Σε όλη την παλιά τη γειτονιά, πίσω απ’των σαθρών σπιτιών
Τις κρεμαντάλικες περσίδες, κρυψώνες απολαύσεων μυστικών,
Όταν διπλοχτυπούν τ’ αλύπητα σκληρά λιοπύρια,
Την πόλη, τα χωράφια και τις στέγες, τα σπαρτά,
Μονάχος θ’ασκηθώ στ’ αγώνισμά μου το φανταστικό,
Θα οσμίζομαι κάθε γωνιά της ρίμας το τυχαίο για να ’βρω,
Στις λέξεις σάμπως στο λιθόστρωτο θα σκουντουφλώ,
Κάπου θα πέφτω σ’ένα στίχο, που είχα ονειρευτεί από καιρό.
Ετούτος ο πατέρας που μας τρέφει, της χλώρωσης εχθρός,
Ξυπνά τους στίχους σαν τα ρόδα μες τον κάμπο`
Στον ουρανό εξατμίζει κάθε έγνοια,
Μέλι γεμίζει το μυαλό και την κυψέλη.
Εκείνος ξανανιώνει όποιον ακουμπά στην πατερίτσα
Τον κάνει ολόχαρο και τρυφερό όπως τα νέα κορίτσια,
Και τη σοδιά προστάζει να ωριμάζει καρπερή
Μες την αθάνατη καρδιά που επιθυμεί αιώνια ν’ανθοφορεί!
Κι όταν στις πολιτείες, σαν τον ποιητή, κατηφορίζει,
Τις τύχες κάθε πράγματος, και του πιο ταπεινού, εξευγενίζει,
Σα βασιλιάς εισβάλλοντας, αθόρυβα χωρίς ακολουθία,
Σ’ όλα τα μέγαρα και σ' όλα τα νοσοκομεία.
......................................................................................................................................................................
LXXXVII. LE SOLEIL
Le long du vieux faubourg, où pendent aux masures
Les persiennes, abri des secrètes luxures,
Quand le soleil cruel frappe à traits redoublés
Sur la ville et les champs, sur les toits et les blés,
Je vais m'exercer seul à ma fantasque escrime,
Flairant dans tous les coins les hasards de la rime,
Trébuchant sur les mots comme sur les pavés,
Heurtant parfois des vers depuis longtemps rêvés.
Ce père nourricier, ennemi des chloroses,
Éveille dans les champs les vers comme les roses;
Il fait s'évaporer les soucis vers le ciel,
Et remplit les cerveaux et les ruches de miel.
C'est lui qui rajeunit les porteurs de béquilles
Et les rend gais et doux comme des jeunes filles,
Et commande aux moissons de croître et de mûrir
Dans le coeur immortel qui toujours veut fleurir!
Quand, ainsi qu'un poëte, il descend dans les villes,
Il ennoblit le sort des choses les plus viles,
Et s'introduit en roi, sans bruit et sans valets,
Dans tous les hôpitaux et dans tous les palais.
Κάρολος Μπωντλαίρ, Τα άνθη του κακού, Παρισινές εικόνες. εισ. μτφ. σημ. Μ. Παπουτσοπούλου, εκδ. Κουκούτσι 2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου