπει να 'μαι ψεύτης αλλά πιο πιστευτός
απ' όλα τα όντα
που βομβούν επάνου στον πλανήτη
άκου
ο άνθρωπος είναι σαν να 'ρχεται απ' αλλού
γι' αυτό και ηχεί παράτονα
μ' ένα θυμητικό κατακερματισμένο αλλ'
εφεκτικό στα θαύματα
ίσως και να 'χω λάθος ίσως και να 'ναι που
δεν ξέρω από γραφή και ανάγνωση
ολομόναχος
κρέμομαι
από τους καιρούς του Ηράκλειτου
όπως το αμύγδαλο τον κόσμου
από 'ναν κλώνο του βορείου Αιγαίου
αρχαίος ψαράς με το τρικράνι του
που εγνώρισε πολλές φουρτούνες ώσπου νά:
κάποτες η στιγμή φτάνει
τα νερά γύρω του γίνονται
αγλαά
ψυχρά
τριανταφυλλένια
μισοκλείνει τα βλέφαρα
είναι που η αντανάκλαση
όλο κάλλος απόλυτο
δείχνει με ποιόν προσώρας είχε
άθελά του συνάντηση εμπιστευτική.
7.
Μπρος λοιπόν
λησμονήσετέ με αν κοτάτε ―
οι σαύρες των μνημείων αγνοούν και γλύπτες και αρχιτέκτονες
τρεις μετά τα μεσάνυχτα
είναι σαν να 'χω γεννηθεί χρόνους μετά
που οι άνθρωποι διακρίνονταν στην πάλη και στο εμπόριο
αξιωματικά ζω πέραν από το σημείο που βρίσκομαι
άλλωστε
συνεχίζοντας ίσια τη μητέρα μου
θα με συναντήσετε και μετά θάνατον
(είναι να μην ασχημονήσεις ειδεμή
εμφανίζεται στα σύννεφα ―όπως επάνω στο χαρτάκι
ουρώντας
το σάκχαρο του διαβητικού―
ένας μαύρος κέλης με το πόδι εμπρός:
η ματαιοδοξία
και το μέσα της ανέφικτο)
πού; ποιόν; πότε;
ζητήσετε και ευρήσετε
τη μικρή Κυνηγέτιδα
που απάγει το αμύγδαλο του κόσμου
ψηλά στα όρη και ίπταται
σ' έναν αιώνα ουσιαστικά χρυσόν
αλήθεια
χρήματα εκεί διόλου δεν υπάρχουν
η ζωή νοείται σαν κάτι το απροσμέτρητο
στέκω και θεωρώ τα κύματα
ό,τι πιο τέλειο πιο ανεπίδεκτο φθοράς
ποτέ του υπήρξε.
«Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας», Ποίηση, σ. 450-457, Ίκαρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου